ἐμφανής: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμφᾰνής''': -ές, ([[ἐμφαίνω]]) ὁ ἐν ἑαυτῷ δεικνύων, ἀντανακλῶν, περὶ στιλπνῶν καὶ [[λείων]] πραγμάτων, καὶ πάντα ὅσα ἐμφανῆ καὶ λεῖα Πλάτ. Τίμ. 46Α. ΙΙ. ὁρατὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, [[φανερός]], α) ἐπὶ προσώπων, Τραγ., κλ., ἰδίως ὡς τὸ [[ἐναργής]], ἐπὶ θεῶν ἐμφανιζομένων σωματικῶς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, Σοφ. Ο. Τ. 909, Εὐρ. Βάκχ. 22, Ἀριστοφ. Σφ. 733, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 141Α˙ [[οὕτως]], [[ὄψις]] ἐμφ. ἐνυπνίων Αἰσχύλ. Πέρσ. 518, πρβλ. Χο. 667˙ ἐμφανῆ τινα ὁρᾶν, [[ἰδεῖν]], ὁρᾶν ἢ [[ἰδεῖν]] σωματικῶς, Σοφ. Αἴ. 538. Ἀριστοφ. Θεσμ. 682, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1454˙ πῶς ἂν ὑμῖν ἐμφανὴς ἔργῳ γενοίμην; πῶς νὰ ἠδυνάμην νὰ δείξω ὑμῖν ἐμφανῶς δι’ ἔργων, ὁ αὐτ. Φιλ. 531˙ ἐμφανὴς τιμαῖσιν = ἐμφανῶς τιμώμενος ὁ αὐτ. Ο. Τ. 909: - ὡς δικανικὸς ὅρος, ἐμφανῆ παρέχειν τινά, προσάγειν τινὰ εἰς τὸ [[δικαστήριον]], παρουσιάζειν, Ἀντιφῶν 133. 34, πρβλ. Δημ. 1294. 15˙ [[οὕτως]], ἐμφανῆ καταστῆσαι τὰ χρήματα ἢ τὸν κεκομισμένον ὁ αὐτ. 1239. 5˙ ἐμφανῶν [[κατάστασις]], πρβλ. Λατ. exhibitio, actio ad exhibendum, Ἰσαῖος 59. 22, Δημ. 1251. 3, Ἀριστ. Πολιτ. Ἀθηναίων σ. 83. 3 (ἔκδ. Blass). β) ἐπὶ πραγμάτων, οὐ γάρ ἐστι τἀμφανῆ κρύπτειν Σοφ. Ο. Κ. 755˙ ἐμφ. τεκμήρια, φανεραὶ ἀποδείξεις, ὁ αὐτ. Ἠλ. 1109˙ [[ἄλγος]] ἐμφ. Πινδ. Ἀποσπ. 229˙ κλαυθμὸς Ἡρόδ. 1. 111, κτλ.˙ τὰ ἐμφ. κτήματα, τὰ φανερά, τὰ γνωστά, Ξεν. Ἑλλην. 5. 2, 10. 2) μῖξιν δὲ τούτων τῶν ἀνθρώπων [[εἶναι]] ἐμφανέα, ἐν τῷ φανερῷ, in propatulo, Ἡρόδ. 1. 203., 3. 101˙ τὸ ἐμφανές, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μέλλον, Θουκ. 3. 42˙ εἰς τοὐμφανὲς ἰόντες, ἐρχόμενοι εἰς τὸ φανερόν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 13, πρβλ. Ἀγησ. 9. 1. 3) [[φανερός]], [[κατάδηλος]], τυραννὶς Ἀριστοφ. Σφ. 417˙ βία Θουκ. 4. 86˙ ἐμφ. [[λόγος]], [[σαφής]], Αἰσχίν. Εὐμ. 420˙ ἐν ἐμφανεῖ λόγῳ, παρρησίᾳ, φανερά, Θουκ. 7. 48˙ τὴν ἐμφ. ποιεῖν διὰ τῆς φωνῆς Πλάτ. Θεαίτ. 206D· ἐμφανές ἐστιν ὅτι... Ξεν. Ἱέρ. 9, 10. 4) [[κατάδηλος]], [[γνωστός]], τὰ ἐμφανῆ Ἡρόδ. 2. 33˙ ἐμφανῆ γὰρ ἦν Σοφ. Ἀντ. 448˙ [[ἐπιφανής]], ἀνὴρ ἐμφανὴς [[Αἰγύπτιος]] Διόδ. 1. 68. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -νῶς, Ἰων. -νέως, φανερῶς, Λατ. palam, Ἡρόδ. 1. 140, Αἰσχύλ. Ἀγ. 626, κτλ.˙ Ἀλκμαιωνίδαι δὲ ἐμφανέως ἐλευθέρωσαν, ἐνδήλως, ἀναμφιβόλως, Ἡρόδ. 6. 123˙ ἐμφανῶς ἠμύνατο, φανερῶς, δηλ. οὐχὶ ἐν κρυπτῷ ἢ δι’ ἀπάτης, Σοφ. Τρ. 278˙ οὐ λόγοις, ἀλλ’ ἐμφανῶς, ἀλλὰ πραγματικῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 661˙ ἐμφ. ἤδη λέγειν ὁ αὐτ. Ἀχ. 312˙ συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Φίληβ. 31Ε. 2) οὕτω κατ’ οὐδέτερον ἐπίθ., ἐξ ἐμφανέος ἢ ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς Ἡρόδ. 3. 150., 4. 120 κ. ἀλλ.˙ ἐν τῷ ἐμφανεῖ Θουκ. 2. 21, κτλ. | |lstext='''ἐμφᾰνής''': -ές, ([[ἐμφαίνω]]) ὁ ἐν ἑαυτῷ δεικνύων, ἀντανακλῶν, περὶ στιλπνῶν καὶ [[λείων]] πραγμάτων, καὶ πάντα ὅσα ἐμφανῆ καὶ λεῖα Πλάτ. Τίμ. 46Α. ΙΙ. ὁρατὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, [[φανερός]], α) ἐπὶ προσώπων, Τραγ., κλ., ἰδίως ὡς τὸ [[ἐναργής]], ἐπὶ θεῶν ἐμφανιζομένων σωματικῶς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, Σοφ. Ο. Τ. 909, Εὐρ. Βάκχ. 22, Ἀριστοφ. Σφ. 733, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 141Α˙ [[οὕτως]], [[ὄψις]] ἐμφ. ἐνυπνίων Αἰσχύλ. Πέρσ. 518, πρβλ. Χο. 667˙ ἐμφανῆ τινα ὁρᾶν, [[ἰδεῖν]], ὁρᾶν ἢ [[ἰδεῖν]] σωματικῶς, Σοφ. Αἴ. 538. Ἀριστοφ. Θεσμ. 682, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1454˙ πῶς ἂν ὑμῖν ἐμφανὴς ἔργῳ γενοίμην; πῶς νὰ ἠδυνάμην νὰ δείξω ὑμῖν ἐμφανῶς δι’ ἔργων, ὁ αὐτ. Φιλ. 531˙ ἐμφανὴς τιμαῖσιν = ἐμφανῶς τιμώμενος ὁ αὐτ. Ο. Τ. 909: - ὡς δικανικὸς ὅρος, ἐμφανῆ παρέχειν τινά, προσάγειν τινὰ εἰς τὸ [[δικαστήριον]], παρουσιάζειν, Ἀντιφῶν 133. 34, πρβλ. Δημ. 1294. 15˙ [[οὕτως]], ἐμφανῆ καταστῆσαι τὰ χρήματα ἢ τὸν κεκομισμένον ὁ αὐτ. 1239. 5˙ ἐμφανῶν [[κατάστασις]], πρβλ. Λατ. exhibitio, actio ad exhibendum, Ἰσαῖος 59. 22, Δημ. 1251. 3, Ἀριστ. Πολιτ. Ἀθηναίων σ. 83. 3 (ἔκδ. Blass). β) ἐπὶ πραγμάτων, οὐ γάρ ἐστι τἀμφανῆ κρύπτειν Σοφ. Ο. Κ. 755˙ ἐμφ. τεκμήρια, φανεραὶ ἀποδείξεις, ὁ αὐτ. Ἠλ. 1109˙ [[ἄλγος]] ἐμφ. Πινδ. Ἀποσπ. 229˙ κλαυθμὸς Ἡρόδ. 1. 111, κτλ.˙ τὰ ἐμφ. κτήματα, τὰ φανερά, τὰ γνωστά, Ξεν. Ἑλλην. 5. 2, 10. 2) μῖξιν δὲ τούτων τῶν ἀνθρώπων [[εἶναι]] ἐμφανέα, ἐν τῷ φανερῷ, in propatulo, Ἡρόδ. 1. 203., 3. 101˙ τὸ ἐμφανές, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μέλλον, Θουκ. 3. 42˙ εἰς τοὐμφανὲς ἰόντες, ἐρχόμενοι εἰς τὸ φανερόν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 13, πρβλ. Ἀγησ. 9. 1. 3) [[φανερός]], [[κατάδηλος]], τυραννὶς Ἀριστοφ. Σφ. 417˙ βία Θουκ. 4. 86˙ ἐμφ. [[λόγος]], [[σαφής]], Αἰσχίν. Εὐμ. 420˙ ἐν ἐμφανεῖ λόγῳ, παρρησίᾳ, φανερά, Θουκ. 7. 48˙ τὴν ἐμφ. ποιεῖν διὰ τῆς φωνῆς Πλάτ. Θεαίτ. 206D· ἐμφανές ἐστιν ὅτι... Ξεν. Ἱέρ. 9, 10. 4) [[κατάδηλος]], [[γνωστός]], τὰ ἐμφανῆ Ἡρόδ. 2. 33˙ ἐμφανῆ γὰρ ἦν Σοφ. Ἀντ. 448˙ [[ἐπιφανής]], ἀνὴρ ἐμφανὴς [[Αἰγύπτιος]] Διόδ. 1. 68. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -νῶς, Ἰων. -νέως, φανερῶς, Λατ. palam, Ἡρόδ. 1. 140, Αἰσχύλ. Ἀγ. 626, κτλ.˙ Ἀλκμαιωνίδαι δὲ ἐμφανέως ἐλευθέρωσαν, ἐνδήλως, ἀναμφιβόλως, Ἡρόδ. 6. 123˙ ἐμφανῶς ἠμύνατο, φανερῶς, δηλ. οὐχὶ ἐν κρυπτῷ ἢ δι’ ἀπάτης, Σοφ. Τρ. 278˙ οὐ λόγοις, ἀλλ’ ἐμφανῶς, ἀλλὰ πραγματικῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 661˙ ἐμφ. ἤδη λέγειν ὁ αὐτ. Ἀχ. 312˙ συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Φίληβ. 31Ε. 2) οὕτω κατ’ οὐδέτερον ἐπίθ., ἐξ ἐμφανέος ἢ ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς Ἡρόδ. 3. 150., 4. 120 κ. ἀλλ.˙ ἐν τῷ ἐμφανεῖ Θουκ. 2. 21, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui se montre aux regards, qui se rend visible ; <i>en parl. de choses</i> visible, manifeste : ἐμφανῆ τεκμήρια SOPH preuves visibles, pièces à conviction ; [[οὐ]] γὰρ ἔστι τἀμφανῆ κρύπτειν SOPH car il n’est pas possible de cacher ce qui est visible pour tous ; ποιεῖν τὸ ἐμφανές HDT faire qch au grand jour, en public;<br /><b>2</b> qui se fait sous les yeux de tous, en public ; ἐμφανές ἐστι [[ὅτι]] XÉN il est visible que ; τὸ ἐμφανές le grand jour ; [[εἰς]] τοὐμφανὲς [[ἰέναι]] XÉN aller au grand jour ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] ἐμφανοῦς XÉN, [[ἐκ]] [[τοῦ]] ἐμφανέος <i>(ion.)</i> HDT, [[ἐν]] [[τῷ]] ἐμφανεῖ THC au grand jour, publiquement;<br /><b>3</b> évident, non dissimulé : [[βία]] [[ἐμφανής]] THC violence manifeste, force ouverte ; ἐμφανὴς [[λόγος]] THC parole non déguisée, déclaration nette;<br /><b>4</b> connu de tous.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[φαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A showing in itself, reflecting, of mirrors, Pl.Ti. 46a. II visible to the eye, manifest, a of persons, S.Tr.199, etc.; esp. of the gods appearing bodily among men, E.Ba.22, Ar.V. 733, Pl.Alc.2.141a; so ὄψις ἐ. ἐνυπνίων A.Pers.518; τέκμαρ Ch.667; ἐ. τινὰ ἰδεῖν see him bodily, S.Aj.538, cf. Ar. Th.682; μαθεῖν S.El. 1454; πῶς ἂν ὑμὶν ἐμφανὴς . . γενοίμην; how could I make it manifest? Id.Ph.531; ἐμφανὴς τιμαῖσιν, = ἐμφανῶς τιμώμενος, Id.OT909 (lyr.); ἐ. ζῷα familiar animals, Epicur.Ep.2p.43U. b as legal term, ἐμφανῆ παρέχειν τινά to produce a person or thing in open court, Antipho 5.36, cf. D.56.38; so ἐμφανῆ καταστῆσαι produce in court, either the property or the vouchers, Id.52.10; ἐμφανῶν κατάστασις, actio ad exhibendum, Is.6.31, D.53.14. c of things, οὐ γάρ ἐστι τἀμφανῆ κρύπτειν S.OC755; ἐ. τεκμήρια visible proofs, Id.El.1109; ἄλγος ἐ. Pi.Fr.210; κλαυθμός Hdt.1.111; μεῖξις ib.203; Χυμοί Thphr. CP6.3.4 (Sup.); ἐ. κόσμος visible sky, Vett. Val.8.12; τὰ ἐ. κτήματα the actual property, X.HG5.2.10; τοῦ μέλλοντος καὶ μὴ -οῦς Th.3.42; εἰς τοὐμφανὲς ἰέναι to come into light, come forward, X. Mem.4.3.13; εἰς τοὐ. ᾠοτοκεῖν, ζῳοτοκεῖν, Arist.HA510b20, 511a23; ἀεὶ ἐ. εἶναι to be constantly in evidence, X.Ages.9.1. 2 manifest, palpable, τυραννίς Ar.V.417; βία Th.4.86; ἐ. λόγος a plain speech, A.Eu.420; τῷ ἐμφανεῖ λόγῳ openly, Th.7.48; τὴν διάνοιαν ἐ. ποιεῖν διὰ φωνῆς Pl.Tht.206d; ἐμφανές ἐστιν ὅτι . . X.Hier.9.10. 3 wellknown, τὰ ἐ. Hdt.2.33; ἐμφανῆ γὰρ ἦν S.Ant.448; conspicuous, notable, ἀνήρ D.S.1.68. III Adv. -νῶς, Ion. -νέως, visibly, openly, Hdt.1.140, A.Ag.626, Th.7.48, etc.; λέγειν Ar.Ach.312; ἐ. ἐλευθεροῦν without doubt, Hdt.6.123; ἐ. ἠμύνατο openly, i.e. not secretly or treacherously, S.Tr.278; οὐ λόγοις, ἀλλ' ἐ. but really, Ar.Nu.611: Comp. -έστερον Pl.Phlb.31e. 2 neut. Adj., ἐκ τοῦ ἐ. Hdt.3.150, 4.120, al.; ἐν τῷ ἐ. Th.2.21, X.An.2.5.25.
German (Pape)
[Seite 819] ές, sich zeigend, sichtbar, im eigtl. Sinne u. übertr., merklich, deutlich; ἄλγος Pind. frg. 229; τέκμαρ Aesch. Ch. 606 (wie τεκμήρια Soph. El. 1098); λόγος Eum. 398; οὐ γὰρ ἔστι τἀμφανῆ κρύπτειν Soph. O. C. 759; ἰδεῖν τινα ἐμφανῆ, leibhaftig, Ai. 534; Tr. 199; οὐδαμοῦ τιμαῖς Ἀπόλλων ἐμφ. O. R. 909; ἥκει πόσις – ὅδ' ἐμφ. Eur. Hel. 874; δεῖξαι ἐμφανῆ El. 586; vgl. Ar. Th. 682; Ggstz ἀφανής, Men. Stob. fl. 16, 13. Oft in Prosa von Her. 1, 203 an; ἐμφανὴς βία, τυραννίς, offenbare, Thuc. 4, 86 Ar. Vesp. 417; ἐμφανῆ ζῆν, im Ggstz von ἐν σκότῳ ἀποκρύπτεσθαι, Xen. Cyr. 8, 7, 23; τὴν διάνοιαν ἐμφανῆ ποιεῖν διὰ φωνῆς Plat. Theaet. 206 e; ἐμφανῆ καταστῆσαι τὰ χρήματα, Dokumente vorlegen, um vor Gericht den Beweis zu führen, Dem. 52, 10; so auch ἐμφανῶν κατάστασις, 53, 14; Is. 6, 31; vgl. παρέχειν, Dem. 56, 38 fl., u. ἀποδοῦναι τὰ ἐμφανῆ κτήματα, Xen. Hell. 5, 2, 10. – Subst., τὸ ἐμφανές, z. B. εἰς τοὐμφανὲς ἰέναι, ans Licht kommen, Xen. Hem. 4, 3, 13. – Bei Plat. Tim. 46 a = abspiegelnd. – Adv. ἐμφανῶς, Tragg. u. in Prosa; auch steht adv. ἐκ τοῦ ἐμφανέος, Her. 5, 37. 7, 205 u. öfter; μάχην συνάπτειν Xen. Cyr. 1, 6, 41, wie ἐν τῷ ἐμφανεῖ Thuc. 2, 21; Xen. An. 2, 5, 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφᾰνής: -ές, (ἐμφαίνω) ὁ ἐν ἑαυτῷ δεικνύων, ἀντανακλῶν, περὶ στιλπνῶν καὶ λείων πραγμάτων, καὶ πάντα ὅσα ἐμφανῆ καὶ λεῖα Πλάτ. Τίμ. 46Α. ΙΙ. ὁρατὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, φανερός, α) ἐπὶ προσώπων, Τραγ., κλ., ἰδίως ὡς τὸ ἐναργής, ἐπὶ θεῶν ἐμφανιζομένων σωματικῶς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, Σοφ. Ο. Τ. 909, Εὐρ. Βάκχ. 22, Ἀριστοφ. Σφ. 733, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 141Α˙ οὕτως, ὄψις ἐμφ. ἐνυπνίων Αἰσχύλ. Πέρσ. 518, πρβλ. Χο. 667˙ ἐμφανῆ τινα ὁρᾶν, ἰδεῖν, ὁρᾶν ἢ ἰδεῖν σωματικῶς, Σοφ. Αἴ. 538. Ἀριστοφ. Θεσμ. 682, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1454˙ πῶς ἂν ὑμῖν ἐμφανὴς ἔργῳ γενοίμην; πῶς νὰ ἠδυνάμην νὰ δείξω ὑμῖν ἐμφανῶς δι’ ἔργων, ὁ αὐτ. Φιλ. 531˙ ἐμφανὴς τιμαῖσιν = ἐμφανῶς τιμώμενος ὁ αὐτ. Ο. Τ. 909: - ὡς δικανικὸς ὅρος, ἐμφανῆ παρέχειν τινά, προσάγειν τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον, παρουσιάζειν, Ἀντιφῶν 133. 34, πρβλ. Δημ. 1294. 15˙ οὕτως, ἐμφανῆ καταστῆσαι τὰ χρήματα ἢ τὸν κεκομισμένον ὁ αὐτ. 1239. 5˙ ἐμφανῶν κατάστασις, πρβλ. Λατ. exhibitio, actio ad exhibendum, Ἰσαῖος 59. 22, Δημ. 1251. 3, Ἀριστ. Πολιτ. Ἀθηναίων σ. 83. 3 (ἔκδ. Blass). β) ἐπὶ πραγμάτων, οὐ γάρ ἐστι τἀμφανῆ κρύπτειν Σοφ. Ο. Κ. 755˙ ἐμφ. τεκμήρια, φανεραὶ ἀποδείξεις, ὁ αὐτ. Ἠλ. 1109˙ ἄλγος ἐμφ. Πινδ. Ἀποσπ. 229˙ κλαυθμὸς Ἡρόδ. 1. 111, κτλ.˙ τὰ ἐμφ. κτήματα, τὰ φανερά, τὰ γνωστά, Ξεν. Ἑλλην. 5. 2, 10. 2) μῖξιν δὲ τούτων τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἐμφανέα, ἐν τῷ φανερῷ, in propatulo, Ἡρόδ. 1. 203., 3. 101˙ τὸ ἐμφανές, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μέλλον, Θουκ. 3. 42˙ εἰς τοὐμφανὲς ἰόντες, ἐρχόμενοι εἰς τὸ φανερόν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 13, πρβλ. Ἀγησ. 9. 1. 3) φανερός, κατάδηλος, τυραννὶς Ἀριστοφ. Σφ. 417˙ βία Θουκ. 4. 86˙ ἐμφ. λόγος, σαφής, Αἰσχίν. Εὐμ. 420˙ ἐν ἐμφανεῖ λόγῳ, παρρησίᾳ, φανερά, Θουκ. 7. 48˙ τὴν ἐμφ. ποιεῖν διὰ τῆς φωνῆς Πλάτ. Θεαίτ. 206D· ἐμφανές ἐστιν ὅτι... Ξεν. Ἱέρ. 9, 10. 4) κατάδηλος, γνωστός, τὰ ἐμφανῆ Ἡρόδ. 2. 33˙ ἐμφανῆ γὰρ ἦν Σοφ. Ἀντ. 448˙ ἐπιφανής, ἀνὴρ ἐμφανὴς Αἰγύπτιος Διόδ. 1. 68. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -νῶς, Ἰων. -νέως, φανερῶς, Λατ. palam, Ἡρόδ. 1. 140, Αἰσχύλ. Ἀγ. 626, κτλ.˙ Ἀλκμαιωνίδαι δὲ ἐμφανέως ἐλευθέρωσαν, ἐνδήλως, ἀναμφιβόλως, Ἡρόδ. 6. 123˙ ἐμφανῶς ἠμύνατο, φανερῶς, δηλ. οὐχὶ ἐν κρυπτῷ ἢ δι’ ἀπάτης, Σοφ. Τρ. 278˙ οὐ λόγοις, ἀλλ’ ἐμφανῶς, ἀλλὰ πραγματικῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 661˙ ἐμφ. ἤδη λέγειν ὁ αὐτ. Ἀχ. 312˙ συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Φίληβ. 31Ε. 2) οὕτω κατ’ οὐδέτερον ἐπίθ., ἐξ ἐμφανέος ἢ ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς Ἡρόδ. 3. 150., 4. 120 κ. ἀλλ.˙ ἐν τῷ ἐμφανεῖ Θουκ. 2. 21, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui se montre aux regards, qui se rend visible ; en parl. de choses visible, manifeste : ἐμφανῆ τεκμήρια SOPH preuves visibles, pièces à conviction ; οὐ γὰρ ἔστι τἀμφανῆ κρύπτειν SOPH car il n’est pas possible de cacher ce qui est visible pour tous ; ποιεῖν τὸ ἐμφανές HDT faire qch au grand jour, en public;
2 qui se fait sous les yeux de tous, en public ; ἐμφανές ἐστι ὅτι XÉN il est visible que ; τὸ ἐμφανές le grand jour ; εἰς τοὐμφανὲς ἰέναι XÉN aller au grand jour ; ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς XÉN, ἐκ τοῦ ἐμφανέος (ion.) HDT, ἐν τῷ ἐμφανεῖ THC au grand jour, publiquement;
3 évident, non dissimulé : βία ἐμφανής THC violence manifeste, force ouverte ; ἐμφανὴς λόγος THC parole non déguisée, déclaration nette;
4 connu de tous.
Étymologie: ἐν, φαίνω.