δίφρος: Difference between revisions
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> partie du char qui portait le conducteur ([[ἡνίοχος]]) et le combattant ([[παραιβάτης]]) ; le char lui-même, <i>d’ord.</i> char de guerre, <i>qqf</i> char de voyage;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> siège, chaise curule <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' p. *δίφορος, de [[δίς]], [[φέρω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> partie du char qui portait le conducteur ([[ἡνίοχος]]) et le combattant ([[παραιβάτης]]) ; le char lui-même, <i>d’ord.</i> char de guerre, <i>qqf</i> char de voyage;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> siège, chaise curule <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' p. *δίφορος, de [[δίς]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=(1) [[chariot]]-[[box]], [[chariot]]; [[usually]] [[war]]-[[chariot]], [[but]] [[for]] travelling, Od. 3.324. (See [[cut]] No. 10).—(2) [[stool]], [[low]] [[seat]] [[without]] [[back]] or [[arms]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:26, 15 August 2017
English (LSJ)
ὁ, heterocl. pl. δίφρα, τά, Call.Dian.135, Nonn.D.27.238: (perh. for διφόρος):—
A chariot-board, on which two could stand, the driver (ἡνίοχος) and the combatant (παραιβάτης), Il.5.160, 11.748, Hes.Sc.61: metaph., ἕστηκεν ἐν τῷ δ. τῆς πόλεως Pl.R.566d. 2 chariot, Il.10.305, al., Pi.P.2.10, al., Arr.Tact.19.3, etc.; ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ Il.23.335; μεταμείβοντος δίφρον ἐκ δίφρου Jul.Or.3.122b; of the Sun's chariot, E.Ph.2, Call.Dian.111; Μοισᾶν δ. Pi.O.9.81; travelling-car, Od.3.324; litter, δ. κατάστεγος D.C.60.2. II seat, couch, stool, Il.3.424, 6.354, Od.19.97, Ar.Eq.1164, Pl.R.328c, etc.; δ. Θετταλικός Eup.58; = Lat. sella curulis, Plb.6.53.9, etc.; judge's seat of office, LXX 1 Ki.1.9, al.; royal throne, OGI199.38 (i A. D.); night-stool, Aristid.Or.49(25).19.
German (Pape)
[Seite 645] ὁ (wohl entst. aus διφόρος, Zwei tragend), der Wagensitz, auf welchem der Wagenlenker, ἡνίοχος, u. der Kämpfer, παραβάτης, saßen od. standen, ἑσταότ' ἐν δίφρῳ Hes. Sc. 61; ἂν δ' ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε Iliad. 23, 132; υἷας Πριάμοιο δύω λάβε, εἰν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντας Il. 5, 160; der obere Theil des Wagens u. der Wagen übh.; in der Il. Streitwagen, Od. 3, 324 ein Reisewagen; δώσω γὰρ δίφρον τε δύω τ' ἐριαύχενας ἵππους Il. 10, 305; er heißt εὐεργής, 5, 585; εὔξεστος, 16, 402; ἐύξοος, Od. 4, 590; ξεστός, Iliad. 24, 322 σπερχόμενος δ' ὁ γέρων ξεστοῦ ἐπεβήσετο δίφρου, var. lect. γεραιὸς ἑοῦ, s. Scholl.; κολλητός, Iliad. 19, 395; ἐύπλεκτος u. ἐυπλεκής, 23, 335. 436; ποικίλος, 10, 501; ἱερός, 17, 464, s. s. v. Ἱερός; der Wagensitz war rund, an der hinteren Seite zum Einsteigen offen u. hing in Riemen, 5, 727; ἁρμάτειος δίφρος Xen. Cyr. 6, 4, 9, ἁρματόεις Critia. Ath. I, 28 c; Tragg. u. in Prosa oft = der Wagen selbst; ξυνωρὶς χωρὶς δίφρου Plat. Critia. 119 b. – Uebh. = der Sitz, Sessel, Stuhl, Il. 3, 424. 6, 354 Odyss. 4, 717. 17, 330; δίφρον ἀεικέλιον Odyss. 20, 259, περικαλλέα δίφρον 387; Theocr. 15, 2; ἔκειντο δίφροι Plat. Rep. I, 328 c, u. bes. Sp.; ἡγεμονικός, u. auch allein, für sella curulis, Plut., Pol. u. A.; ἀργυρόπους Dem. 24, 129. – Auch = der Nachtstuhl, Aristid. – Vgl. ὀκλαδίας.
Greek (Liddell-Scott)
δίφρος: ὁ, Καλλ. εἰς Ἀρ. 135 μεθ’ ἑτερογεν. πληθ. δίφρα, τά, (κατὰ συγκοπ. ἐκ τοῦ δίφορος)· ― τοῦ ἅρματος ὁ τόπος, ἐφ’ οὗ ἦσαν ὁ ὁδηγῶν (ἡνίοχος) καὶ ὁ πολεμιστὴς (παραιβάτης), ἴδε Ἰλ. Ε. 160, Λ. 748, Ἡσ. Ἀσπ. 61· μεταφ., ἕστηκεν ἐν τῷ δίφρῳ τῆς πόλεως Πλάτ. Πολ. 566D. 2) αὐτὸ τὸ πολεμικὸν ἅρμα, Ἰλ. Κ. 305, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἀσπ. 61· Πίνδ., κλπ.· ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ Ἰλ. Ψ. 335· ― ἐν Ὀδ. Γ. 328, ὁδοιπορικὸν ἅρμα· βραδύτερον φορεῖον, κράββατος, Δίων Κ. 60. 2. ΙΙ. ἕδρα οὔτε τῶν νώτων οὔτε τῶν χειρῶν ἔχουσα ἔρεισμα, «σκαμνί», εὐτελεστέρα τοῦ κλισμοῦ καὶ τοῦ θρόνου, Ἰλ. Γ. 424, Ζ. 354, καὶ συχνάκις ἐν τῇ Ὀδ.· οὕτως Ἀριστοφ. Ἱππ. 1164, Πλάτ., κτλ., δίφρος Θετταλικός Εὔπολ. Αὐτολ. 6, πρβλ. ὀκλαδίας καὶ περίακτος. ― Πολύβ. 6. 53, 9, κτλ., τὸ παρὰ Ρωμαίοις sella curulis· ― 2) = λάσανον, σκωραμίς, «καθίκι», Ἀριστείδ. 1. 314.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 partie du char qui portait le conducteur (ἡνίοχος) et le combattant (παραιβάτης) ; le char lui-même, d’ord. char de guerre, qqf char de voyage;
2 p. ext. siège, chaise curule à Rome.
Étymologie: p. *δίφορος, de δίς, φέρω.
English (Autenrieth)
(1) chariot-box, chariot; usually war-chariot, but for travelling, Od. 3.324. (See cut No. 10).—(2) stool, low seat without back or arms.