ἐκβαίνω: Difference between revisions
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἐκβήσομαι, <i>ao.</i> ἐξέβην, <i>pf.</i> ἐκβέβηκα;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> sortir : [[ἐκ]] [[νεώς]] THC d’un vaisseau ; <i>abs.</i> débarquer ; ἐκβ. ἀπήνης ESCHL descendre d’un char ; <i>particul.</i> sortir d’un lieu profond (fossé, ravin, <i>etc.</i>) pour remonter ; s’avancer en montant : πρὸς τὰ ὄρη, ἐπὶ λόφον, ἐπὸ τοὺς [[ἄνω]] πολεμίους XÉN vers les montagnes, sur la colline, vers l’ennemi posté sur les hauteurs ; <i>fig.</i> sortir de son sujet, faire une digression : [[ἐπάνειμι]] [[ἔνθεν]] ἐξέβην XÉN je reviens au point d’où je me suis écarté;<br /><b>2</b> partir d’un point pour aboutir à : [[ἐκ]] παίδων [[εἰς]] τὸ μειρακιοῦσθαι XÉN de l’enfance arriver à la jeunesse ; en venir à : [[εἰς]] τοῦτ’ ἐκβέβηκ’ ἀλγηδόνος EUR j’en suis venu à ce point de souffrance ; <i>en gén.</i> arriver, devenir : τοιοῦτον ἐκβέβηκεν SOPH voilà ce qui est arrivé ; [[κάκιστος]] [[ἀνδρῶν]] ἐκβέβηκε EUR il est devenu le plus funeste des hommes;<br /><b>3</b> dépasser, franchir, acc.;<br /><b>II.</b> <i>tr. (ao.</i> ἐξέβησα) faire sortir, <i>particul.</i> faire débarquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[βαίνω]]. | |btext=<i>f.</i> ἐκβήσομαι, <i>ao.</i> ἐξέβην, <i>pf.</i> ἐκβέβηκα;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> sortir : [[ἐκ]] [[νεώς]] THC d’un vaisseau ; <i>abs.</i> débarquer ; ἐκβ. ἀπήνης ESCHL descendre d’un char ; <i>particul.</i> sortir d’un lieu profond (fossé, ravin, <i>etc.</i>) pour remonter ; s’avancer en montant : πρὸς τὰ ὄρη, ἐπὶ λόφον, ἐπὸ τοὺς [[ἄνω]] πολεμίους XÉN vers les montagnes, sur la colline, vers l’ennemi posté sur les hauteurs ; <i>fig.</i> sortir de son sujet, faire une digression : [[ἐπάνειμι]] [[ἔνθεν]] ἐξέβην XÉN je reviens au point d’où je me suis écarté;<br /><b>2</b> partir d’un point pour aboutir à : [[ἐκ]] παίδων [[εἰς]] τὸ μειρακιοῦσθαι XÉN de l’enfance arriver à la jeunesse ; en venir à : [[εἰς]] τοῦτ’ ἐκβέβηκ’ ἀλγηδόνος EUR j’en suis venu à ce point de souffrance ; <i>en gén.</i> arriver, devenir : τοιοῦτον ἐκβέβηκεν SOPH voilà ce qui est arrivé ; [[κάκιστος]] [[ἀνδρῶν]] ἐκβέβηκε EUR il est devenu le plus funeste des hommes;<br /><b>3</b> dépasser, franchir, acc.;<br /><b>II.</b> <i>tr. (ao.</i> ἐξέβησα) faire sortir, <i>particul.</i> faire débarquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[βαίνω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=aor. 1 [[part]]. ἐκβήσαντες, aor. 2 imp. ἔκβητε: go [[out]], esp. go [[ashore]], [[disembark]]; aor. 1 trans., ‘putting [[you]] [[ashore]],’ Od. 24.301. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:26, 15 August 2017
English (LSJ)
fut. -βήσομαι : aor. ἐξέβην : pf. ἐκβέβηκα :—
A step out of or off from, c. gen., πέτρης ἐκβαίνοντα Il.4.107 ; ἔκβαιν' ἀπήνης A.Ag. 906 ; ἐ. ἐκ τῆς νεώς Th.1.137 (so in tmesi, ἐκ δὲ Χρυσηΐς νηὸς βῆ Il.1.439) : abs., step out of a ship or chariot, disembark, dismount, ἐκ δ' ἔβαν αὐτοί 3.113, cf. 1.437, Hdt.4.196, etc. ; step out of the sea, Od. 5.415,7.278 ; debouch from a defile, X.An.4.2.3 ; καταστρατοπεδεύσασθαι ἐπὶ λόφον ἐκβάντες ib.6.3.20 : rarely exc. of persons, but βοὴ ..ἐξέβη νάπους S.Aj.892. 2 go out of, depart from, ψυχὴ ἐ. ἐκ τοῦ σώματος Pl.Phd.77d ; ἐκ τοῦ πολέμου Plb.3.40.7 : c. gen., ἐ. τύχης E.IT907 ; ἐ. τῆς ἑαυτοῦ ἰδέας Pl.R.380d ; τῆς λεκτικῆς ἁρμονίας Arist.Po.1449a27 ; τι τῆς εἰωθυίας διαίτης Pl.R.406b ; ἔνθεν ἐ. Id.Ti.44e ; withdraw from, ἐκ τῆς νομοθεσίας Id.Lg.744a ; μισθώσεως, γεωργίας, BGU1120.52 (i B.C.), PTeb.309.14 (ii A.D.). 3 c. acc., leave, τὴν πλατεῖαν Herod.6.53, cf. Phld.D.3.11 : but, b usu. with the sense, outstep, overstep, γαίας ὅρια E.HF82 ; τὴν ἡλικίαν τοῦ γεννᾶν Pl.R.461b ; τριάκοντα ἔτη ib.537d ; τὸν ὅρκον v.l. in Id.Smp. 183b ; τὸ μέσον Arist.Pol.1296a26. 4 in Poets, the instrument of motion is added in acc., ἐκβὰς..ἁρμάτων πόδα E.Heracl.802. 5 to be produced, of crops, οἱ ἐκβησόμενοι καρποί PLips.23.20 (iv A.D.), etc. 6 project, of ground, PTeb.84.91 (ii B.C.). II metaph., 1 come out, turn out, Hdt.7.209 ; τῇ περ ὥρων ἐκβησόμενα πρήγματα ταῦτα ibid. ; τὰ μέλλοντά σφι ἐκβαίνειν ib.221, cf. Th.7.14, etc. ; of a total obtained by measurement, PAmh.2.31 (ii B.C.). 2 to be fulfilled, of prophecies, etc., D.19.28 ; also τοιοῦτον ἐκβέβηκεν S.Tr.672 ; κάκιστος ἐ. to prove a villain, E.Med.229 ; κατὰ νοῦν ἐ. τινί Pl.Mx.247d ; ἄν τι μὴ κατὰ γνώμην ἐκβῇ D.1.16 ; τὸ ἐκβάν, τὰ ἐκβαίνοντα, the issue, event, D.1.11, Plb.2.27.5. 3 go out of due bounds, ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος E.Med.56 ; ποῖποτ' ἐξέβης λόγῳ ; S.Ph.896 ; ἐξέβην γὰρ ἄλλοσε I wandered elsewhere in thought, E. IT781 ; in writing, digress, ἐπάνειμι ἔνθεν ἐξέβην X.HG6.5.1, cf. 7.4.1, D.18.211, Pl.Lg.864c. 4 project, extend beyond a limit, POxy. 918 xi 20 (ii A.D.) : metaph., transcend, ἐ. ὑπὲρ τὸ μέγα ὂν καὶ ὑπὲρ τὸ μικρόν Porph.Sent.34. 5 lapse, πρὶν ἐκβῆναί τινι τὴν στρατηγίαν App.Syr.23. 6 ἐκβαίνοντος μηνός, = φθίνοντος μ., IG14.105 (Syracus.). B causal, in aor. I -έβησα :—cause to go out, esp. put ashore, land from a ship, ἐκ δ' ἑκατόμβην βῆσαν Il.1.438 ; οἱ δ' ἐκβήσαντές [σε] ἔβησαν (where ἔβησαν is aor. 2) Od.24.301 ; ἐς γαῖαν ἐξέβησέ [με] E. Hel.1616.
German (Pape)
[Seite 753] (s. βαίνω), 1) herausgehen, – a) aussteigen, bes. aus dem Schiffe ans Land steigen, ἐκ νηὸς βῆ Il. 1, 439, wie ἐκ τῆς νεὼς ἐκβ. Thuc. 1, 137; gew. ohne Zusatz, ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βαῖνον ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης Il. 1, 437; δησάμενοι ἐρετμὰ ἔκβητε Od. 8, 38; Thuc. 7, 40 u. A.; herabsteigen, πέτρης Il. 4, 107, wie 3, 113, ἐκ δ' ἔβαν αὐτοί, sie stiegen vom Wagen; ἔκβαιν' ἀπήνης Aesch. Ag. 880. 1009. – b) übh. herausgehen, verlassen; ψυχὴν ἐκβαίνουσαν ἐκ τοῦ σώματος Plat. Phaed. 77 d; ὅθεν, ἔνθεν ἐκβ., 113 e Tim. 44 e; νάπος, aus dem Thale, Add. 2 (IX, 300); ἐκβαίνειν πρὸς τὸ ὄρος, aus dem Thale heraus aufwärts steigen, Xen. An. 4, 2, 3. 25; ἄλλοσε, Eur. I. T. 781; ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος Med. 56, soweit bin ich gekommen; – τίνος βοὴ πάραυλος ἐξέβη νάπ ους, tönte heraus aus, Soph. Ai. 876. – c) darüber hinausgehen, überschreiten; τύχης Eur. I. T. 907; τῆς εἰωθυίας διαίτης Plat. Rep. III, 406 b; τῆς ἑαυτοῦ ἰδέας, aus seiner Eigenthümlichkeit heraustreten, II, 380 d; von der Zeit, dem Alter, τὰ τριάκοντα ἔτη, über die dreißig hinauskommen, VII, 537 e; τοῦ γεννᾶν τὴν ἡλικίαν V, 461 b; auch wie unser übertreten, verletzen, τὰ νομοθετηθέντα Polit. 295 d; τὸν ὅρκον Conv. 183 b; vgl. γαίας ὅρια Eur. Herc. fur. 82. Aber οὕτω τάχ' ἂν ἴσως ἐκ τῆς νομοθεσίας ἐκβαίνοι, er kommt davon, kommt damit zu Stande, Plat. Legg. V, 744 a. – d) von der Rede ausgehen, abschweifen; ἔνθεν ἐπὶ ταῦτα ἐξέβην, ἐπάνειμι, Xen. Hell. 7, 4, 1 Plat. Legg. IX, 864 c u. Redner; vgl. Soph. ποῖ ποτ' ἐξέβης λόγῳ Phil. 884. – e) ausgehen, ausfallen; τοιοῦτονἐκβέβηκεν Soph. Tr. 669; Her. 7, 709. 8, 60 u. öfter; ποικίλα γέ σοι ἐκβαίνει τὰ ὀνόματα Plat. Crat. 417 e; κατὰ νοῦν Menex. 247 d; ἄν τι μὴ κατὰ γνώμην ἐκβῇ, wider Erwarten, Dem. 1, 16; in Erfüllung gehen, ἐκβέβηκε ὅσα ἀπήγγειλε 19, 28; ἐξέβη τὸ ἐνύπνιον Alexis B. A. 96; κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ' οὑμὸς πόσις Eur. Med. 229, er ist erfunden worden; vgl. Plat. Rep. III, 413 e; καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός, σοφός, Men. monost. 274. 475. Auch = zu Ende gehen, App. Syr. 23. – 2) im aor. I. transit., herausgehen lassen, aussetzen; aus dem Schiffe, Il. 1, 438 Od. 24, 301; ἐς δὲ γαῖαν ἐξέβησέ σοι τάδ' ἀγγελοῦντα Eur. Hel. 1616, der auch ἐκβὰς πόδα = »den Fuß heraussetzen« sagt, Heracl. 805.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβαίνω: μέλλ. -βήσομαι: ἀόρ. ἐξέβην: - ἐξέρχομαι, «βγαίνω», μετὰ γεν. πέτρης ἐκβαίνοντα Ἰλ. Δ. 107· ἔκβαιν’ ἀπήνης Αἰσχύλ. Ἀγ. 906· ἐκβ. ἐκ νεὼς Θουκ. 1. 137 (οὕτως ἐν τμήσει, ἐκ δὲ Χρυσηΐς νηὸς βῆ Ἰλ. Α. 439): - ἀπολ., ἀποβιβάζομαι ἐκ πλοίου ἢ καταβαίνω ἐξ ἅρματος, «πεζεύω», ἐκ δ’ ἔβαν αὐτοὶ Γ. 113, πρβλ. 1. 437, Ἡρόδ. 4. 196, κτλ.· ἐξέρχομαι ἐκ τῆς θαλάσσης, μή πώς μ’ ἐκβαίνοντα βάλῃ λιθάκι ποτὶ πέτρῃ κῦμα μέγ’ ἁρπάξαν Ὀδ. Ε. 415., Η. 278· καὶ παρ’ Ἱστορικοῖς, ἐξέρχομαι ἐκ χαράδρας, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3· ἀναβαίνω πρὸς τὰ ἄνω, κατεστρατοπεδεύσαντο ἐπὶ λόφον ἐκβάντες αὐτόθι 6. 3, 20· κυρίως ἐπὶ ἀνθρώπων, σπανίως δὲ καὶ ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, βοὴ.... ἐξέβη Σοφ. Αἴ. 892. 2) ἐξέρχομαι, ἀπέρχομαι, Λατ. egredi, ἐκβαίνουσαν τὴν ψυχὴν ἐκ τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδων 77D· ἐκ τῆς νομοθεσίας ὁ αὐτ. Νόμ. 744Α· ἐκ τοῦ πολέμου Πολύβ.: - μετὰ γεν., μὴ ἐκβάντας τύχης Εὐρ. Ι. Τ. 907· ἐκβ. τῆς ἑαυτοῦ ἰδέας Πλάτ. Πολ. 380D· ἔνθεν ἐκβ. ὁ αὐτ. Τίμ. 44Ε. 3) μετ’ αἰτ., ἐξέρχομαι, ὑπερβαίνω, παραβαίνω, γαίας ὅρια Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 82· τὴν ἡλικίαν τοῦ γεννᾶν Πλάτ. Πολ. 461Β, πρβλ. 537D· τὸν ὅρκον ὁ αὐτ. Συμπ. 183Β· τὸ μέσον Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 16. 4) παρὰ ποιηταῖς τὸ ὄργανον τῆς κινήσεως προστίθεται κατ’ αἰτιατ., ἐκβὰς.... ἁρμάτων πόδα Εὐρ. Ἡρακλ. 802· πρβλ. βαίνω ΙΙ. 4. ΙΙ. μεταφ., 1) ἀποβαίνω, Λατ. evadere, Ἡρόδ. 7. 209, 221, Θουκ., κτλ.: - ἐκπληροῦμαι, ἐπὶ προφητειῶν, κτλ. Δημ. 349. 17· - ὡσαύτως, τοιοῦτον ἐκβέβηκεν Σοφ. Τρ. 672· κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ’ οὑμὸς πόσις, ἀπεδείχθη κάκιστος κτλ., Εὐρ. Μήδ. 229· κατὰ νοῦν ἐκβ. τινὶ Πλάτ. Μενέξ. 247D· πρβλ. Δημ. 14. 3: - τὰ ἐκβησόμενα, τὰ μέλλοντα ἐκβαίνειν, Ἡρόδ. 7. 209, 221, κτλ.· τὸ ἐκβάν, τὰ ἐκβαίνοντα Δημ. 12. 6. κτλ. 2) ἐξέρχομαι τοῦ προσήκοντος μέτρου, ὑπερβαίνω τὸ ὅριον, ἐς τοῦτ’ ἐκβέβηκ’ ἀλγηδόνος Εὐρ. Μήδ. 56· ποῖ ποτ’ ἐξέβης λόγῳ; Σοφ. Φ. 896· ἐξέβην γὰρ ἄλλοσε, ἐπλανήθην ἀλλαχοῦ κατὰ διάνοιαν, Εὐρ. Ι. Τ. 781· ἐπὶ συγγραφῆς, κάμνω παρέκβασιν, ἐπάνειμι ἔνθεν ἐξέβην Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 1, πρβλ. 7. 4, 1, Δημ. 298. 12. 3) λήγω, λαμβάνω τέλος, πρὶν ἐκβῆναι τῷ ἀδελφῷ τὴν στρατηγίαν Ἀππ. Στρ. 23. Β. Μεταβατ. ἐν τῷ α΄ ἀορ. -έβησα, ἐκβιβάζω, ἀποβιβάζω ἐκ πλοίου, ἐκ δ’ ἑκατόμβην βῆσαν Ἰλ. Α. 438· οἱ δ’ ἐκβήσαντες (σε δηλ.) ἔβησαν (ἔνθα τὸ ἔβησαν εἶναι ἀόρ. β΄), ἀποβιβάσαντές σε ἐκ τοῦ πλοίου ἀπῆλθον, Ὀδ. Ω. 301· ἐς γαῖαν ἐξέβησε αὐτὸν Εὐρ. Ἑλ. 1616.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκβήσομαι, ao. ἐξέβην, pf. ἐκβέβηκα;
I. intr. 1 sortir : ἐκ νεώς THC d’un vaisseau ; abs. débarquer ; ἐκβ. ἀπήνης ESCHL descendre d’un char ; particul. sortir d’un lieu profond (fossé, ravin, etc.) pour remonter ; s’avancer en montant : πρὸς τὰ ὄρη, ἐπὶ λόφον, ἐπὸ τοὺς ἄνω πολεμίους XÉN vers les montagnes, sur la colline, vers l’ennemi posté sur les hauteurs ; fig. sortir de son sujet, faire une digression : ἐπάνειμι ἔνθεν ἐξέβην XÉN je reviens au point d’où je me suis écarté;
2 partir d’un point pour aboutir à : ἐκ παίδων εἰς τὸ μειρακιοῦσθαι XÉN de l’enfance arriver à la jeunesse ; en venir à : εἰς τοῦτ’ ἐκβέβηκ’ ἀλγηδόνος EUR j’en suis venu à ce point de souffrance ; en gén. arriver, devenir : τοιοῦτον ἐκβέβηκεν SOPH voilà ce qui est arrivé ; κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηκε EUR il est devenu le plus funeste des hommes;
3 dépasser, franchir, acc.;
II. tr. (ao. ἐξέβησα) faire sortir, particul. faire débarquer.
Étymologie: ἐκ, βαίνω.
English (Autenrieth)
aor. 1 part. ἐκβήσαντες, aor. 2 imp. ἔκβητε: go out, esp. go ashore, disembark; aor. 1 trans., ‘putting you ashore,’ Od. 24.301.