ἐξάπτω: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span><i>impf.</i> ἐξῆπτον, <i>f.</i> ἐξάψω, <i>ao.</i> ἐξῆψα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐξήφθην, <i>pf.</i> ἔξημμαι;<br /><b>1</b> attacher d’un point à un autre : [[πεῖσμα]] νεὸς κίονος OD attacher à une colonne le câble d’un navire ; [[ἐκ]] νηοῦ [[σχοινίον]] [[ἐς]] [[τεῖχος]] HDT attacher un câble du temple au mur ; τὴν πόλιν [[τοῦ]] Πειραιῶς PLUT rattacher la ville au Pirée ; τῆς τύχης τὰ πραττόμενα PLUT faire dépendre de la fortune les actions;<br /><b>2</b> se suspendre à.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἅπτω]]¹.<br /><span class="bld">2</span><i>impf.</i> ἐξῆπτον, <i>ao.</i> ἐξῆψα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐξήφθην, <i>pf.</i> ἔξημμαι;<br />enflammer, allumer ; <i>fig.</i> ἐξάπτειν πόλεμον ÉL allumer une guerre ; [[εἰς]] ὀργήν τινα ἐξάπτειν ÉL enflammer la colère de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἅπτω]]². | |btext=<span class="bld">1</span><i>impf.</i> ἐξῆπτον, <i>f.</i> ἐξάψω, <i>ao.</i> ἐξῆψα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐξήφθην, <i>pf.</i> ἔξημμαι;<br /><b>1</b> attacher d’un point à un autre : [[πεῖσμα]] νεὸς κίονος OD attacher à une colonne le câble d’un navire ; [[ἐκ]] νηοῦ [[σχοινίον]] [[ἐς]] [[τεῖχος]] HDT attacher un câble du temple au mur ; τὴν πόλιν [[τοῦ]] Πειραιῶς PLUT rattacher la ville au Pirée ; τῆς τύχης τὰ πραττόμενα PLUT faire dépendre de la fortune les actions;<br /><b>2</b> se suspendre à.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἅπτω]]¹.<br /><span class="bld">2</span><i>impf.</i> ἐξῆπτον, <i>ao.</i> ἐξῆψα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐξήφθην, <i>pf.</i> ἔξημμαι;<br />enflammer, allumer ; <i>fig.</i> ἐξάπτειν πόλεμον ÉL allumer une guerre ; [[εἰς]] ὀργήν τινα ἐξάπτειν ÉL enflammer la colère de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἅπτω]]². | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ipf. ἐξῆπτον, aor. [[part]]. ἐξάψᾶς: [[attach]] to, τινός τί, [[mid]]., [[hang]] [[hold]] of, [[swing]] [[from]], Il. 8.20. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:28, 15 August 2017
English (LSJ)
A fasten from or (as we say) to, πεῖσμα νεὸς . . κίονος ἐξάψας μεγάλης having fastened it to a pillar, Od.22.466, cf. Il.24.51; ἐ. τι χροός E. Tr.1220; τὴν πόλιν τοῦ Πειραιῶς Plu.Them.19; ἐ. τι ἔκ τινος Hdt.4.64; ἀπό τινος X.Cyn.10.7; also ἐ. ἐκ τοῦ νηοῦ σχοινίον ἐς τὸ τεῖχος Hdt.1.26; ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλῴδιον Ar.V.379:— Pass., περὶ τὴν κεφαλὴν ἐξῆμμαι πηνίκην τινά I have a wig fastened on my head, Id.Fr.898 (s.v.l.). 2 metaph., ἐ. στόματος λιτάς let prayers fall from one's mouth, E.Or.383; τῆς τύχης ἐ. τὰ πραττόμενα consider actions as dependent upon chance, Plu.Sull.6; ἐ. τὴν διαδοχὴν τῶν ἀξίων λόγου continue the narrative, D.L.8.50; ἐξαμμένος ἐκ σώματος dependent on it, Ti.Locr.102e. 3 ἐ. τινί τι place upon, ἱκετηρίαν γόνασιν E.IA1216; κόσμον νεκρῷ Id.Tr.1208; ἐ. βρόχον ἀμφὶ δειρήν Id.Ion1065 (lyr.). II Med., hang by, cling to, πάντες ἐξάπτεσθε all hang on, Il.8.20; ἐ. τῆς οὐραγίας, τῆς πορείας, hang on the enemy's rear, on his line of march, Plb.4.11.6,3.51.2; τῶν πολεμίων, τῆς μάχης, D.S.11.17,13.10; τῶν Ἑλληνικῶν ἐ. attend to .., Plu. Them. 31; τοῦ πολέμου D.H.6.25; cling to an authority, Plu.2.1111f. 2 hang a thing to oneself, carry it suspended about one, wear, κώδωνας D.25.90; πέπλους χροός E.Hel.1186; σφραγίδια Ar.Th.428; also ἐ. ναῦς fasten them to one's own ship, take in tow, D.S.14.74; ἐ. τοὺς ἐραστάς have them hanging about one, Philostr.VA8.7.6, cf. Luc.Am.11. B Act. also, set fire to, [ὕλαν] Ti.Locr.97e, cf. Thphr.HP9.8.6, App.Hisp.5. II kindle, inflame, πόλεμον Ael.NA12.35; πυρετόν Gal.6.240; of love, Chor. in Rh.Mus.49.495; νόσημα aggravate, Id. in Hermes17.234:—Pass., πῦρ ἐ. ἐκ λίθων Arist.PA655a15; ὑπὸ φιλοσοφίας ὥσπερ πυρός to be inflamed by... Pl.Ep.340b; αὖθις οὐκ -ονται they are not rekindled (like Heraclitus' sun), Id.R.498b; ὑπ' ὀργῆς ἐξαφθέντες D.H.5.38; πόλεμος ἐξήφθη Str.9.3.8; ψυχαὶ -ονται are turned to flame, M.Ant.4.21.
German (Pape)
[Seite 871] 1) anknüpfen, anhängen; ἱμάντας Il. 22, 397; πεῖσμα κίονος ἐξάπτειν, das Seil so an die Säule binden, daß es von dieser herunterhängt, Od. 22, 466; vgl. Il. 24, 51; διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλῴδιον Ar. Vesp. 379; ἐκ νηοῦ σχοινίον ἐς τεῖχος Her. 1, 26; 4, 64; ἐξαμμέναι ἐκ σώματος Tim. Locr. 102 e, daran geknüpft, davon abhängig sein; vgl. τὴν ἀπόῤῥησιν ἐξάπτουσι δεισιδαιμονίας Plut. qu. Rom. 61; τῆς τύχης τὰ πραττόμενα, davon abhängig machen, Sull. 6; – ἀπό τινος, Xen. Cyn. 10, 7; τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῦ Πειραιῶς, verband er damit, Plut. Them. 19; übertr., στόματος ἐξάπτων λιτάς Eur. Or. 382, womit ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν ἐξάπτω σέθεν I. A. 1216 zu vergleichen. – 2) anlegen, umhüllen; μηδ' ἀμφὶ κείναις μέλανας ἐξάψῃς πέπλους Eur. I. A. 1449; δεσμὰ χεροῖν Herc. Fur. 1342; κόσμον νεκρῷ Tr. 1208. – Med., sich woran hängen, πάντες ἐξάπτεσθε, hängt euch alle daran, Il. 8, 20; häufiger = sich an-, umhängen, τί πέπλους μέλανας ἐξήψω χροός Eur. Hel. 1186; ἐξάψασθαι κώδωνας Dem. 25, 90, sich Schellen anlegen; σφραγίδια ἐξαψάμενος. sich Petschafte anhängen, am Gurte tragen, Ar. Th. 428; περὶ τὴν κεφαλὴν ἐξήμμεθα πηνίκην fr. inc. 3; gefangene Schiffe ins Schlepptau nehmen, D. Sic. 14, 74. – Auch = sich an Einen machen, ihn angreifen, τινός, Pol. u. a. Sp.; πολέμου, den Krieg anfangen, D. Hal. 6, 25; anzünden, anstecken, Tim. Locr. 97 e; oft übertr., ἐξημμένος ὑπὸ φιλοσοφίας ὥσπερ πυρός Plat. Ep. VII, 340 b, vgl. Rep. VI, 498 b; ὑπ' ὀργῆς καὶ φιλονεικίας ἐξαφθέντες D. Hal. 5, 38; ἐξήφθη πόλεμος Strab. IX, 420; oft bei Ael. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάπτω: μέλλ. -ψω, δένω ἔκ τινος ἢ εἴς τι. πεῖσμα νεός… κίονος ἐξάψας μεγάλης Ὀδ. Χ. 466. πρβλ. Ἰλ. Ω. 51· Φρύγια πέπλων ἀγάλματα ἐξάπτω χροὸς Εὐρ. Τρῳ. 1220· τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῦ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης Πλουτ. Θεμιστ. 19· οὕτως, ἐξάπτειν τι ἔκ τινος Ἡρόδ. 1. 26· ἀπό τινος Ξεν. Κυν. 10, 7· ὡσαύτως, ἐκ τοῦ νηοῦ ἐξάπτειν σχοινίον ἐς τὸ τεῖχος Ἡρόδ. 1. 26· ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλῴδιον Ἀριστοφ. Σφ. 379. - Παθ., περὶ τὴν κεφαλὴν ἐξήμμεθα πηνίκην τινά, ἔχομεν προσηρμοσμένην περὶ τὴν κεφαλὴν φενάκην τινά, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. ἐν τοῖς Ἀδήλ. 3, Meineke. 2) μεταφ., τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια θιγγάνω ἱκέτης, ἀφύλλους στόματος ἐξάπτων λιτάς, προσαρμόζων (οὕτως εἰπεῖν εἰς τὰ γόνατά σου) τὰς ἱκεσίας στόματος ἄνευ ἱκετηρίας, δηλ. ἄνευ ἱκετηρίων κλάδων, Εὐρ. Ὀρ. 383· τῆς τύχης ἐξάπτειν τὰ πραττόμενα, ἐξαρτᾶν ἐκ τῆς τύχης, Πλουτ. Σύλλ. 6· συνδέω ἓν πρᾶγμα πρὸς ἄλλο, ἐξακολουθῶ διήγησιν, ἔπειθ’ οὕτως ἐξάψομεν τὴν διαδοχὴν τῶν ἀξίων λόγου Διογ. Λ. 8. 50· ἐξαμμένος ἐκ σώματος, προερχόμενος ἐκ τοῦ σώματος, Τίμ. Λοκρ. 102Ε. 3) ἐξ. τινί τι, τιθέναι τι ἐπί τινος, ἱκετηρίαν γόνασιν Εὐρ. Ι. Α. 1216· κόσμον νεκρῷ ὁ αὐτ. Τρῳ. 1208· ἐξ. βρόχον, ἀμφὶ δείρην ὁ αὐτὸς Ἴων 1065. ΙΙ. Μέσ., κρατῶ τι διὰ τῶν χειρῶν καὶ κρεμῶμαι ἐξ αὐτοῦ προσπαθῶν νὰ σύρω αὐτὸ κάτω, σειρὴν χρυσείην ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες πάντες ἐξάπτεσθε θεοί, πᾶσαί τε θέαιναι Ἰλ. Θ. 20 ἐξάπτεσθαι τῆς οὐραγίας, παρακολουθεῖν κατὰ πόδας, Πολύβ. 4. 11, 6· ἐπιλαμβάνομαί τινος, τῶν Ἑλληνικῶν ἐξάπτεσθαι κελεύοντος βασιλέως, ἐπιλαμβάνεσθαι τῶν Ἑλληνικῶν πραγμάτων, Πλουτ. Θεμ. 31. 2) κρεμῶ τι ἐπάνω μου, φέρω τι κρεμάμενον περὶ τὸ σῶμά μου, φορῶ τι, τί πέπλους μέλανας ἐξήψω χροὸς λευκῶν ἀμείψασ’...; Εὐρ. Ἑλ. 1186· ἐπὶ πλοίου, δένω διὰ κάλου καὶ σύρω αὐτό, ῥυμουλκῶ, τὰς δ’ ἀκεραίους (ναῦς) ἐξαπτόμενοι κατῆγον εἰς τὴν πόλιν Διόδ. 14. 74· ἐξάπτομαί τινα, κάμνω τινὰ νὰ ἐξαρτᾶται ἐξ ἐμοῦ, ξανθὰ καὶ διεκτενισμένα μειράκια, τοὺς ἐραστὰς ἐξαψάμενα καὶ τὰς ἑταίρας φιλόστρ. 335· πρβλ. ἐνάπτω. Β. ἐν τῷ ἐνεργ. προσέτι, βάλλω πῦρ, ἀνάπτω, τὰν ὕλαν Τίμ. Λοκρ. 97Ε. ΙΙ. μεταφ., ἀνάπτω, διεγείρω, ἡνίκα ὁ Πέρσης τὸν μέγα πόλεμον ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἐξῆψε Αἰλ. π. Ζ. 12. 35. - Παθ., πῦρ ἐξ. ἐκ λίθων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 10· ἐξημμένος ὑπὸ φιλοσοφίας ὥσπερ πυρὸς Πλάτ. Ἐπιστ. 340Β, πρβλ. Πολ. 498Β· ἐξάπτομαι ὡς καὶ νῦν, ὑπ’ ὀργῆς καὶ φιλονεικίας ἐξαφθέντες Διον. Ἁλ. 5. 38.
French (Bailly abrégé)
1impf. ἐξῆπτον, f. ἐξάψω, ao. ἐξῆψα;
Pass. ao. ἐξήφθην, pf. ἔξημμαι;
1 attacher d’un point à un autre : πεῖσμα νεὸς κίονος OD attacher à une colonne le câble d’un navire ; ἐκ νηοῦ σχοινίον ἐς τεῖχος HDT attacher un câble du temple au mur ; τὴν πόλιν τοῦ Πειραιῶς PLUT rattacher la ville au Pirée ; τῆς τύχης τὰ πραττόμενα PLUT faire dépendre de la fortune les actions;
2 se suspendre à.
Étymologie: ἐξ, ἅπτω¹.
2impf. ἐξῆπτον, ao. ἐξῆψα;
Pass. ao. ἐξήφθην, pf. ἔξημμαι;
enflammer, allumer ; fig. ἐξάπτειν πόλεμον ÉL allumer une guerre ; εἰς ὀργήν τινα ἐξάπτειν ÉL enflammer la colère de qqn.
Étymologie: ἐξ, ἅπτω².
English (Autenrieth)
ipf. ἐξῆπτον, aor. part. ἐξάψᾶς: attach to, τινός τί, mid., hang hold of, swing from, Il. 8.20.