θέω: Difference between revisions

From LSJ

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>f.</i> [[θεύσομαι]], <i>postér.</i> θεύσω, <i>ao. et pf. inus.</i><br /><b>1</b> courir : πεδίοιο IL à travers la plaine ; ἐπ [[ἄκρον]] [[ἁλός]] IL sur la surface de la mer ; <i>au part. souv. joint à un verbe</i> ἦλθε [[θέων]], θέουσα IL il vint, elle vint en courant;<br /><b>2</b> disputer le prix de la course : περὶ τρίποδος IL pour un trépied ; τὸν περὶ [[τοῦ]] παντὸς δρόμον [[θέειν]] HDT courir risque de tout ; τὸν ἔσχατον κίνδυνον PLUT courir le dernier danger;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> courir <i>en parl. d’êtres ou d’objets en mouvement, vol des oiseaux, course d’un navire, pierre qui roule, etc. ou d’objets qui offrent l’aspect d’une ligne continue, bien qu’immobiles</i> φλὲψ ἀνὰ νῶτα θέουσα IL veine qui court dans le dos.<br />'''Étymologie:''' R. Θυ &gt; Θευ, ΘεϜ, Θε, courir.<br /><span class="bld">2</span><i>sbj. ao.2 ion. et poét. de</i> [[τίθημι]].
|btext=<span class="bld">1</span><i>f.</i> [[θεύσομαι]], <i>postér.</i> θεύσω, <i>ao. et pf. inus.</i><br /><b>1</b> courir : πεδίοιο IL à travers la plaine ; ἐπ [[ἄκρον]] [[ἁλός]] IL sur la surface de la mer ; <i>au part. souv. joint à un verbe</i> ἦλθε [[θέων]], θέουσα IL il vint, elle vint en courant;<br /><b>2</b> disputer le prix de la course : περὶ τρίποδος IL pour un trépied ; τὸν περὶ [[τοῦ]] παντὸς δρόμον [[θέειν]] HDT courir risque de tout ; τὸν ἔσχατον κίνδυνον PLUT courir le dernier danger;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> courir <i>en parl. d’êtres ou d’objets en mouvement, vol des oiseaux, course d’un navire, pierre qui roule, etc. ou d’objets qui offrent l’aspect d’une ligne continue, bien qu’immobiles</i> φλὲψ ἀνὰ νῶτα θέουσα IL veine qui court dans le dos.<br />'''Étymologie:''' R. Θυ &gt; Θευ, ΘεϜ, Θε, courir.<br /><span class="bld">2</span><i>sbj. ao.2 ion. et poét. de</i> [[τίθημι]].
}}
{{Autenrieth
|auten=inf. θείειν, ipf. ἔθεε, [[θέε]], [[ἔθει]], iter. [[θέεσκον]], fut. 2 [[sing]]. [[θεύσεαι]], inf. θεύσεσθαι: [[run]]; [[often]] the [[part]]. joined to [[other]] verbs, ἦλθε [[θέων]], etc.; said of ships, the [[potter]]'s [[wheel]], Il. 18.601; a [[vein]], Il. 13.547; and [[otherwise]] [[figuratively]].
}}
}}

Revision as of 15:29, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέω Medium diacritics: θέω Low diacritics: θέω Capitals: ΘΕΩ
Transliteration A: théō Transliteration B: theō Transliteration C: theo Beta Code: qe/w

English (LSJ)

(A), Ep. also θείω, Il.6.507, 10.437 (in Att. the syllables εο, εου, εω are not contr.); Ep. subj.

   A θέῃσι 22.23; 3sg. impf. ἔθει Od.12.407 and later, ἔθεε Il.1.483, Hdt.1.43 (and in later Prose, D.S.16.94); Ep. θέε Il.20.275, Hes.Sc.224; Ion. impf. θέεσκον Il.20.229: fut. θεύσομαι 23.623, Ar.Eq.485,Av.205, (ὑπο-) Pi.P.2.84, (ἀντι-) Hdt. 5.22, (μετα-) X.Cyn.6.22; θεύσω Lyc.1119: aor. 1 ἔθευσα (δι-) Vett.Val.345.35, part. θεύσας IGRom.4.1740 (Cyme):—the other tenses are supplied by τρέχω and Δρέμω : (θεϝ-, Skt. dhávate):— run, ποσί, πόδεσσι, Od.8.247, Il.23.623; βῆ δὲ θέειν 17.698; θέῃσι τιταινόμενος πεδίοιο 22.23; ποῖθεῖς; Ar.V.854; θᾶττον θανάτου θεῖ [ἡ πονηρία] Pl.Ap.39b; ὁ βραδέως θέων Id.Hp.Mi.373d; of horses, Id.Cra. 423a; ἐν Ὀλυμπίᾳ θεόντων ἵππων Id.Lg.822b: in part. with another Verb, ἦλθε θέων, ἦλθε θέουσα, came running, Il.6.54,394, etc.; ἷξε θέων, of a person on ship-board, Od.3.288; θέων Αἴαντα κάλεσσον run and call him, Il.12.343, etc.    2 περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι to run for a tripod, 11.701: metaph. (cf. τρέχω 11.2), περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος they were running for Hector's life, 22.161; θ. περὶ ὑμέων αὐτῶν Hdt.8.140.ά; θ. <τον> περὶ τοῦ παντὸς δρόμον ib.74; περὶ γυναικῶν καὶ παίδων Paus.6.18.3.    3 metaph., θ. ἐς νόσους Pl.Lg.691c; θ. ἐγγύτατα ὀλέθρου Id.R.417b; θεῖν παρὰ τὸν ἔσχατον κίνδυνον Plu. Fab.26.    II of other kinds of motion, as,    1 of birds, θεύσονται δρόμῳ Ar.Av.205.    2 of things, run; of ships, ἡ δ' ἔθεεν κατὰ κῦμα Il.1.483, cf. X.HG6.2.29; of a potter's wheel, Il.18.601; of a rolling stone, 13.141; of a quoit, ῥίμφα θέων ἀπὸ χειρός flying lightly... Od.8.193.    3 metaph., δύναμις θαυμαστὴ ἐκεῖ θεῖ Plot.2.9.8, cf. 6.5.11.    III of things not actually in motion, [φλὲψ] ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερές Il.13.547; ἄντυξ ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος 6.118; ἀμφὶ δέ μιν κίβισις θέε Hes.Sc.224; γραμμῆς περὶ [σημεῖον] θεούσης Plot.6.5.11.    IV c. acc. loci, run over, τὰ ὄρη X.Cyn.4.6, cf. 5.17; μέσσα θέων πελάγευς AP7.273 (Leon.), cf. 10.23 (Autom.); πλωτῶν γένος ὑγρὰ θεόντων Opp.H.3.183.—The simple Verb is used in Trag. only by E.Ion1217.
θέω (B),

   A shine, gleam, ὀδόντων λευκὰ θεόντων Hes.Sc.146 (λευκαθεόντων cj. Wackernagel); ὕλῃ χλωρὰ θεούσῃ cj. in Theoc.25.158; ποίην . . χλωρὰ θέουσαν IG14.1389ii 24; cf. θοός (B), Λευκαθέα, λευκαθίζω.

German (Pape)

[Seite 1205] (Wurzel θυ), p. auch θείω, Il. 10, 437; θέεσκον, 20, 229; fut. θεύσομαι, auch θεύσω, Lycophr. 119; andere Tempora kommen davon nicht vor; laufen, von Menschen u. Thieren, ἀντίος ἦλθε θέων Il. 6, 54, u. so öfter bei anderen Ver- bis der Bewegung, wo θέων adjectivisch, schnell, hurtig übersetzt werden kann; ἦλθε θέουσα, sie kam gelaufen, 6, 394; vom Seefahrer, ἷξε θέων, schnell gelangte er hin, Od. 3, 288; βῆ δὲ θέειν Iliad. 17, 698 u. öfter; auch mit dem Zusatz ποσί, πόδεσσι, Od. 8, 247 Il. 23, 623; θέειν πεδίοιο, durch die Ebene hinlaufen, Il. 22, 23; ἐπ' ἄκρον καρπόν, ἐπ' ἄκρον ἁλὸς θέειν, über die Spitzen des Aehrenfeldes, über die Oberfläche des Meeres hinlaufen, 20, 227. 229. Andere Vrbdgn der Art sind bei den betreffenden Präpositionen erwähnt. Aus Il. 22, 161 περὶ ψυχῆς Ἕκτορος θέειν, laufen, wettrennen um Hektors Leben, ist die Verbindung τὸν περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν Her. 8, 74 zu erkl. u. τὸν περὶ τῆς ψυχῆς (sc. δρόμον) θεῖν, vgl. 8, 140; πόλει θεούσῃ τὸν ἔσχατον κίνδυνον, Gefahr laufen, Plut. Fab. 26 (vgl. τρέχειν). – Von Vögeln, θεύσονται δρόμῳ Ar. Av. 207. – Von unbelebten Dingen, von Schiffen, ἡ δ' ἔθεεν κατὰ κῦμα Il. 1, 483 Od. 2, 429, von dem losgerissenen Felsblocke, ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον Il. 13, 141, von der umlaufenden Töpferscheibe, 18, 601, von der Wurfscheibe, θέων ἀπὸ χειρός, aus der Hand fliegend, Od. 8, 193. – Auch von Dingen, die sich nicht bewegen, φλὲψ ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερές Il. 13, 547. wie auch wir "die den Rücken hinauflaufende Ader" sagen. Bes. von dem Kreisförmigen, das in sich selbst zurückläuft, ἄντυξ, ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος, der zu äußerst am Schilde umlaufende, Rand, Il. 6, 118, vgl. 20, 275; ὀδόντες λευκὰ θέοντες, die sich weiß im Munde hinziehenden Zähne, Hes. Sc. 146. 224. – Von den Tragg. hat das Wort nur Eur., Ion 1217 Suppl. 702; Ar. Vesp. 854, οὔτε θέομεν οὔτ' ἐλαύνομεν Eccl. 109; in Prosa, vom Wettlauf, ἐν Ὀλυμπίᾳ θεόντων ἵππων Plat. Legg. VII, 822 b.

Greek (Liddell-Scott)

θέω: Ἐπ. ὡσαύτως θείω, Ἰλ. Ζ. 507, Κ. 437 (παρ’ Ἀττ. αἱ συλλαβαὶ εο, εου, εω δὲν συναιροῦνται)˙ Ἐπικ. ὑποτακτ. θέῃσι Ἰλ. Χ. 23˙ γ΄ ἐν. παρατ. ἔθει ἔτι καὶ ἐν Ὀδ. Μ. 407, ἔθεε παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λοβ. Φρύν. 221˙ Ἰων. παρατ. θέεσκον Ἰλ. Υ. 229: μέλλ. θεύσομαι Ὅμηρ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 485, Ὄρν. 205, (ἀντι-) Ἡρόδ. 5. 22, (μετα) Ξεν. Κυν. 6, 22˙ θεύσω μόνον ἐν Λυκόφρ. 119˙ - οἱ λοιποὶ χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τῶν ῥιζῶν τρεχ- καὶ δραμ-. (Ἐκ √ΘΕF (ὡς φαίνεται ἐν τῷ θεύσομαι), ἐξ ἧς ὡσαύτως τὰ θοός, θοάζω, βοηθόος, κτλ.˙ πρβλ. Σανσκρ. dhâv, dhâvâmi (curro).) Τρέχω, ποσί, πόδεσσι θέειν Ὀδ. Θ. 247, Ἰλ. Ψ. 623˙ βῆ δὲ θέειν Ἰλ. Ρ. 698 (ἴδε βαίνω Α. Ι)˙ θέειν πεδίοιο, τρέχειν ἐν τῷ πεδίῳ, Χ. 23 ἄκρον ἐπ’ ἀνθερίκων καρπὸν θέον, ἔτρεχον ὑπεράνω τῶν σταχύων τοῦ σίτου, Υ. 227˙ ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλὸς... θέεσκον αὐτόθι 229˙ θᾶττον θανάτου θεῖ ἡ πονηρία Πλάτ. Ἀπολ. 39 Α˙ ὁ βραδέως θέων ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλ. 373Β˙ ἐπὶ ἵππων, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 423 Α˙ ἐν Ὀλυμπίᾳ θεόντων, τρεχόντων ἐν Ὀλ. (ἐν τοῖς ἀγῶσι), ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 822Β. - ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ ῥῆμα κατὰ μετοχ. μεθ’ ἑτέρου ῥήματος, ἦλθε θέων, ἦλθε θέουσα Ἰλ. Ζ. 54, 394, κτλ.˙ ἷξε θέων, ἐπὶ ἐπιβάτου πλοίου, Ὀδ. Γ. 288˙ θέων Αἴαντα κάλεσσον, «φώναξε τρεχᾶτα τὸν...», Ἰλ. Μ. 343, κτλ. 2) περὶ τρίποδος μὲν ἔμελλον θεύσεσθαι, νὰ ἀγωνισθῶσι τρέχοντες διὰ..., Λ. 701˙ μεταφ. (πρβλ. τρέχω ΙΙ. 2), περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος, ἔτρεχον διὰ τὴν ζωὴν τοῦ Ἕκτορος, Χ. 161˙ θ. περὶ ὑμέων αὐτῶν Ἡρόδ. 8. 140, 1˙ θ. περὶ τοῦ παντὸς δρόμον αὐτόθι 74˙ καὶ ἐλλειπτικῶς, τὸν περὶ ψυχῆς θ. Συνέσ., κλ.˙ περὶ γυναικῶν καὶ παίδων Παυσ. 6. 18, 2, πρβλ. Valck. Ἡρόδ. 7. 57. 3) μεταφ. ὡσαύτως, θ. ἐς νόσους Πλάτ. Νόμ. 691C θ. ἐγγύτατα ὀλέθρου ὁ αὐτ. Πολ. 417Β˙ θέειν κίνδυνον Πλούτ. Φαβ. 26. ΙΙ. ἐπὶ ἄλλων εἰδῶν κινήσεως, ὡς, 1) ἐπὶ πτηνῶν, θεύσονται δρόμῳ Ἀριστοφ. Ὄρν. 205, πρβλ. Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18˙ - σημειωτέον ὅτι οὐδαμοῦ εὕρηται τὸ τρέχειν δρόμῳ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τρέχω ἐπὶ πλοίων, ἡ δ’ ἔθεε κατὰ κῦμα Ἰλ. Α. 483, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 29˙ ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, Ἰλ. Σ. 601˙ ἐπὶ κυλινδουμένου λίθου, Ν. 141˙ ἐπὶ δίσκου, ῥίμφα θέων ἀπὸ χειρός, τρέχων ἐλαφρῶς, ὑψηλὰ..., Ὀδ. Θ. 193. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων τὰ ὁποῖα, καίπερ καθ’ ἑαυτὰ ἀκίνητα, εἶναι ἐκτεταμένα εἰς μεγάλας διαστάσεις ἐν συνεχεῖ γραμμῇ, φλέψ ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς Ἰλ. Ν. 547˙ ἰδίως ἐπὶ παντὸς κυκλοτεροῦς πράγματος, ὅπερ φαίνεται ὡς περιτρέχον καὶ εἰς ἑαυτὸ ἐπανερχόμενον, ἄντυξ ἢ πυμάτη θέεν ἀσπίδος Ἰλ. Ζ. 118˙ ὀδόντες λευκὰ θέοντες, ἀποτελοῦντες λευκὴν γραμμήν, Heinr. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 146˙ ἀμφὶ δὲ μιν κίβισις θέε αὐτόθι 224. IV. Μετ’ αἰτ. τόπου, τρέχω ἀνὰ..., τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 6., 5, 17˙ θάλασσαν, πέλαγος, κῦμα Jac. Ἀνθ. Π. σελ. 282, 642. - Τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα εὕρηται παρὰ Τραγ. μόνον ἐν Εὐρ. Ἴωνι 1217 (πρβλ. ὑπερθέω), ἀλλ’ οὐχὶ σπανίως παρ’ Ἀριστοφ. καὶ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., ἰδίως ἐν συνθέσει μετὰ προθέσ.

French (Bailly abrégé)

1f. θεύσομαι, postér. θεύσω, ao. et pf. inus.
1 courir : πεδίοιο IL à travers la plaine ; ἐπ ἄκρον ἁλός IL sur la surface de la mer ; au part. souv. joint à un verbe ἦλθε θέων, θέουσα IL il vint, elle vint en courant;
2 disputer le prix de la course : περὶ τρίποδος IL pour un trépied ; τὸν περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θέειν HDT courir risque de tout ; τὸν ἔσχατον κίνδυνον PLUT courir le dernier danger;
3 p. ext. courir en parl. d’êtres ou d’objets en mouvement, vol des oiseaux, course d’un navire, pierre qui roule, etc. ou d’objets qui offrent l’aspect d’une ligne continue, bien qu’immobiles φλὲψ ἀνὰ νῶτα θέουσα IL veine qui court dans le dos.
Étymologie: R. Θυ > Θευ, ΘεϜ, Θε, courir.
2sbj. ao.2 ion. et poét. de τίθημι.

English (Autenrieth)

inf. θείειν, ipf. ἔθεε, θέε, ἔθει, iter. θέεσκον, fut. 2 sing. θεύσεαι, inf. θεύσεσθαι: run; often the part. joined to other verbs, ἦλθε θέων, etc.; said of ships, the potter's wheel, Il. 18.601; a vein, Il. 13.547; and otherwise figuratively.