μάχαιρα: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(sl1)
(sl1_repeat)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>μᾰχαιρα</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[curved]] [[sword]] μαχαίρᾳ τάμον κατὰ [[μέλη]] (O. 1.49) [[ἔνθα]] νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι (sc. [[δέρμα]] λαμπρόν) (P. 4.242) τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον (N. 4.59) [[ἵνα]] [[κρεῶν]] νιν [[ὕπερ]] μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ (οἱ ποιηταὶ συμφωνοῦσι, τελευτῆσαι μὲν αὐτὸν, sc. Νεοπτόλεμον, ὑπὸ Μαχαιρέως: Σ: v. Wil., 130&#774;{1}) (N. 7.42)
|sltr=<b>μᾰχαιρα</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[curved]] [[sword]] μαχαίρᾳ τάμον κατὰ [[μέλη]] (O. 1.49) [[ἔνθα]] νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι (sc. [[δέρμα]] λαμπρόν) (P. 4.242) τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον (N. 4.59) [[ἵνα]] [[κρεῶν]] νιν [[ὕπερ]] μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ (οἱ ποιηταὶ συμφωνοῦσι, τελευτῆσαι μὲν αὐτὸν, sc. Νεοπτόλεμον, ὑπὸ Μαχαιρέως: Σ: v. Wil., 130&#774;{1}) (N. 7.42)
}}
}}

Revision as of 12:29, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάχαιρα Medium diacritics: μάχαιρα Low diacritics: μάχαιρα Capitals: ΜΑΧΑΙΡΑ
Transliteration A: máchaira Transliteration B: machaira Transliteration C: machaira Beta Code: ma/xaira

English (LSJ)

[μᾰ], ας (later -ης, dat. -ῃ, PTeb.16.14 (ii B. C.), Ev.Luc.21.24, etc.), ἡ,

   A large knife or dirk, Il.11.844, 18.597, 19.252; μ. ἥ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰὲν ἄωρτο 3.271; carving-knife, Pi.O. 1.49, Hdt.2.61, Ar.Eq.489, Pl.R.353a, etc.; κοπίδες μ. E.Cyc.242; sacrificial knife, Ar.Pax 948, Pl.Com.91, Michel832.52 (Samos, iv B. C.):—ἡ Δελφικὴ μ. a knife adapted to various purposes, Arist. Pol.1252b2, cf. Hsch. s.v. Δελφικὴ μ.; prov., of greedy persons, because Delphian sacrificers claimed a share for the knife, App.Prov. 1.94.    2 as a weapon, short sword, dagger, Pi.N.4.59, Hdt.6.75, 7.225, Lys.13.87, etc.; an assassin's weapon, Antipho 5.69; used by jugglers, Pl.Euthd.294e (pl.), etc.; later, sabre, opp. the straight sword (ξίφος), X.Eq.12.11, cf. HG3.3.7, Cyr.1.2.13, Ev.Matt.26.52, etc.; οἱ ἐπὶ τῆς μ., of a bodyguard, Arr.Epict.1.30.7; but, ἐπὶ μ. τασσόμενοι possessing power of life and death (jus gladii), Cat.Cod. Astr.8(4).173; μ. ἱππική cavalry sabre, IG11(2).161 B99 (Delos, iii B. C.).    3 μ. κουρίδες, shears or scissors, Cratin.37; κεκαρμένος μοιχὸν μιᾶ μ., i.e. with one blade, Ar.Ach.849, cf. Poll.2.32 (where διπλῇ is f.l.), Hsch. s.v. μιᾷ μαχαίρᾳ; μ. κουρικαί Plu.Dio9.    4 metaph., διὰ μαχαιρῶν καὶ πυρός Zen.3.19, cf. Posidipp.1.10; μ. τοῦ πνεύματος Ep.Eph.6.17, cf. LXX Is.49.2.    II name of a precious stone, Arist.Mir.847a5, Ps.-Plu.Fluv.10.5.    III part of the liver, Ruf.Onom.180.

German (Pape)

[Seite 101] ἡ (mit μάχη zusammenhangend), bei Hom. nur ein großes Schlachtmesser, wie nach Aristarch. (Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 89) in den Schol. bemerkt wird, welches nach Il. 3, 271, ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν, ἥ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰέν ἄωρτο, ἀρνῶν ἐκ κεφαλέων τάμνε τρίχας, neben der Schwertscheide hing und beim Schlachten der Opferthiere gebraucht wird, wie Il. 19, 252, auch dazu dient, den in der Hüfte steckenden Pfeil herauszuschneiden, 11, 844; deshalb verwarf Aristarch. die Verse Il. 18, 597, wo es von Tänzern heißt οἱ δὲ μαχαίρας εἶχον χρυσείας ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων, doch konnten ja die Tänzer eben Messer, Dolche statt der Schwerter führen, vgl. Spitzner zur Stelle. Ein Messer zum Zerlegen des Fleisches ist es Her. 2, 61, vgl. 41; wie es der Koch hat, Dem. 25, 46. So Pind. μαχαίρᾳ τάμον κάτα μέλη, Ol. 1, 49, wie Φρίξου μάχαιραι, P. 4, 242; ὀξύστομος, Eur. Suppl. 1205; οὐκοῦν κοπίδας θήξεις μα χαίρας, Cycl. 241; τὰ μέτωπα κόπτονται μαχαίρῃσι, Her. 2, 61; ein Schwert ist es 7, 225; μαχαίρᾳ ἂν ἀμπέλου κλῆμα ἀποτέμοις, Plat. Rep. I, 353 a; von einem Tanze der Kunstspringer ἐς μαχαίρας κυβιστᾶν Euthyd. 294 e, wie Xen. Hem. 1, 3, 9, wo man an kleinere Dolche zu denken hat. Xen. de re equ. 12, 11 macht einen Unterschied zwischen ξίφος u. μάχαιρα u. nennt letztere auch κοπίς, sie ist leicht gekrümmt, zum Hiebe besser geeignet als das gerade, zum Stich gebrauchte ξίφος; so Sp. – Bei Ar. Ach. 814, κεκαρμένος μοιχὸν μιᾷ μαχαίρᾳ, scheint es das Scheermesser zu bedeuten; μ. κουρίς Cratin. bei Poll. 10, 140, κουρική Plut. Dion. 9; – διπλῆ μάχαιρα ist die Scheere, Poll. 2, 32, vgl. μαχαιρίς. – Bei Plut. de fluv. 10, 5 auch der Name eines Steines.

Greek (Liddell-Scott)

μάχαιρα: ἡ, (ἴδε μάχομαι) μάχαιρα ἣν ἔφερον οἱ ἥρωες τῆς Ἰλιάδος παρὰ τὴν θήκην τοῦ ξίφους (ἢ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὼν αἰὲν ἄωρτο) καὶ ἐχρησίμευεν εἰς αὐτοὺς πρὸς σφαγὴν τῶν θυμάτων, Ἰλ. Γ. 271., Τ. 252· ἦτο δὲ κεχρυσωμένη καὶ ἐκρέματο ἐξ ἀργυροῦ τελαμῶνος, Σ. 597· ταύτην μετεχειρίσθη Μαχάωνἰατρός, ὅπως ἀποκόψῃ βέλος, Λ, 844· καθόλου μάχαιρα πρὸς κοπὴν ἢ διανομὴν κρεῶν, Ἡρόδ. 2. 61, Πινδ. Ο. 1. 79, Ἀριστοφ. Ἱππ. 489· κοπὶς μαχ. Εὐρ. Κύκλ. 241· σπανίως δὲ μαχαίριον δι’ οὗ κόπτει τις τὴν εἰς αὐτὸν δοθεῖσαν μερίδα κρέατος, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 13· (διότι οἱ παλαιοὶ ἤσθιον ἄνευ μαχαρίου καὶ περονίου)· - μάχαιρα πρὸς κλάδευσιν δένδρων, κλαδευτήριον, Πλάτ. Πολ. 353Α· - ἡ Δελφικὴ μ., φαίνεται ὅτι ἦτο εἶδος κοινοῦ μαχαιρίου, οὗ μόνον τὸ ἓν μέρος, δηλ. ἡ κόψις ἦτο σιδηρᾶ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. Δελφικὴ μ. 2) ὡς ὅπλον, βραχὺ ξίφος ἢ ἐγχειρίδιον, πρῶτον ἐν Ἡροδ. 6. 75., 7. 225, Πινδ. Ν. 4. 95, κτλ.· ἀλλὰ μᾶλλον ὅπλον δολοφόνου ἢ στρατιώτου, πρβλ. Ἀντιφῶντα 137. 28· περὶ τῆς μαχαίρας ἣν μετεχειρίζοντο οἱ θαυματοποιοί, ἴδε ἐν λέξει κυβιστάω ἐν τέλ.· - μετέπειτα σπάθη ἢ καμπύλον ξίφος, «πάλα», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ εὐθύ, τὸ κυρίως ξίφος, Ξεν. Ἱππ. 12, 11, πρβλ. Ἑλλ. 3. 3. 7, Κύρ. 1. 2, 13· ἴδε μαχαιροφόρος. 3) εἶδος ξυραφίου, μ. κουρὶς Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 2· μιᾷ μαχαίρᾳ Ἀριστοφ. Ἀχ. 849· ἀντίθετ. τῷ διπλῇ μ., δηλ. τῇ ψαλίδι, ἣ ἦν ἐν χρήσει πρὸς κουρὰν τῶν τριχῶν, Πολυδ. Β΄, 32· μάχαιραι κουρικαὶ Πλουτ. Δίων 9· πρβλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. coutelas, grand couteau :
1 couteau pour les sacrifices;
2 couteau de chirurgien;
3 couteau de boucher;
4 serpe de jardinier pour élaguer les arbres;
II. arme de combat, sorte de sabre légèrement recourbé;
III. sorte de pierre précieuse;
IV. glosé « braquemart » par Hsch.
Étymologie: DELG pê apparenté à μάγειρος.

English (Autenrieth)

dagger, knife for sacrificing, broad and short in shape. (Il.) (See the cut, and No. 109.)

English (Slater)

μᾰχαιρα
   1 curved sword μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη (O. 1.49) ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι (sc. δέρμα λαμπρόν) (P. 4.242) τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον (N. 4.59) ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ (οἱ ποιηταὶ συμφωνοῦσι, τελευτῆσαι μὲν αὐτὸν, sc. Νεοπτόλεμον, ὑπὸ Μαχαιρέως: Σ: v. Wil., 130̆{1}) (N. 7.42)