ἁβρός: Difference between revisions
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br />tendre, délicat, gracieux, joli ; <i>en mauv. part</i> délicat, mou, efféminé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἅβρα]]. | |btext=ά, όν :<br />tendre, délicat, gracieux, joli ; <i>en mauv. part</i> délicat, mou, efféminé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἅβρα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:09, 17 August 2017
English (LSJ)
ά, όν, poet. also ός, όν:—
A graceful, delicate, pretty, παρθένος Hes.Fr.218; παῖς, Ἔρως Anacr.17,65; ἄβραι Χάριτες Sapph.60; esp. of the body, σῶμα, πούς, etc., Pi.O.6.55, E.Tr.506; neut. pl., ἁβρὰ παρηίδος Ph.1486; of women, A.Fr.313, S.Tr.523; ἁ. ἄθυρμα, of a pet dog, IG14.1647 (Lipara): of things, splendid, στέφανος, κῦδος, πλοῦτος Pi.I.8.65, O.5.7, P.3.110: of style, graceful, pretty, λόγος Hermog.Id.2.5; freq. with a notion of disparagement, dainty, luxurious; hence, ἁβρὰ παθεῖν live delicately, Sol.24.4, Thgn.474; a common epithet of Asiatics, Hdt.1.71, etc.; Ἰώνων ἁβρὸς . . ὄχλος Antiph. 91; Ἀγάθυρσοι -ότατοι ἀνδρῶν Hdt.4.104. Adv. ἁβρῶς, ψάλλειν Anacr.17; ὑμνεῖν Stesich.37; βαίνειν step delicately, Sapph.5, E.Med. 831: neut. sg. as Adv., ἁβρὸν βαίνοντες E.Med.1164; neut. pl., ἁβρὰ γελᾶν Anacreont.41.3, 42.5: Comp. ἁβροτέρως, ἔχειν Hld.1.17.—Chiefly poet., never in old Ep.; rare in early Prose, X.Smp.4.44, Pl.Smp.204c, Clearch.4. [ᾰ by nature, cf. E.Med.1164, Tr.820.]
German (Pape)
[Seite 4] (ἅπτω, ἁπαλός, andere von ἥβη, doch ist α kurz nach Draco u. Eur. Med. 1164 Troad. 821; falsch im E. M. von ἄβαρος), sein, zart; 1) im guten Sinne: schön, edel, Pind. σῶμα Ol. 6, 55; Κρηθεΐς N. 5, 26; κῦδος, seiner, herrlicher Ruhm, C. 5, 7 I. 1, 56; ähnl. λόγος, ehrenvoll, N. 7, 32; στέφανος I. 7, 65; πλοῦτος P. 3, 110. Plato verbindet τὸ καλὸν καὶ ἁβρόν Conv. 264 c. Dann besonders von weiblicher Shönheil und Zartheit: παρθένοι ἁβραί Aesch. frg. 433; Δηιάνειρα Hoph. Tr. 526, ch.; βόστρυχοι Eur. Bacch. 493 (wie ἴουλος Orph. Ara. 229); πούς Hel. 1528; κῶλον Iph. A. 614; oft in den erotischen Gedichten. Allgemeiner: angenehm, σχολὴ ἁβρότατον κτῆμα Xen. Conv. 4, 43; ἁβρὰ παθεῖν Theoan. 474. 722 (bei Plut. Hol. 2 dem Hol. zugeschrieben). Bei Luc. sein, witzig, mit ἀστικός verbunden, Iud. Deor. 7; vgl. D. meretr. 14; von zierlicher Rede, Hermoacnes. – Bei Männern erschien solche zarte Schönheit als Weichlichkeit; dah. tadelnd: üppig, weichlich, bes. von der asiatischen Pracht und weibischen Lebensweise (VLL. τρυφερός, μαλακός). So Her., Πέρσῃσι πρὶν Λυδοὺς καταστρέψασθαι ἦν οὔτε ἁβρὸν οὔτε ἀγαθὸν οὐδέν 1, 71; Ἀγάθυρσοι ἁβρότατοι ἄνδρες καὶ χρυσοφόροι μάλιστα 4, 104 (beides verbindet auch Luc. Dial. Mort. 14, 2); Ἰώνων τρυφεραμπεχόνων ἁβρὸς ἡδυπαθὴς ὄχλος Antiphan. Ath. XII, 526 d; Ἀλκιβιάδης com. Ath. XIII, 570 d; ἁβρότερος γυναικῶν Luc. Dial. D. 18; δίαιτα ἁβροτέρα Ael. V. H. 4, 22; ἁβρὸν βαίνειν (Schol. θρυπτόμενος, βλακευόμενος), zierlich, üppig einhergehen, Eur. Med. 1164; Tro. 821 (vom Ganymed; vgl. Arist. Vesp. 1163 πλουσίως προβὰς τρυφερόν τι διασαλακώνισον); ἁβρὰ γελᾶν, behaglich lachen, Anacr. 41, 3. 42, 5; sanft lächeln, Ep. ad. 31 (XII, 156). – Adv., ἁβρῶς βαίνειν Eur. Med. 823 u. a.
Greek (Liddell-Scott)
ἁβρός: -ά, -όν, ποιητ. καὶ, ός, όν: - ἐπίχαρις, κομψός, ὡραῖος, εὐειδής, παῖς, Ἔρως, Ἀνακρ. 16. 64. ἅβραι Χάριτες (μετ’ Αἰολ. τονισμοῦ) Σαπφ. 65. ἰδίως περὶ τοῦ σώματος· σῶμα, ποὺς κτλ. Πίνδ. Ο. 6. 90. Εὐρ., κτλ.: περὶ πραγμάτων = λαμπρός· στέφανος, κῦδος, πλοῦτος κτλ. Πίνδ. Ἴσθμ. 8. 144 κτλ. - Λίαν πρωίμως ὅμως ἡ λέξ. ἔλαβε τὴν σημασίαν τοῦ ἁπαλός, μαλακός, λεπτός, λεπτεπίλεπτος, θρυπτικός, χλιδανός, ὡς τὸ τρυφερός. Ὅθεν ἁβρὰ παθεῖν = ζῆν χλιδανῶς, ἁπαλῶς. Σόλων 15. 4. Θέογν. 474: καὶ ἀπὸ Ἡροδ. καὶ ἑξῆς (1. 71 καὶ ἐν τῷ ὑπερθετ. -ότατος 4, 104) κατήντησε κοινὸν ἐπίθετον τῶν Ἀσιανῶν: Ἰώνων ἁβρὸς ... ὄχλος. Ἀντιφ. ἐν «Δωδώνῃ», παρ’ Ἀθην. ΙΒ΄, 526. πρβ. σαῦλος. - Οἱ ποιηταὶ ὅμως ἐξηκολούθουν μεταχειριζόμενοι τὴν λέξιν ἐν τῇ καλῇ σημασίᾳ· ἰδίως περὶ γυναικῶν = λεπτή, εὐγενής· π. χ. Αἰσχύλ. ἀποσπ. 322. Σοφ. Τρ. 523 καὶ περὶ παντὸς τρυφεροῦ ἢ ὡραίου πράγματος. Βαλκ. Καλλ. σ. 223· ἁβρὸν ἄθυρμα, περὶ μικροῦ εὐνοουμένου κυνός. Ἐπιγρ. Ἑλλ. 626· οὐδ. πληθ. ἁβρὰ παρηΐδος = ἁβρὰν παρηΐδα (πρβλ. ἄσημος ΙΙΙ. 1). Εὐρ. Φοίν. 1486· ἐπίρρ. ἁβρῶς, Ἀνακρ. 16. ἁβρῶς καὶ ἁβρὸν βαίνειν = βαδίζειν μετὰ λεπτότητος. Εὐρ. Μήδ. 830. 1164· οὕτως οὐδ. πληθ. ἁβρὰ γελᾶν, Ἀνακρ. 44, 3, 45, 5· ἁβροτέρως ἔχειν Ἡλιοδ. 1 17. - Ἡ λέξις εἶναι κυρίως ποιητική, ἂν καὶ οὐδέποτε εὑρίσκεται παρὰ τοῖς παλαιοῖς τῶν ἐπικῶν καὶ εἶναι σπανία παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. Ξεν. Συμπ. 4, 44. Πρβ. ἅβρα (ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ὡς ἡ ἥβη. Ὁ Κούρτιος θεωρεῖ τὴν ῥίζαν ὡς ἄγνωστον σ. 490)· [ᾰ φύσει βραχύ· ἴδ. Εὐρ. Μήδ. 1064. Τρῳάδ. 820].
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
tendre, délicat, gracieux, joli ; en mauv. part délicat, mou, efféminé.
Étymologie: DELG ἅβρα.