αἰτία: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> cause, motif : [[αἰτία]] ἀνθ’ [[ὅτου]] EUR la raison pourquoi, pour laquelle ; [[αἰτία]] θεοῦ ESCHL un dieu en est la cause;<br /><b>II.</b> imputation :<br /><b>1</b> <i>en mauv. part</i> accusation, grief, blâme : αἰτίαν ἔχειν τινός être accusé de qch ; αἰτίη [[ἔχει]] με HDT je suis accusé de ; αἰτίαν ἔχειν [[ὑπό]] τινος ESCHL <i>ou</i> αἰτίαν ἔχειν [[πρός]] τινος SOPH être accusé par qqn ; αἰτίαν ἔχειν avec l’inf. AR, avec [[ὅτι]] <i>ou</i> [[ὡς]] et l’ind. PLAT être accusé de ; [[ἐν]] αἰτίᾳ εἶναί <i>ou</i> γίγνεσθαί τινος XÉN, αἰτίαν ὑπέχειν, <i>ou</i> φέρεσθαι, <i>ou</i> ἐνέχεσθαι être accusé de, tomber sous le coup d’une accusation, être impliqué dans une accusation ; αἰτίαν λαμβάνειν [[ἀπό]] τινος THC encourir une accusation, un reproche au sujet de qch ; [[ἐν]] αἰτίᾳ τιθέναι <i>ou</i> ἔχειν τινά, αἰτίαν νέμειν <i>ou</i> ἐπιφέρειν τινί, [[ἐν]] αἰτίᾳ βάλλειν τινά SOPH accuser qqn, le mettre en accusation, lui intenter une accusation ; ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίας ESCHN <i>ou</i> ἀπολύσασθαι LYS, ἀφιέναι τινὰ τῆς αἰτίας LYS décharger qqn d’une accusation ; ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς ESCHL tu es à l’abri du reproche;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> ce qu’on impute à qqn, l’opinion qu’on a de qqn : αἰτίαν ἔχουσι βελτίους γεγονέναι PLAT ils ont la réputation d’être devenus meilleurs.<br />'''Étymologie:''' [[αἴτιος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> cause, motif : [[αἰτία]] ἀνθ’ [[ὅτου]] EUR la raison pourquoi, pour laquelle ; [[αἰτία]] θεοῦ ESCHL un dieu en est la cause;<br /><b>II.</b> imputation :<br /><b>1</b> <i>en mauv. part</i> accusation, grief, blâme : αἰτίαν ἔχειν τινός être accusé de qch ; αἰτίη [[ἔχει]] με HDT je suis accusé de ; αἰτίαν ἔχειν [[ὑπό]] τινος ESCHL <i>ou</i> αἰτίαν ἔχειν [[πρός]] τινος SOPH être accusé par qqn ; αἰτίαν ἔχειν avec l’inf. AR, avec [[ὅτι]] <i>ou</i> [[ὡς]] et l’ind. PLAT être accusé de ; [[ἐν]] αἰτίᾳ εἶναί <i>ou</i> γίγνεσθαί τινος XÉN, αἰτίαν ὑπέχειν, <i>ou</i> φέρεσθαι, <i>ou</i> ἐνέχεσθαι être accusé de, tomber sous le coup d’une accusation, être impliqué dans une accusation ; αἰτίαν λαμβάνειν [[ἀπό]] τινος THC encourir une accusation, un reproche au sujet de qch ; [[ἐν]] αἰτίᾳ τιθέναι <i>ou</i> ἔχειν τινά, αἰτίαν νέμειν <i>ou</i> ἐπιφέρειν τινί, [[ἐν]] αἰτίᾳ βάλλειν τινά SOPH accuser qqn, le mettre en accusation, lui intenter une accusation ; ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίας ESCHN <i>ou</i> ἀπολύσασθαι LYS, ἀφιέναι τινὰ τῆς αἰτίας LYS décharger qqn d’une accusation ; ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς ESCHL tu es à l’abri du reproche;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> ce qu’on impute à qqn, l’opinion qu’on a de qqn : αἰτίαν ἔχουσι βελτίους γεγονέναι PLAT ils ont la réputation d’être devenus meilleurs.<br />'''Étymologie:''' [[αἴτιος]].
}}
{{Slater
|sltr=[[αἰτία]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[blame]] [[μείων]] γὰρ [[αἰτία]] (O. 1.35) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[cause]] ; [[theme]], [[subject]] εἰ δὲ τύχῃ [[τις]] ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε (N. 7.11)
}}
}}

Revision as of 14:28, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτία Medium diacritics: αἰτία Low diacritics: αιτία Capitals: ΑΙΤΙΑ
Transliteration A: aitía Transliteration B: aitia Transliteration C: aitia Beta Code: ai)ti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A responsibility, mostly in bad sense, guilt, blame, or the imputation thereof, i.e. accusation, first in Pi.O.1.35 and Hdt., v. infr. (Hom. uses αἴτιος):—Phrases: αἰτίαν ἔχειν bear responsibility for, τινός A.Eu.579, S.Ant.1312; but usu. to be accused, τινός of a crime, φόνου Hdt.5.70: c. inf., Ar.V.506; foll. by ὡς . ., Pl.Ap.38c; by ὡς c. part., Id.Phdr.249d; ὑπό τινος by some one, A.Eu.99, Pl. R.565b: reversely, αἰτία ἔχει τινά Hdt.5.70,71; αἰ. φεύγειν τινός S.Ph.1404; ἐν αἰτίᾳ εἶναι or γίγνεσθαι, Hp.Art.67, X.Mem.2.8.6; αἰτίαν ὑπέχειν lie under a charge, Pl.Ap.33b, X.Cyr.6.3.16; ὑπομεῖναι Aeschin.3.139; φέρεσθαι Th.2.60; λαβεῖν ἀπό τινος ib.18; αἰτίαις ἐνέχεσθαι Pl.Cri.52a; αἰτίαις περιπίπτειν Lys.7.1; εἰς αἰτίαν ἐμπίπτειν Pl.Tht.150a; αἰτίας τυγχάνειν D.Ep.2.2; ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖν A. Pr.332; ἐν αἰτίῃ ἔχειν hold one guilty, Hdt.5.106; δι' αἰτίας ἔχειν Th. 2.60, etc.; ἐν αἰτίᾳ βάλλειν S.OT656; τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί impute the fault to one, Hdt.1.26; αἰτίαν νέμειν τινί S.Aj.28; ἐπάγειν D.18.283; προσβάλλειν τινί Antipho 3.2.4; ἀνατιθέναι, προστιθέναι, Hp.VM21, Ar.Pax640, etc.; ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίης to acquit of guilt, Hdt.9.88, etc.    2 in forensic oratory, invective without proof (opp. ἔλεγχος), D.22.23, cf. 18.15.    3 in good sense, εἰ . . εὖ πράξαιμεν, αἰτία θεοῦ the credit is his, A.Th.4; δι' ὅντινα αἰτίαν ἔχουσιν Ἀθηναῖοι βελτίους γεγονέναι are reputed to have become better, Pl.Grg.503b, cf. Alc.1.119a, Arist.Metaph.984b19; ὧν . . πέρι αἰτίαν ἔχεις διαφέρειν in which you are reputed to excel, Pl.Tht.169a; οἳ . . ἔχουσι ταύτην τὴν αἰ. who have this reputation, Id.R.435e, cf. And. 2.12; αἰτίαν λαμβάνειν Pl.Lg.624a.    4 expostulation, μὴ ἐπ' ἔχθρᾳ τὸ πλέον ἢ αἰτίᾳ Th.1.69.    II cause, δι' ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν Hdt.Prooem., cf. Democr.83, Pl.Ti.68e, Phd.97a sq., etc.; on the four causes of Arist. v. Ph.194b16, Metaph.983a26:—αἰ. τοῦ γενέσθαι or γεγονέναι Pl.Phd.97a; τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ τῇ πόλει αἰτία ἡ κοινωνία Id.R.464b:—dat. αἰτίᾳ for the sake of, κοινοῦ τινος ἀγαθοῦ Th.4.87, cf. D.H.8.29:—αἴτιον (cf. αἴτιος 11.2) is used like αἰτία in the sense of cause, not in that of accusation.    III occasion, motive, αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε gave them a the me for song, Pi.N.7.11; αἰτίαν παρέχειν Luc.Tyr.13.    IV head, category under which a thing comes, D.23.75.    V case in dispute, ἡ αἰ. τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τῆς γυναικός Ev.Matt.10.10.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτία: ἡ, (αἰτέω) = κατηγορία, ψόγος, μομφή, Λατ. crimen, ἑπομ. τὸ σφάλμα, ἡ ἐνοχή, ἡ περιεχομένη ἐν τοιαύτῃ κατηγορίᾳ, πρῶτον παρὰ Πινδ. Ο. 1. 55, καὶ Ἡροδ. (ἀλλ’ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται, αἴτιος, ἀναίτιος, καὶ αἰτιάομαι ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας): ― Φράσεις: αἰτίαν ἔχειν, Λατ. crimen habere, κατηγοροῦμαι, τινός, περί τινος πράγματος, Ἡρόδ. 5. 70, Αἰσχύλ. Εὐμ. 579· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρεμφ. Ἀριστοφ. Σφῆκ. 506., ἑπομένου τοῦ ὡς…, Πλάτ. Ἀπολ. 38C., μετὰ μετοχῆς, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 249Ε· ὑπό τινος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 99, Πλάτ. Πολ. 565Β· ― ἀντιστρόφως, αἰτία ἔχει με, Ἡρόδ. 5. 70, 71· ὡσαύτως αἰτίαν ἔχειν τινός, ἐκ μέρους προσώπου τινός, Σοφ. Ἀντ. 1312· αἰτ. φεύγειν τινός, ὁ αὐτ. 1404· ἐν αἰτίᾳ εἶναι ἢ γίγνεσθαι, Ἱππ. Ἄρθρ. 830, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 18· αἰτίαν ὑπέχειν, εὑρίσκομαι, διατελῶ ὑπὸ κατηγορίαν, Πλάτ. Ἀπολ. 33Β, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 16· ὑπομένειν, Αἰσχίν. 73. 24· φέρεσθαι, Θουκ. 2. 60· λαβεῖν ἀπό τινος, αὐτόθι 18· οὕτως: αἰτίαις ἐνέχεσθαι, Πλάτ. Κρίτων 52Α· αἰτίαις περιπίπτειν, Λυσ. 108. 21· εἰς αἰτίαν ἐμπίπτειν, Πλάτ. Θεαίτ. 150Α· αἰτίας τυγχάνειν, Δημ. 1467, 17· ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖν, Αἰσχύλ. Πρ. 330: ― ἀντιτίθενται τούτοις, ἐν αἰτίᾳ ἔχειν, θεωρῶ τινα ἔνοχον, κατηγορῶ, Ἡρόδ. 5. 106· δι’ αἰτίας ἔχειν, Θουκ. 1. 35, κτλ.· ἐν αἰτίᾳ βάλλειν, Σοφ. Ο. Τ. 655· τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί, ἀποδίδω τὸ σφάλμα εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 26· αἰτίαν νέμειν τινί, Σοφ. Αἴ. 28· ἐπάγειν, Δημ. 320. 9· προσβάλλειν τινί, Ἀντιφῶν 121. 32· ἀνατιθέναι, προστιθέναι, κτλ. Ἀττ. ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίας, ἀθῳῶ, Ρήτορ. ― 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας: εἰ… εὖ πράξαιμεν, αἰτία θεοῦ, ὀφείλεται εἰς τὸν θεόν, «αὐτῷ ἡ δόξα», Αἰσχύλ. Θήβ. 4· δι’ ὅντινα αἰτίαν ἔχουσιν Ἀθηναῖοι βελτίους γεγονέναι, ἔχουσι τὴν ὑπόληψιν ὅτι, φημίζονται ὅτι ἔχουσι γείνῃ καλλίτεροι, Πλάτ. Γοργ. 503Β, πρβλ. Ἀλκ. Ι. 119Α· ὧν… πέρι αἰτίαν ἔχεις διαφέρειν, εἰς τὰ ὁποῖα ἔχεις τὴν φήμην ὅτι ὑπερέχεις, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 169Α· οἵ… ἔχουσι ταύτην τὴν αἰτίαν, οἵτινες ἔχουσι τοῦτο τὸ χαρακτηριστικόν, ὁ αὐτ. Πολ. 435Ε, πρβλ. Νόμ. ἐν ἀρχ., Ἀριστ. Μεταφ. 1. 3. 17: ― πρβλ. αἰτιάομαι, κατηγορέομαι. 3) μέμψις, νουθέτημα, παραίνεσις, μὴ ἐπ’ ἔχθρᾳ τὸ πλέον ἢ αἰτίᾳ, Θουκ. 1. 69. ΙΙ. παρὰ Πλάτ. καὶ τοῖς φιλοσοφ. συγγραφεῦσιν, αἰτία, Λατ. causa, Τίμ. 68Ε. Φαίδων 92Α, κἑξ. κτλ., περὶ τῶν τεσσάρων τοῦ Ἀριστοτέλ. αἰτιῶν ἴδε Φυσ. 2. 3, Μεταφ. 1, 3: ― αἰτία τοῦ γενέσθαι ἢ γεγονέναι, Πλάτ. Φαίδ. 97Α· τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ τῇ πόλει αἰτίακοινωνία, ὁ αὐτ. Πολ. 464Β: ― δοτ. αἰτίᾳ, ὡς τὸ Λατ. causa, ἐξ αἰτίας, ἕνεκα, χάριν, κοινοῦ τινος ἀγαθοῦ, Θουκ. 4. 87, πρβλ. Δίωνα Κ. 8. 29. Τὰ πρῶτα ἴχνη ταύτης τῆς σημασίας εὕρηνται ἐν τῷ προοιμίῳ τοῦ Ἡροδότου, δι’ ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν: ― αἴτιον (οὐδ. τοῦ αἴτιος), εἶναι ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὅπως τὸ αἰτία, ὅταν σημαίνῃ ἁπλῶς αἰτίαν, καὶ οὐχὶ κατηγορίαν. ΙΙΙ. περίστασις, εὐκαιρία· αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε, ἔδωκεν εἰς αὐτὰς ὑπόθεσιν πρὸς ᾆσμα, Πινδ. Ν. 7. 16· αἰτίαν παρέχει, Λουκ. Τυραννόκ. 13. ΙV. τὸ κεφάλαιον κατηγορίας τινός, (λογ.) ὑφ’ ὃ πρᾶγμά τι ὑπάγεται, Δημ. 645. 11. (Ἡ λέξις δὲν δύναται νὰ μὴ ἔχῃ τὴν αὐτὴν ῥίζαν μετά τοῦ αἰτέω, ἂν καὶ ἡ σχέσις τῶν ἐννοιῶν εἶναι ἀσαφής).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. cause, motif : αἰτία ἀνθ’ ὅτου EUR la raison pourquoi, pour laquelle ; αἰτία θεοῦ ESCHL un dieu en est la cause;
II. imputation :
1 en mauv. part accusation, grief, blâme : αἰτίαν ἔχειν τινός être accusé de qch ; αἰτίη ἔχει με HDT je suis accusé de ; αἰτίαν ἔχειν ὑπό τινος ESCHL ou αἰτίαν ἔχειν πρός τινος SOPH être accusé par qqn ; αἰτίαν ἔχειν avec l’inf. AR, avec ὅτι ou ὡς et l’ind. PLAT être accusé de ; ἐν αἰτίᾳ εἶναί ou γίγνεσθαί τινος XÉN, αἰτίαν ὑπέχειν, ou φέρεσθαι, ou ἐνέχεσθαι être accusé de, tomber sous le coup d’une accusation, être impliqué dans une accusation ; αἰτίαν λαμβάνειν ἀπό τινος THC encourir une accusation, un reproche au sujet de qch ; ἐν αἰτίᾳ τιθέναι ou ἔχειν τινά, αἰτίαν νέμειν ou ἐπιφέρειν τινί, ἐν αἰτίᾳ βάλλειν τινά SOPH accuser qqn, le mettre en accusation, lui intenter une accusation ; ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίας ESCHN ou ἀπολύσασθαι LYS, ἀφιέναι τινὰ τῆς αἰτίας LYS décharger qqn d’une accusation ; ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς ESCHL tu es à l’abri du reproche;
2 en b. part ce qu’on impute à qqn, l’opinion qu’on a de qqn : αἰτίαν ἔχουσι βελτίους γεγονέναι PLAT ils ont la réputation d’être devenus meilleurs.
Étymologie: αἴτιος.

English (Slater)

αἰτία
   a blame μείων γὰρ αἰτία (O. 1.35)
   b cause ; theme, subject εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε (N. 7.11)