οὔπω: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[not]] [[yet]], by no [[means]]. | |auten=[[not]] [[yet]], by no [[means]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[οὔπω]] <br /> <b>1</b> [[not]] . . . [[yet]] φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσεις [[οὔπω]] ἐν πελάγει Ῥόδον [[ἔμμεν]] (O. 7.55) ἀντεβόλησεν [[τῶν]] ἀνὴρ θνατὸς [[οὔπω]] [[τις]] [[πρότερον]] (O. 13.31) ἀλλ' [[ἔσται]] [[χρόνος]] [[οὗτος]], ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν [[ἔμπαλιν]] γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ [[οὔπω]] (P. 12.32) [[οὔπω]] γένυσι [[φαίνων]] τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (N. 5.6) καί μιν [[οὔπω]] τεθναότ (N. 10.74) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:41, 17 August 2017
English (LSJ)
or οὔ πω, Ion. οὔκω, Adv.
A not yet, opp. οὐκέτι (no longer, no more), usu. with pres. or past (esp. pf., or aor. in pf. sense) tenses, Il.2.799, Od.13.335, Hes. Op.521, Sc.10, Pl.Prt.322b, Men.Epit.98, etc.; freq. with another word between, as οὐ γάρ πω Il.1.262, 2.192; so οὔ τί κω Hdt.6.110; οὔτι πω A.Pers.179, S.Aj.106, El.513 (lyr.), OC1370; οὐ πέφυκέ πω A.Pr.27, cf. Eu.590, etc. 2 sts. merely as a stronger form of the neg., not, not at all, when it may be used with the pres. or fut., σοὶ δ' οὔ πω . . θεοὶ κοτέουσιν Il.14.143, cf. 12.270, Od. 2.118, S.OT594; οὔ πω τλήσομ' . . ὁρᾶσθαι Il.3.306, cf. Od.5.358: with aor., A.Fr.241, S.OT105.
German (Pape)
[Seite 416] noch nicht, Hom., Hes. u. Folgde, gew. mit dem Präteritum, selten c. praes.; ll. 14, 143 Od. 2, 118. 3, 226. 11, 184. 13, 335. 23, 116; Tragg., οὔπω σωφρονεῖν ἐπίσταται Aesch. Prom. 984; vgl. Xen. An. 3, 2, 14; – c. fut., Od. 5, 358. – Oft werden die beiden Wörter getrennt (s. πώ). – Soph. O. R. 594 οὔπω τοσοῦτον ἠπατημένος steht für οὔπως.
Greek (Liddell-Scott)
οὔπω: ἢ οὔ πω, Ἰων. οὔκω, ἐπίρρ. ὄχι, ἀκόμη, Λατ. nondum, ἀντίθετ. τῷ οὐκέτι (ὄχι πλέον), ἀείποτε μετὰ παρῳχημ. χρόνων, Ὅμ., Ἡσ., κλ.· συχνάκις δὲ μετὰ παρεμβαλλομένης 6. 110· οὔτι πω Αἰσχύλ Πέρσ. 179, Σοφ., κτλ.· οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27, πρβλ. Εὐμ. 590, κτλ.· - ἀντίθετ. τῷ πρίν, Ἡρόδ. 1. 32· ἴδε οὐδέποτε. 2) ἐνίοτε τίθεται ἁπλῶς ὡς ἰσχυρότερος τύπος τοῦ ἀρνητικοῦ, = οὐδόλως, οὐδαμῶς, ὅτε δύναται νὰ τίθηται μετ’ ἐνεστ. ἢ μέλλ., σοὶ δ’ οὔ πω.. θεοὶ κοτέουσιν Ἰλ. Ξ. 143, πρβλ. Μ. 270, Ὀδ. Β. 118, Σοφ. Ο. Τ. 105, 594· οὔ πω τλήσομ’.. ὁρᾶσθαι Ἰλ. Γ. 306, πρβλ. Ὀδ. Ε. 358.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 pas encore;
2 en aucune manière.
Étymologie: οὐ, πώ.
English (Autenrieth)
English (Slater)
οὔπω
1 not . . . yet φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσεις οὔπω ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν (O. 7.55) ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον (O. 13.31) ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω (P. 12.32) οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (N. 5.6) καί μιν οὔπω τεθναότ (N. 10.74)