ἀνέρχομαι: Difference between revisions
(strοng) |
(T22) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[ἀνά]] and [[ἔρχομαι]]; to [[ascend]]: go up. | |strgr=from [[ἀνά]] and [[ἔρχομαι]]; to [[ascend]]: go up. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=2nd aorist [[ἀνῆλθον]]; (from [[Homer]] [[down]]); to go up: to a [[higher]] [[place]]; to [[Jerusalem]], L Tr marginal [[reading]] ἀπῆλθον), [[ἐπανέρχομαι]].) | |||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 28 August 2017
English (LSJ)
(cf. ἄνειμι): aor. -ήλυθον or -ῆλθον:—
A go up, ἀνελθὼν ἐς σκοπιήν Od.10.97; εἰς τὴν ἀκρόπολιν X.HG2.4.39; ἐπὶ τὴν σκηνήν Arr.Epict.3.22.26; ἐπὶ βῆμα Hdn.1.5.2: abs., mount the tribune, Plu. Aem.31; go up from the coast inland, Od.19.190; come up from the nether world, ἀ. ἐξ Ἀΐδεω Thgn.703; κἀξ Ἅιδου θανὼν πρὸς φῶς ἀ. S.Ph.625; ἐξ Ἅιδου εἰς θεούς Pl.R.521c. 2 of trees, grow up, shoot up, Od.6.163,167; of the sun, rise, A.Ag.658; ἀ. ὠκεανοῖο A.R.3.1230; of water, rise, Arist.Mete.358b32, Heph.Astr.1.23: metaph., ὄλβος ἀ. E.Or.810. 3 go up to a first principle, in argument, ἐπ' ἀρχὴν ἀνελθόντες σκοπεῖν Pl.R.511d. II go or come back, return, ἂψ or αὖθις ἀ. 11.4.392, Od.1.317. 2 come back to a point, recur to it and say, ἄνελθέ μοι πάλιν τί . . E.Ph.1207, cf. Ion 933; πάλιν ἐπ' ἀρχὴν ἀ. v.l. in Pl.Ti.69a. 3 νόμος . . εἴς σ' ἀνελθὼν εἰ διαφθαρήσεται being brought home to you, E.Hec.802. [In 11.4.392, A.R.1.821, ᾱνερχομένῳ is corrupt.] III trans., traverse, νειόν Call.Aet.Fr.7.4P.
German (Pape)
[Seite 226] (s. ἔρχομαι), 1) hinaufgehen, emporsteigen, ἐς σκοπιήν, zur Warte, Od. 10, 97; ἐξ Ἅιδου ἐς θεοὺς ἀνελθεῖν Plat. Rep. VII, 521 c; κάτωθεν Ar. Av. 1562; εἰς τὴν ἀκρόπολιν Xen. Hell. 2, 4, 28; auftreten auf der Rednerbühne, Plut. Aem Paul. 31; – aufschießen, vom schlanken Wuchs eines jungen Baumes, Od. 6, 163. 167; von der Sonne, ἡλίου φῶς, Aesch. Ag. 644; vgl. λαμπ τῆρες Ch. 529, wo Valcken. ἀνῇθον corr. – 2) zurückkommen, heimkehren, ll. 6, 187; ἂψ. ἀν. 4, 392; αὺτις ἀν. Od. 1, 317; so Soph. Phil. 621; πάλιν ἐπ' αρχήν Plat. Tim. 69 a; ἄνελθέ μοι πάλιν, erzähle mir wiederum, Eur. Phoen. 1213.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέρχομαι: (πρβλ. ἄνειμι): ἀόρ. -ήλυθον ἢ -ῆλθον: - ἀναβαίνω, ἀνελθὼν ἐς σκοπιὴν Ὀδ. Κ. 97· εἰς τὴν ἀκρόπολιν Ξεν. Ἑλ. 2. 4, 39· ἐπὶ τὴν σκηνὴν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 26· ἐπὶ τὸ βῆμα Ἡρωδιαν. 1. 5· ἐντεῦθεν ἀπολ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ἀναβαίνω τὸ βῆμα, Πλουτ. Αἰμίλ. 31: - ἀναβαίνω ἀπὸ τῆς παραλίας εἰς τὰ μεσόγαια, Ὀδ. Τ. 190: - ἀνέρχομαι ἐκ τοῦ κάτω κόσμου, ἀν. ἐξ Ἀΐδεω Θέογν. 703· κἀξ Ἅιδου θανὼν πρὸς φῶς ἀν. Σοφ. Φ. 624· ἐξ Ἅιδου εἰς θεοὺς Πλάτ. Πολ. 531C. 2) ἐπὶ δένδρων, αὐξάνομαι, «μεγαλώνω», ἀνατρέχω, φοίνικος νέον ἔρνος ἀνερχόμενον ἐνόησα Ὀδ. Ζ. 163, 167: ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ἀνατέλλω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 658· ἀν. ὠκεανοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1230: ἐπὶ τοῦ πυρός, ἀναφλέγομαι, ἀναλάμπω, Αἰσχύλ. Χο. 536: ἐπὶ ὕδατος, ἀνυψοῦμαι, πλημμυρῶ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 32: - μεταφ., ὄλβος ἀν. Εὐρ. Ὀρ. 810. 3) ἐν συζητήσει, ἔρχομαι πάλιν ἐκεῖ ὅθεν ἤρχισα, ἔρχομαι πάλιν εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ζητήματος, ἐπ’ ἀρχὴν ἀνελθόντες σκοπεῖν Πλάτ. Πολ. 511D. ΙΙ. ὑπάγω ἢ ἔρχομαι ὀπίσω, ἐπανέρχομαι πάλιν, ὑποστρέφω, Ὅμ., ὅστις καὶ ἐπιτείνει αὐτὸ τῇ προσθήκῃ τοῦ ἂψ ἢ τοῦ αὖθις, Ἰλ. Δ. 392, Ὀδ. Α. 317· πρβλ. ἐπανέρχομαι. 2) ἀνατρέχω εἰς τὴν ἀρχὴν καὶ διηγοῦμαι, ἀλλ’ ἄνελθέ μοι πάλιν, τί... «ἀνάδραμε καὶ διήγησαι» (Σχόλ.) Εὐρ. Φοίν. 1207, πρβλ. Ἴωνα 933· πάλιν ἐπ’ ἀρχὴν ἀν. Πλάτ. Τίμ. 69Α. 3) νόμος... εἴς σ’ ἀνελθὼν εἰ διαφθαρήσεται... οὐκ ἔστιν οὐδὲν τῶν ἐν ἀνθρώποις ἴσον, [ὁ θεῖος] νόμος ἀνενεχθεὶς εἰς σὲ (τὸν Ἀγαμέμνονα) ὅπως ἐφαρμόσῃς αὐτόν, ἐὰν διαφθαρῇ... δὲν ὑπάρχει τίποτε ἐκ τῶν ἀνθρωπίνων δίκαιον, Εὐρ. Ἐκ. 802. [Ἐν Ἰλ. Δ. 392 ἂψ ’ᾱνερχομένῳ πρέπει νὰ διορθωθῇ, ἐκ τοῦ Ἑνετικ. χειρογρ. εἰς ἀναερχομένῳ, ὁ Monro ἔχει ἂψ ἂρ’ ἀνερχομένῳ, ἄλλοι δὲ ἂψ οἱ ἀνερχομένῳ, πρβλ. Ζ. 187, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 821].
French (Bailly abrégé)
f. ἀνελεύσομαι, ao. ἀνῆλθον, etc.
I. (ἀνά en haut);
1 monter : ἐς σκοπιήν OD sur un lieu d’observation ; ἐπὶ τὸ βῆμα ou abs. ἀν. PLUT monter à la tribune ; p. anal. se lever en parl. du soleil;
2 pousser, croître;
3 aller de la côte dans l’intérieur;
II. (ἀνά en arrière);
1 revenir sur ses pas, revenir, retourner;
2 fig. revenir à, passer aux mains de : εἴς τινα EUR être remis entre les mains de qqn.
Étymologie: ἀνά, ἔρχομαι.
English (Autenrieth)
aor. 2 ἀνήλυθε, part. ἀνελθών: come (or go) up or back, return; σκοπιὴν ἐς παιπαλόεσσαν ἀνελθών, Od. 10.97; ἄψ ἀναερχομένῳ, Il. 4.392; of a tree, φοίνῖκος νέον ἔρνος ἀνερχόμενον, ‘shooting up,’ Od. 6.163, 167. Cf. ἄνειμι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. ἀνῆλθα POxy.1773.12 (III d.C.)]
A intr.
I c. mov. hacia arriba
1 suj. de pers. subir ἐς σκοπιήν Od.10.97, εἰς τὴν ἀκρόπολιν X.HG 2.4.39, εἰς Ἄρειον πάγον D.26.5, ἐπὶ τὴν σκηνήν Arr.Epict.3.22.26, ἐπὶ βῆμα Hdn.1.5.2, ἐξ Ἀΐδεω Thgn.703, κἀξ ᾍδου ... πρὸς φῶς S.Ph.625, ἐξ ἀνηλίων μυχῶν ᾍδου E.HF 607, ἐξ ᾍδου ... εἰς θεούς Pl.R.521c, πρὸς ὑμᾶς Luc.Tim.30, ἐπὶ σέ Luc.Pisc.4
•abs. subir a la tribuna Plu.Aem.31
•dirigirse al interior desde la costa Od.19.190, cf. D.P.400
•ir del campo a la ciudad, Ep.Gal.1.17.
2 de árboles brotar, salir, Od.6.163, 167
•del sol salir A.A.658, c. gen. ὠκεανοῖο A.R.3.1230
•del agua del mar en las mareas subir Arist.Mete.358b32, Heph.Astr.1.23.20.
II c. mov. hacia atrás
1 venir de nuevo, volver ἄψ Il.4.392, αὖτις Od.1.317.
2 retroceder (en un discurso), decir volviendo atrás ἄνελθέ μοι πάλιν prosigue de nuevo E.Ph.1207, cf. Io 933
•volver, remontarse ἐπ' ἀρχήν Pl.R.511d, Ti.69a
•fig. ὄλβος ... πάλιν ἀνῆλθ' ἐξ εὐτυχίας la prosperidad ... de nuevo declinó de su fortuna E.Or.810.
3 alegar (νόμος) ἐς σ' ἀνελθών (una ley) alegada ante tí E.Hec.802.
B tr. atravesar νειόν Call.Fr.24.4.
English (Strong)
from ἀνά and ἔρχομαι; to ascend: go up.
English (Thayer)
2nd aorist ἀνῆλθον; (from Homer down); to go up: to a higher place; to Jerusalem, L Tr marginal reading ἀπῆλθον), ἐπανέρχομαι.)