χωνεύω: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(Bailly1_5) |
(47c) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=fondre dans le creuset, fondre <i>en parl. d’un métal</i>.<br />'''Étymologie:''' contr. de [[χοανεύω]] ; cf. [[χώνη]]. | |btext=fondre dans le creuset, fondre <i>en parl. d’un métal</i>.<br />'''Étymologie:''' contr. de [[χοανεύω]] ; cf. [[χώνη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, και στον <b>Ερωτόκρ.</b> [[χωνεύγω]] Ν, και ασυναίρ. τ. [[χοανεύω]] Α [[χοάνη]]/[[χώνη]]<br /><b>1.</b> [[τήκω]] [[μέταλλο]] σε [[χοάνη]] ή σε κάμινο<br /><b>2.</b> (σχετικά με τροφές) [[πέπτω]], [[ολοκληρώνω]] τη [[λειτουργία]] πέψης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χώνω]], [[ενσωματώνω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) (για ξύλα κ.ά. ύλες) [[γίνομαι]] [[στάχτη]], αποτεφρώνομαι<br />β) (για νερά) i) απορροφούμαι<br />ii) κατεβαίνει η [[στάθμη]] της επιφάνειάς μου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ανέχομαι]], [[υποφέρω]] κάποιον («[[νομίζω]] ότι ο [[δάσκαλος]] δεν μέ χωνεύει [[καθόλου]]»)<br />β) [[κατανοώ]], [[συνειδητοποιώ]] [[κάτι]] (α. «το χώνεψες ή θέλεις να σού το επαναλάβω;» β. «δεν μπορεί [[ακόμη]] να χωνέψει την [[προσβολή]] που της έκανε»)<br />γ) (στην [[ποίηση]]) [[εντάσσω]], [[προσαρμόζω]] («χωνεύουν τα ανώμαλα σχήματά τους [[μέσα]] σε μία γενικήν αρμονίαν», Παπαντ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν θα το χωνέψεις»<br />(ως [[απειλή]]) δεν θα περάσει [[έτσι]], [[χωρίς]] να τιμωρηθείς<br />β) «χωνεμένη [[κοπριά]]» — [[κοπριά]] που έχει αποσυντεθεί και [[είναι]] κατάλληλη για [[λίπασμα]]<br />γ) «χωνεμένο [[τυρί]]» — [[τυρί]] που έχει υποστεί [[ζύμωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χύνω]] [[μέταλλο]] στη [[μήτρα]], [[χυτεύω]] («τὸν χαλκοῡν ἵππον χωνεύσας», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιχρίω]] αγγεία με [[πίσσα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με χρήματα) [[συγκεντρώνω]], [[μαζεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:15, 29 September 2017
English (LSJ)
contr. fr. χοανεύω (q. v.). II coat jars with pitch, τοὺς χωνεύοντας κεραμεῖς PSI4.441.3, cf. 15 (iii B. C.); κεχωνευκώς PCair.Zen.741.26 (iii B. C.): but pf. part. Pass. κεχωνημένα ib.742.4 (iii B. C.) (χωνεύω and κωνάω became assimilated; cf. ἀχώνευτος and ἀχώνητος (Addenda)).
German (Pape)
[Seite 1386] zsgz. aus χοανεύω, Metall schmelzen, gießen, aus geschmolzenem Metall bilden; Pol. 34, 9,11; κεχωνευμένον ἀργύριον Plut. Lucull. 17, und A.
Greek (Liddell-Scott)
χωνεύω: συνῃρ. ἐκ τοῦ χοανεύω, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
fondre dans le creuset, fondre en parl. d’un métal.
Étymologie: contr. de χοανεύω ; cf. χώνη.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. χωνεύγω Ν, και ασυναίρ. τ. χοανεύω Α χοάνη/χώνη
1. τήκω μέταλλο σε χοάνη ή σε κάμινο
2. (σχετικά με τροφές) πέπτω, ολοκληρώνω τη λειτουργία πέψης
νεοελλ.
1. χώνω, ενσωματώνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο
2. (αμτβ.) α) (για ξύλα κ.ά. ύλες) γίνομαι στάχτη, αποτεφρώνομαι
β) (για νερά) i) απορροφούμαι
ii) κατεβαίνει η στάθμη της επιφάνειάς μου
3. μτφ. α) ανέχομαι, υποφέρω κάποιον («νομίζω ότι ο δάσκαλος δεν μέ χωνεύει καθόλου»)
β) κατανοώ, συνειδητοποιώ κάτι (α. «το χώνεψες ή θέλεις να σού το επαναλάβω;» β. «δεν μπορεί ακόμη να χωνέψει την προσβολή που της έκανε»)
γ) (στην ποίηση) εντάσσω, προσαρμόζω («χωνεύουν τα ανώμαλα σχήματά τους μέσα σε μία γενικήν αρμονίαν», Παπαντ.)
4. φρ. α) «δεν θα το χωνέψεις»
(ως απειλή) δεν θα περάσει έτσι, χωρίς να τιμωρηθείς
β) «χωνεμένη κοπριά» — κοπριά που έχει αποσυντεθεί και είναι κατάλληλη για λίπασμα
γ) «χωνεμένο τυρί» — τυρί που έχει υποστεί ζύμωση
αρχ.
1. χύνω μέταλλο στη μήτρα, χυτεύω («τὸν χαλκοῡν ἵππον χωνεύσας», Αλέξ. Αφρ.)
2. επιχρίω αγγεία με πίσσα
3. μτφ. (σχετικά με χρήματα) συγκεντρώνω, μαζεύω.