αύλακα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η και [[αύλακας]], ο (AM [[αὖλαξ]], Α και [[ἄλοξ]] και ὦλξ, μόνο στην αιτ. [[ὦλκα]], ὦλκας)<br />[[αυλάκι]] κήπου ή αγρού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η αφρισμένη [[γραμμή]] που αφήνει [[πίσω]] του το [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> τεχνητό ή [[φυσικό]] όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη [[διέλευση]] των πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γλυφή]]<br /><b>2.</b> [[αμυχή]] του δέρματος<br /><b>3.</b> [[ευθεία]] [[γραμμή]] την οποία σχηματίζει ο [[θεριστής]], όγμος<br /><b>4.</b> «[[αὖλαξ]] [[ὑδροφόρος]]» — [[υδραγωγείο]]<br /><b>5.</b> η [[γυναίκα]], στην οποία σπείρεται το [[σπέρμα]] του ανδρός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκτός από τον βασικό τ. <i>αύλαξ</i> μαρτυρείται στην αρχαία [[παράδοση]] [[ένας]] [[αριθμός]] παράλληλων τ. με την [[ίδια]] [[σημασία]], των οποίων η ετυμολογική [[σχέση]] δεν μπορεί με απόλυτη [[βεβαιότητα]] να καθοριστεί. Εν πρώτοις η ομηρική αιτ. εν. <i>ώλκα</i> (και πληθ. <i>ώλκας</i>) της άχρηστης ονομ. <i>ωλξ</i> [[πρέπει]] να προέρχεται από <i>άολκα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>άFολκα</i> με νεώτερη [[συναίρεση]] (δηλ. [[κατά]] <i>ώλκα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>' <i>άFολκα</i> Ιλ. Ν 707). Ο ποιητ. τ. [[άλοξ]] θεωρείται ότι προήλθε από τη [[ρίζα]] <i>αολκ</i>- με [[μετάθεση]], ενώ ο τ. <i>αύλαξ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ά</i>-<i>Fλακ</i>- συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>α</i>-<i>Fελκ</i>- και το λακων. <i>ευλάκᾱ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ε Fλακ</i>-, [[ίδια]] [[βαθμίδα]] και διαφορετικό προθεματικό [[φωνήεν]]. Τέλος, ο δωρ. τ. <i>ώλαξ</i> προήλθε πιθ. από συμφυρμό των <i>ώλκα</i> και <i>αύλαξ</i>. Η ύπαρξη τόσων τ. για τη [[δήλωση]] της ίδιας λ. οφείλεται πιθ. στον τεχνικό χαρακτήρα της λ. Κατ' [[άλλη]] [[ετυμολογία]], η λ. <i>αύλαξ</i> θεωρείται παράγωγο του [[αυλός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυλών</i> «[[αυλάκι]], [[τάφρος]]») και διακρίνεται από το [[άλοξ]] και τους υπόλοιπους τύπους. Ο τ. <i>αύλαξ</i> συνδέεται με λιθ. <i>velku</i>, αρχ. σλαβ. <i>vl</i><i>ě</i><i>kọ</i>, αβ. <i>var∂k</i>- «[[τραβώ]], [[σύρω]]» και ανάγεται σε ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>welk</i>- «[[τραβώ]]», ενώ η [[προσπάθεια]] συσχετισμού αυτής με τη <i>selk</i>- «[[έλκω]]» [[κάτω]] από [[κοινή]] [[ρίζα]] <i>swelk</i>- δεν φαίνεται πειστική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυλακίζω]], [[αυλάκι]](-<i>ον</i>)<br />(μσν.νεοελλ.) <i>αυλακώδης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κυαναύλαξ]], [[μικραύλαξ]], [[ολιγαύλαξ]], [[ομαύλαξ]], [[πολυαύλαξ]], [[τριαύλαξ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αυλακοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αυλακονάρθηκας]], <i>τσιμενταύλακας</i>, [[υδραύλακας]]].
|mltxt=η και [[αύλακας]], ο (AM [[αὖλαξ]], Α και [[ἄλοξ]] και ὦλξ, μόνο στην αιτ. [[ὦλκα]], ὦλκας)<br />[[αυλάκι]] κήπου ή αγρού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η αφρισμένη [[γραμμή]] που αφήνει [[πίσω]] του το [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> τεχνητό ή [[φυσικό]] όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη [[διέλευση]] των πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γλυφή]]<br /><b>2.</b> [[αμυχή]] του δέρματος<br /><b>3.</b> [[ευθεία]] [[γραμμή]] την οποία σχηματίζει ο [[θεριστής]], όγμος<br /><b>4.</b> «[[αὖλαξ]] [[ὑδροφόρος]]» — [[υδραγωγείο]]<br /><b>5.</b> η [[γυναίκα]], στην οποία σπείρεται το [[σπέρμα]] του ανδρός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκτός από τον βασικό τ. <i>αύλαξ</i> μαρτυρείται στην αρχαία [[παράδοση]] [[ένας]] [[αριθμός]] παράλληλων τ. με την [[ίδια]] [[σημασία]], των οποίων η ετυμολογική [[σχέση]] δεν μπορεί με απόλυτη [[βεβαιότητα]] να καθοριστεί. Εν πρώτοις η ομηρική αιτ. εν. <i>ώλκα</i> (και πληθ. <i>ώλκας</i>) της άχρηστης ονομ. <i>ωλξ</i> [[πρέπει]] να προέρχεται από <i>άολκα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>άFολκα</i> με νεώτερη [[συναίρεση]] (δηλ. [[κατά]] <i>ώλκα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>' <i>άFολκα</i> Ιλ. Ν 707). Ο ποιητ. τ. [[άλοξ]] θεωρείται ότι προήλθε από τη [[ρίζα]] <i>αολκ</i>- με [[μετάθεση]], ενώ ο τ. <i>αύλαξ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ά</i>-<i>Fλακ</i>- συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>α</i>-<i>Fελκ</i>- και το λακων. <i>ευλάκᾱ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ε Fλακ</i>-, [[ίδια]] [[βαθμίδα]] και διαφορετικό προθεματικό [[φωνήεν]]. Τέλος, ο δωρ. τ. <i>ώλαξ</i> προήλθε πιθ. από συμφυρμό των <i>ώλκα</i> και <i>αύλαξ</i>. Η ύπαρξη τόσων τ. για τη [[δήλωση]] της ίδιας λ. οφείλεται πιθ. στον τεχνικό χαρακτήρα της λ. Κατ' [[άλλη]] [[ετυμολογία]], η λ. <i>αύλαξ</i> θεωρείται παράγωγο του [[αυλός]] ([[πρβλ]]. <i>αυλών</i> «[[αυλάκι]], [[τάφρος]]») και διακρίνεται από το [[άλοξ]] και τους υπόλοιπους τύπους. Ο τ. <i>αύλαξ</i> συνδέεται με λιθ. <i>velku</i>, αρχ. σλαβ. <i>vl</i><i>ě</i><i>kọ</i>, αβ. <i>var∂k</i>- «[[τραβώ]], [[σύρω]]» και ανάγεται σε ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>welk</i>- «[[τραβώ]]», ενώ η [[προσπάθεια]] συσχετισμού αυτής με τη <i>selk</i>- «[[έλκω]]» [[κάτω]] από [[κοινή]] [[ρίζα]] <i>swelk</i>- δεν φαίνεται πειστική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυλακίζω]], [[αυλάκι]](-<i>ον</i>)<br />(μσν.νεοελλ.) <i>αυλακώδης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κυαναύλαξ]], [[μικραύλαξ]], [[ολιγαύλαξ]], [[ομαύλαξ]], [[πολυαύλαξ]], [[τριαύλαξ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αυλακοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αυλακονάρθηκας]], <i>τσιμενταύλακας</i>, [[υδραύλακας]]].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας)
αυλάκι κήπου ή αγρού
νεοελλ.
1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο
2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων
αρχ.
1. γλυφή
2. αμυχή του δέρματος
3. ευθεία γραμμή την οποία σχηματίζει ο θεριστής, όγμος
4. «αὖλαξ ὑδροφόρος» — υδραγωγείο
5. η γυναίκα, στην οποία σπείρεται το σπέρμα του ανδρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκτός από τον βασικό τ. αύλαξ μαρτυρείται στην αρχαία παράδοση ένας αριθμός παράλληλων τ. με την ίδια σημασία, των οποίων η ετυμολογική σχέση δεν μπορεί με απόλυτη βεβαιότητα να καθοριστεί. Εν πρώτοις η ομηρική αιτ. εν. ώλκα (και πληθ. ώλκας) της άχρηστης ονομ. ωλξ πρέπει να προέρχεται από άολκα < άFολκα με νεώτερη συναίρεση (δηλ. κατά ώλκα < κατ' άFολκα Ιλ. Ν 707). Ο ποιητ. τ. άλοξ θεωρείται ότι προήλθε από τη ρίζα αολκ- με μετάθεση, ενώ ο τ. αύλαξ < ά-Fλακ- συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας α-Fελκ- και το λακων. ευλάκᾱ < ε Fλακ-, ίδια βαθμίδα και διαφορετικό προθεματικό φωνήεν. Τέλος, ο δωρ. τ. ώλαξ προήλθε πιθ. από συμφυρμό των ώλκα και αύλαξ. Η ύπαρξη τόσων τ. για τη δήλωση της ίδιας λ. οφείλεται πιθ. στον τεχνικό χαρακτήρα της λ. Κατ' άλλη ετυμολογία, η λ. αύλαξ θεωρείται παράγωγο του αυλός (πρβλ. αυλών «αυλάκι, τάφρος») και διακρίνεται από το άλοξ και τους υπόλοιπους τύπους. Ο τ. αύλαξ συνδέεται με λιθ. velku, αρχ. σλαβ. vlěkọ, αβ. var∂k- «τραβώ, σύρω» και ανάγεται σε ινδοευρ. ρίζα welk- «τραβώ», ενώ η προσπάθεια συσχετισμού αυτής με τη selk- «έλκω» κάτω από κοινή ρίζα swelk- δεν φαίνεται πειστική.
ΠΑΡ. αυλακίζω, αυλάκι(-ον)
(μσν.νεοελλ.) αυλακώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. κυαναύλαξ, μικραύλαξ, ολιγαύλαξ, ομαύλαξ, πολυαύλαξ, τριαύλαξ
μσν.- νεοελλ.
αυλακοειδής
νεοελλ.
αυλακονάρθηκας, τσιμενταύλακας, υδραύλακας].