κυματοπλήξ: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(22) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kymatopliks | |Transliteration C=kymatopliks | ||
|Beta Code=kumatoplh/c | |Beta Code=kumatoplh/c | ||
|Definition=ῆγος, ὁ, ἡ, | |Definition=-ῆγος, ὁ, ἡ, [[wavebeaten]], ἀκτά [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1241 (lyr.); σκόπελος ''AP''10.7 (Arch.); [[tossed by the waves]], of fish, Hp.''Vict.''2.48, Archestr.''Fr.''11, Mnesith. ap. Ath.8.358b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1530.png Seite 1530]] ῆγος, von Wellen geschlagen, ἀκτὰ κυμ. κλονεῖται Soph. O. C. 1243; [[σκόπελος]] Archi. 16 (X, 7); Archestr. bei Ath. VII, 300 e, vgl. VIII, 358 b, ἰχθ ῦς, wo früher κυματοπληγεῖς stand. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1530.png Seite 1530]] ῆγος, von Wellen geschlagen, ἀκτὰ κυμ. κλονεῖται Soph. O. C. 1243; [[σκόπελος]] Archi. 16 (X, 7); Archestr. bei Ath. VII, 300 e, vgl. VIII, 358 b, ἰχθ ῦς, wo früher κυματοπληγεῖς stand. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br />[[battu des flots]].<br />'''Étymologie:''' [[κῦμα]], [[πλήττω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυματοπλήξ -ῆγος [[[κῦμα]], [[πλήττω]]] [[door golven gebeukt]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῡμᾰτοπλήξ:''' πλῆγος adj. ударяемый волнами ([[ἀκτή]] Soph.; [[σκόπελος]] Anth.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυματοπλήξ]], -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πλήττεται από τα κύματα, αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτὰ [[κυματοπλήξ]] [[χειμερία]] κλονεῖται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αναρρίπτεται, που ανατινάσσεται από τα κύματα («κυματοπλῆγες Iχθύες», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλήξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. [[ηλιοπλήξ]], [[κωμοπλήξ]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῡμᾰτοπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ([[πλήσσω]]), κυματόδαρτος, σε Σοφ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῡμᾰτοπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, πληττόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων, [[ἀκτὴ]] Σοφ. Ο. Κ. 1241· [[σκόπελος]] Ἀνθ. Π. 10. 7· ἰχθύες πλανῆται καὶ κυματοπλῆγες Ἱππ. 357. 48, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 300Ε, Μνησίθ. [[αὐτόθι]] 358Β. | |lstext='''κῡμᾰτοπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, πληττόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων, [[ἀκτὴ]] Σοφ. Ο. Κ. 1241· [[σκόπελος]] Ἀνθ. Π. 10. 7· ἰχθύες πλανῆται καὶ κυματοπλῆγες Ἱππ. 357. 48, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 300Ε, Μνησίθ. [[αὐτόθι]] 358Β. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=κῡμᾰτο-[[πλήξ]], ῆγος, ὁ, ἡ, [[πλήσσω]]<br />[[wave]]-[[beaten]], Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:45, 20 October 2024
English (LSJ)
-ῆγος, ὁ, ἡ, wavebeaten, ἀκτά S.OC1241 (lyr.); σκόπελος AP10.7 (Arch.); tossed by the waves, of fish, Hp.Vict.2.48, Archestr.Fr.11, Mnesith. ap. Ath.8.358b.
German (Pape)
[Seite 1530] ῆγος, von Wellen geschlagen, ἀκτὰ κυμ. κλονεῖται Soph. O. C. 1243; σκόπελος Archi. 16 (X, 7); Archestr. bei Ath. VII, 300 e, vgl. VIII, 358 b, ἰχθ ῦς, wo früher κυματοπληγεῖς stand.
French (Bailly abrégé)
ῆγος (ὁ, ἡ)
battu des flots.
Étymologie: κῦμα, πλήττω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυματοπλήξ -ῆγος [κῦμα, πλήττω] door golven gebeukt.
Russian (Dvoretsky)
κῡμᾰτοπλήξ: πλῆγος adj. ударяемый волнами (ἀκτή Soph.; σκόπελος Anth.).
Greek Monolingual
κυματοπλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που πλήττεται από τα κύματα, αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτὰ κυματοπλήξ χειμερία κλονεῖται», Σοφ.)
2. αυτός που αναρρίπτεται, που ανατινάσσεται από τα κύματα («κυματοπλῆγες Iχθύες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ηλιοπλήξ, κωμοπλήξ].
Greek Monotonic
κῡμᾰτοπλήξ: -ῆγος, ὁ, (πλήσσω), κυματόδαρτος, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμᾰτοπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, πληττόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων, ἀκτὴ Σοφ. Ο. Κ. 1241· σκόπελος Ἀνθ. Π. 10. 7· ἰχθύες πλανῆται καὶ κυματοπλῆγες Ἱππ. 357. 48, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 300Ε, Μνησίθ. αὐτόθι 358Β.