μεγαλήγορος: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
(24) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megaligoros | |Transliteration C=megaligoros | ||
|Beta Code=megalh/goros | |Beta Code=megalh/goros | ||
|Definition= | |Definition=μεγαλήγορον,<br><span class="bld">A</span> [[talking big]], [[vaunting]], A.''Th.''565 (lyr.), [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.1.17. Adv. [[μεγαληγόρως]] App.''Hisp.''19, ''Mith.''70.<br><span class="bld">2</span> [[lofty]], [[magniloquent]], Longin.8.4. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλήγορος''': (ἢ [[κάλλιον]] μεγαληγόρος), ον, ([[ἀγορεύω]]) ὁ μεγαληγορῶν, [[μεγαλορρήμων]], Αἰσχύλ. Θήβ. 565· [[καυχηματίας]], [[κομπορρήμων]], Ξεν. Κύρ. 7. 1, 17· - μεγαλοπρεπὴς ἐν τῷ λόγῳ, [[ἔξοχος]], Λογγῖν. 8. 4. - Ἐπίρρ. μεγαληγόρως, μεγαλορρημόνως, | |lstext='''μεγᾰλήγορος''': (ἢ [[κάλλιον]] μεγαληγόρος), ον, ([[ἀγορεύω]]) ὁ μεγαληγορῶν, [[μεγαλορρήμων]], Αἰσχύλ. Θήβ. 565· [[καυχηματίας]], [[κομπορρήμων]], Ξεν. Κύρ. 7. 1, 17· - μεγαλοπρεπὴς ἐν τῷ λόγῳ, [[ἔξοχος]], Λογγῖν. 8. 4. - Ἐπίρρ. μεγαληγόρως, μεγαλορρημόνως, Πολυδ. Θ΄, 147, κλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μεγαλήγορος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κομπορρημονεί, [[καυχηματίας]], [[κομπαστής]]<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του στομφώδες ύφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαληγόρως</i> (Α)<br />με [[κομπορρημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[μεγαλήγορος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κομπορρημονεί, [[καυχηματίας]], [[κομπαστής]]<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του στομφώδες ύφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαληγόρως</i> (Α)<br />με [[κομπορρημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), [[πρβλ]]. <i>ψεδο</i>-<i>ήγορος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεγᾰλήγορος:''' -ον ([[ἀγορεύω]]), [[πολυλογάς]], [[καυχησιάρης]], αυτός που κομπάζει, σε Αισχύλ., Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μεγᾰλ-ήγορος, ον [[ἀγορεύω]]<br />[[talking]] big, [[vaunting]], [[boastful]], Aesch., Xen. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[boastful]]=== | |||
Azerbaijani: lovğa; Bulgarian: самохвален; Catalan: vanagloriós; Chinese Mandarin: 自誇的, 自夸的; Finnish: leuhka, öykkärimäinen; French: [[vantard]], [[fanfaron]]; Galician: fantoche, vaidoso; German: [[prahlerisch]], [[stolz]]; Ancient Greek: [[ἀλαζονίας]], [[ἀλαζονικός]], [[ἀλαζών]], [[αὐχαλέος]], [[αὐχήεις]], [[αὐχηματίας]], [[αὐχητής]], [[γαύρηξ]], [[γλωσσοκηλόκομπος]], [[Θράσων]], [[καυχηματίας]], [[καυχηματικός]], [[καυχήμων]], [[καυχητής]], [[κομπαστής]], [[κομπαστικός]], [[κομπολακύθης]], [[κομπός]], [[κομπῶδες]], [[κομπώδης]], [[μεγάλαυχος]], [[μεγαλήγορος]], [[μεγαλόφρων]], [[μεγαυχής]], [[περιαυτολογικός]], [[στόμαργος]], [[ὑπέραυχος]], [[ὑπερήφανος]], [[ὑπέρφρων]], [[ὑψαγόρας]], [[ὑψήγορος]], [[ὑψηλόφρων]], [[ὑψίκομπος]], [[φίλαυχος]]; Hungarian: dicsekvő, hencegő, kérkedő; Irish: mórfhoclach; Japanese: 自慢する, 自慢に満ちた; Latin: [[iactans]]; Latvian: lielīgs; Macedonian: фалбаџиски; Maori: pākiwaha; Mongolian: бардам; Plautdietsch: grootfrätich, puchsch; Portuguese: [[orgulhoso]]; Russian: [[хвастливый]], [[гордый]]; Scottish Gaelic: bragail; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалисав, самохвалисав; Roman: hvalisav, samohvalisav; Spanish: [[jactancioso]], [[fachendoso]]; Swedish: skrytsam; Tagalog: hambog, mahangin, pasikat; Yakut: бардам | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
μεγαλήγορον,
A talking big, vaunting, A.Th.565 (lyr.), X.Cyr.7.1.17. Adv. μεγαληγόρως App.Hisp.19, Mith.70.
2 lofty, magniloquent, Longin.8.4.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλήγορος: (ἢ κάλλιον μεγαληγόρος), ον, (ἀγορεύω) ὁ μεγαληγορῶν, μεγαλορρήμων, Αἰσχύλ. Θήβ. 565· καυχηματίας, κομπορρήμων, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 17· - μεγαλοπρεπὴς ἐν τῷ λόγῳ, ἔξοχος, Λογγῖν. 8. 4. - Ἐπίρρ. μεγαληγόρως, μεγαλορρημόνως, Πολυδ. Θ΄, 147, κλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μεγαλήγορος, -ον)
1. αυτός που κομπορρημονεί, καυχηματίας, κομπαστής
2. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του στομφώδες ύφος.
επίρρ...
μεγαληγόρως (Α)
με κομπορρημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. ψεδο-ήγορος. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
μεγᾰλήγορος: -ον (ἀγορεύω), πολυλογάς, καυχησιάρης, αυτός που κομπάζει, σε Αισχύλ., Ξεν.
Middle Liddell
μεγᾰλ-ήγορος, ον ἀγορεύω
talking big, vaunting, boastful, Aesch., Xen.
Translations
boastful
Azerbaijani: lovğa; Bulgarian: самохвален; Catalan: vanagloriós; Chinese Mandarin: 自誇的, 自夸的; Finnish: leuhka, öykkärimäinen; French: vantard, fanfaron; Galician: fantoche, vaidoso; German: prahlerisch, stolz; Ancient Greek: ἀλαζονίας, ἀλαζονικός, ἀλαζών, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματίας, αὐχητής, γαύρηξ, γλωσσοκηλόκομπος, Θράσων, καυχηματίας, καυχηματικός, καυχήμων, καυχητής, κομπαστής, κομπαστικός, κομπολακύθης, κομπός, κομπῶδες, κομπώδης, μεγάλαυχος, μεγαλήγορος, μεγαλόφρων, μεγαυχής, περιαυτολογικός, στόμαργος, ὑπέραυχος, ὑπερήφανος, ὑπέρφρων, ὑψαγόρας, ὑψήγορος, ὑψηλόφρων, ὑψίκομπος, φίλαυχος; Hungarian: dicsekvő, hencegő, kérkedő; Irish: mórfhoclach; Japanese: 自慢する, 自慢に満ちた; Latin: iactans; Latvian: lielīgs; Macedonian: фалбаџиски; Maori: pākiwaha; Mongolian: бардам; Plautdietsch: grootfrätich, puchsch; Portuguese: orgulhoso; Russian: хвастливый, гордый; Scottish Gaelic: bragail; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалисав, самохвалисав; Roman: hvalisav, samohvalisav; Spanish: jactancioso, fachendoso; Swedish: skrytsam; Tagalog: hambog, mahangin, pasikat; Yakut: бардам