χαλάδριον: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(46) |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chaladrion | |Transliteration C=chaladrion | ||
|Beta Code=xala/drion | |Beta Code=xala/drion | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[mat]] or [[pallet]], PTeb.414.13 (ii A. D.), POxy.646 (ii A. D.), etc., cf. [[χάλανδρον]]; also written [[χαλάτριον]] PLond.5.1714.32 (vi A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χαλάτριον]] και [[χαράδριον]] και [[χελάδριον]], τὸ, ΜΑ<br />[[στρώμα]], [[στρωσίδι]] από [[ψάθα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[χαλάδριον]] ανάγεται στο θ. <i>χαλα</i>- του <i>χαλῶ</i>, -<i>άω</i> «[[χαλαρώνω]]» (<b>πρβλ.</b> αόρ. [[χαλά]]-<i>σαι</i>) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>δριον</i>, το οποίο έχει προέλθει από λ. σε -<i>δρος</i> / -<i>δρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέν</i>-<i>δρον</i>: <i>δένδριον</i>). Ο τ. [[χαλά]]-<i>τριον</i> εμφανίζει [[εναλλαγή]] διαρκούς ηχηρού και άηχου κλειστού -<i>δ</i>- / -<i>τ</i>- στο [[επίθημα]], ενώ ο τ. [[χαράδριον]] [[εναλλαγή]] τών υγρών -<i>λ</i> / -<i>ρ</i>- <i>στο</i> θ. Τέλος, με φωνηεντισμό -<i>ε</i>- έχει σχηματιστεί ο τ. [[χελάδριον]]]. | |mltxt=[[χαλάδριον]] και [[χαλάτριον]] και [[χαράδριον]] και [[χελάδριον]], τὸ, ΜΑ<br />[[στρώμα]], [[στρωσίδι]] από [[ψάθα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[χαλάδριον]] ανάγεται στο θ. <i>χαλα</i>- του <i>χαλῶ</i>, -<i>άω</i> «[[χαλαρώνω]]» (<b>πρβλ.</b> αόρ. [[χαλά]]-<i>σαι</i>) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>δριον</i>, το οποίο έχει προέλθει από λ. σε -<i>δρος</i> / -<i>δρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέν</i>-<i>δρον</i>: <i>δένδριον</i>). Ο τ. [[χαλά]]-<i>τριον</i> εμφανίζει [[εναλλαγή]] διαρκούς ηχηρού και άηχου κλειστού -<i>δ</i>- / -<i>τ</i>- στο [[επίθημα]], ενώ ο τ. [[χαράδριον]] [[εναλλαγή]] τών υγρών -<i>λ</i> / -<i>ρ</i>- <i>στο</i> θ. Τέλος, με φωνηεντισμό -<i>ε</i>- έχει σχηματιστεί ο τ. [[χελάδριον]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:57, 4 May 2022
English (LSJ)
τό, mat or pallet, PTeb.414.13 (ii A. D.), POxy.646 (ii A. D.), etc., cf. χάλανδρον; also written χαλάτριον PLond.5.1714.32 (vi A. D.).
Greek Monolingual
χαλάδριον και χαλάτριον και χαράδριον και χελάδριον, τὸ, ΜΑ
στρώμα, στρωσίδι από ψάθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χαλάδριον ανάγεται στο θ. χαλα- του χαλῶ, -άω «χαλαρώνω» (πρβλ. αόρ. χαλά-σαι) και εμφανίζει επίθημα -δριον, το οποίο έχει προέλθει από λ. σε -δρος / -δρον (πρβλ. δέν-δρον: δένδριον). Ο τ. χαλά-τριον εμφανίζει εναλλαγή διαρκούς ηχηρού και άηχου κλειστού -δ- / -τ- στο επίθημα, ενώ ο τ. χαράδριον εναλλαγή τών υγρών -λ / -ρ- στο θ. Τέλος, με φωνηεντισμό -ε- έχει σχηματιστεί ο τ. χελάδριον].