μετεωρισμός: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meteorismos | |Transliteration C=meteorismos | ||
|Beta Code=metewrismo/s | |Beta Code=metewrismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[μετεώρισις]] ''1'', Hp.''Prog.''9 (pl.); τῶν ποδῶν Arist.''IA''711b23; <b class="b3">τοῦ ὅλου σώματος</b> ib.713a23; [[rising to the surface]], of roots, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.3.5.<br><span class="bld">II</span> [[being raised up]]: hence, [[swelling]], Hp.''Art.''50.<br><span class="bld">2</span> μετεωρισμός [[γνώμη]]ς = [[mental]] [[trouble]] or [[disturbance]], Id.Acut. (Sp.) 14 ([[γνώμης]] is prob. interpol.), cf. Vett.Val.185.20 (pl.); [[wild]] [[thinking]], [[vain]] [[imagining]], Metrod.''Herc.''831.4, 12 (pl.).<br><span class="bld">3</span> [[delay]], [[procrastination]], PMasp.32.55 (vi A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0159.png Seite 159]] ὁ, Erhebung, u. übertr., Erhebung der Seele durch Hoffnung, Muth, Stolz u. vgl. , Hippocr. u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0159.png Seite 159]] ὁ, Erhebung, u. übertr., Erhebung der Seele durch Hoffnung, Muth, Stolz u. vgl., Hippocr. u. Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετεωρισμός:''' ὁ Arst. = [[μετεώρισις]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[μετεωρισμός]]) [[μετεωρίζω]]<br /><b>1.</b> [[μετεώριση]], [[ανύψωση]] («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οίδημα]], [[φούσκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[διόγκωση]] του κοιλιακού χώρου που οφείλεται στην [[παρουσία]] μεγάλου όγκου αερίων στον στόμαχο ή στο [[έντερο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αστεϊσμός]], [[πείραγμα]]<br /><b>2.</b> [[συζήτηση]] για [[κάτι]] μη πραγματικό, [[φαντασίωση]]<br /><b>3.</b> [[αναβολή]], [[αργοπορία]], [[χρονοτριβή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έπαρση]], [[υπερηφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[εκδήλωση]] θεϊκής οργής («ἐπ' ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ [[θυμός]] σου καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμοὺς σου ἐπήγαγες ἐπ' ἐμέ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> η [[άνοδος]] και η [[έξοδος]] της ρίζας φυτού στην [[επιφάνεια]] της γης. | |mltxt=ο (ΑΜ [[μετεωρισμός]]) [[μετεωρίζω]]<br /><b>1.</b> [[μετεώριση]], [[ανύψωση]] («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οίδημα]], [[φούσκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[διόγκωση]] του κοιλιακού χώρου που οφείλεται στην [[παρουσία]] μεγάλου όγκου αερίων στον στόμαχο ή στο [[έντερο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αστεϊσμός]], [[πείραγμα]]<br /><b>2.</b> [[συζήτηση]] για [[κάτι]] μη πραγματικό, [[φαντασίωση]]<br /><b>3.</b> [[αναβολή]], [[αργοπορία]], [[χρονοτριβή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έπαρση]], [[υπερηφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[εκδήλωση]] θεϊκής οργής («ἐπ' ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ [[θυμός]] σου καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμοὺς σου ἐπήγαγες ἐπ' ἐμέ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> η [[άνοδος]] και η [[έξοδος]] της ρίζας φυτού στην [[επιφάνεια]] της γης. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A = μετεώρισις 1, Hp.Prog.9 (pl.); τῶν ποδῶν Arist.IA711b23; τοῦ ὅλου σώματος ib.713a23; rising to the surface, of roots, Thphr. CP 1.3.5.
II being raised up: hence, swelling, Hp.Art.50.
2 μετεωρισμός γνώμης = mental trouble or disturbance, Id.Acut. (Sp.) 14 (γνώμης is prob. interpol.), cf. Vett.Val.185.20 (pl.); wild thinking, vain imagining, Metrod.Herc.831.4, 12 (pl.).
3 delay, procrastination, PMasp.32.55 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 159] ὁ, Erhebung, u. übertr., Erhebung der Seele durch Hoffnung, Muth, Stolz u. vgl., Hippocr. u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
μετεωρισμός: ὁ Arst. = μετεώρισις.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωρισμός: -οῦ, ὁ, τὸ μετεωρίζειν, τῶν ποδῶν Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 12, 10, πρβλ. 15, 9. ΙΙ. σήκωμα, ἐλαφρὸν ἐν τοῖς μ. Ἱππ. Προγν. 39· οἴδησις, φούσκωμα, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 818. 2) ἔπαρσις, φύσημα τῆς διανοίας, ὑπερηφανία, μ. γνώμης ὁ αὐτ. ἐν 398. 47· - ὡσαύτως μετεώρισμα, τό, Ἡσύχ. ἐν λέξ. φρύαγμα.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μετεωρισμός) μετεωρίζω
1. μετεώριση, ανύψωση («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», Αριστοτ.)
2. οίδημα, φούσκωμα
νεοελλ.
ιατρ. διόγκωση του κοιλιακού χώρου που οφείλεται στην παρουσία μεγάλου όγκου αερίων στον στόμαχο ή στο έντερο
μσν.
1. αστεϊσμός, πείραγμα
2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση
3. αναβολή, αργοπορία, χρονοτριβή
αρχ.
1. έπαρση, υπερηφάνεια
2. εκδήλωση θεϊκής οργής («ἐπ' ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ θυμός σου καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμοὺς σου ἐπήγαγες ἐπ' ἐμέ», ΠΔ)
3. η άνοδος και η έξοδος της ρίζας φυτού στην επιφάνεια της γης.