καταχήνη: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katachini
|Transliteration C=katachini
|Beta Code=kataxh/nh
|Beta Code=kataxh/nh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">flouting, mockery</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>575</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ec.</span>631</span>; <b class="b3">Καταχῆναι, αἱ</b>, title of play, <span class="title">IG</span>14.1097.8. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">amulet in the shape of a locust</b> offered in the Acropolis of Athens, Hsch.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[flouting]], [[derision]], [[mockery]], Ar.''V.''575, ''Ec.''631; [[Καταχῆναι]], αἱ, title of play, ''IG''14.1097.8.<br><span class="bld">II</span> [[amulet in the shape of a locust]] offered in the Acropolis of [[Athens]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καταχήνη''': ἡ [[κατάγελως]], [[περίγελως]], [[καταφρόνησις]], Ἀριστοφ. Σφῆκ. 575, Ἐκκλ. 631 (πρβλ. [[καταχαίνω]])˙ Καταχῆναι [[εἶναι]] [[ὄνομα]] δράματος ἐν τῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 229. 8. ΙΙ. [[εἶδος]] φυλακτηρίου ἔχοντος τὸ [[σχῆμα]] ἀκρίδος καὶ προσφερομένου ἐν τῇ Ἀκροπόλει τῶν Ἀθηνῶν. Ἡσύχ., ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 970˙- τὸ «[[φάσμα]]» (νυκτερὶς) καλεῖται [[σήμερον]] ἐν Ρόδῳ καταχανᾶς, C. T. Newton.
|btext=ης (ἡ) :<br />[[dérision]], [[moquerie]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χαίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καταχήνη -ης, ἡ &#91;[[κατά]], [[χαίνω]]] [[bespotting]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Spott]], Hohn</i>, Ar. <i>Vesp</i>. 575, <i>Eccl</i>. 630. S. [[καταχαίνω]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ης (ἡ) :<br />dérision, moquerie.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χαίνω]].
|elrutext='''καταχήνη:''' [[насмешка]], [[глумление]] Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταχήνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[περίγελος]], [[εμπαιγμός]] [[κοροϊδία]] («ἆρ οὐ [[μεγάλη]] τοῡτ' ἔστ' ἀρχὴ καὶ τοῡ πλούτου [[καταχήνη]];», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Καταχῆναι</i><br />[[τίτλος]] ενός δράματος <b>επιγρ.</b><br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] φυλαχτού [[κατά]] της βασκανίας, με [[σχήμα]] ακρίδας, που προσφερόταν στους επισκέπτες στην Ακρόπολη τών Αθηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χήνη</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>χην</i>- του [[χαίνω]], <b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέ</i>-<i>χην</i>-<i>α</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυσο</i>-<i>χήνη</i>].
|mltxt=[[καταχήνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[περίγελος]], [[εμπαιγμός]] [[κοροϊδία]] («ἆρ οὐ [[μεγάλη]] τοῦτ' ἔστ' ἀρχὴ καὶ τοῦ πλούτου [[καταχήνη]];», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Καταχῆναι</i><br />[[τίτλος]] ενός δράματος <b>επιγρ.</b><br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] φυλαχτού [[κατά]] της βασκανίας, με [[σχήμα]] ακρίδας, που προσφερόταν στους επισκέπτες στην Ακρόπολη τών Αθηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χήνη</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>χην</i>- του [[χαίνω]], [[πρβλ]]. παρακμ. <i>κέ</i>-<i>χην</i>-<i>α</i>), [[πρβλ]]. [[κυσοχήνη]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταχήνη:''' ἡ (χᾰνεῖν), [[περίγελως]], [[καταφρόνηση]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καταχήνη:''' ἡ (χᾰνεῖν), [[περίγελως]], [[καταφρόνηση]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταχήνη:''' ἡ насмешка, глумление Arph.
|lstext='''καταχήνη''': [[κατάγελως]], [[περίγελως]], [[καταφρόνησις]], Ἀριστοφ. Σφῆκ. 575, Ἐκκλ. 631 (πρβλ. [[καταχαίνω]])· Καταχῆναι [[εἶναι]] [[ὄνομα]] δράματος ἐν τῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 229. 8. ΙΙ. [[εἶδος]] φυλακτηρίου ἔχοντος τὸ [[σχῆμα]] ἀκρίδος καὶ προσφερομένου ἐν τῇ Ἀκροπόλει τῶν Ἀθηνῶν. Ἡσύχ., ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 970·- τὸ «[[φάσμα]]» (νυκτερὶς) καλεῖται [[σήμερον]] ἐν Ρόδῳ καταχανᾶς, C. T. Newton.
}}
{{trml
|trtx====[[mockery]]===
Arabic: اِسْتِهْزَاء‎; Hijazi Arabic: تريقة‎; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: [[Verspottung]], [[Verhöhnung]]; Greek: [[χλευασμός]], [[χλεύη]], [[κοροϊδία]], [[γελιοποίηση]]; Ancient Greek: [[ἔμπαιγμα]], [[ἐμπαιγμονή]], [[ἐμπαιγμός]], [[ἐνεασμός]], [[ἐπισυρμός]], [[ἐπιτωθασμός]], [[κατάγελως]], [[καταμώκησις]], [[καταπαιγμός]], [[κατάχαρμα]], [[καταχήνη]], [[κερτόμησις]], [[κερτομία]], [[κωμῳδία]], [[λάσθη]], [[μυκτηρισμός]], [[μώκημα]], [[μῶκος]], [[περίσυρμα]], [[σαρκασμός]], [[σκῶψις]], [[χλευασία]], [[χλεύασμα]], [[χλευασμός]]; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: [[derisione]], [[scherno]]; Latin: [[derisio]]; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا‎; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: [[escárnio]], [[zombaria]]; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: [[mote]], [[mofa]], [[pitorreo]], [[ludibrio]]; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχήνη Medium diacritics: καταχήνη Low diacritics: καταχήνη Capitals: ΚΑΤΑΧΗΝΗ
Transliteration A: katachḗnē Transliteration B: katachēnē Transliteration C: katachini Beta Code: kataxh/nh

English (LSJ)

ἡ,
A flouting, derision, mockery, Ar.V.575, Ec.631; Καταχῆναι, αἱ, title of play, IG14.1097.8.
II amulet in the shape of a locust offered in the Acropolis of Athens, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dérision, moquerie.
Étymologie: κατά, χαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταχήνη -ης, ἡ [κατά, χαίνω] bespotting.

German (Pape)

ἡ, Spott, Hohn, Ar. Vesp. 575, Eccl. 630. S. καταχαίνω.

Russian (Dvoretsky)

καταχήνη:насмешка, глумление Arph.

Greek Monolingual

καταχήνη, ἡ (Α)
1. περίγελος, εμπαιγμός κοροϊδία («ἆρ οὐ μεγάλη τοῦτ' ἔστ' ἀρχὴ καὶ τοῦ πλούτου καταχήνη;», Αριστοφ.)
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταχῆναι
τίτλος ενός δράματος επιγρ.
3. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυλαχτού κατά της βασκανίας, με σχήμα ακρίδας, που προσφερόταν στους επισκέπτες στην Ακρόπολη τών Αθηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -χήνη (< θ. χην- του χαίνω, πρβλ. παρακμ. κέ-χην-α), πρβλ. κυσοχήνη].

Greek Monotonic

καταχήνη: ἡ (χᾰνεῖν), περίγελως, καταφρόνηση, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καταχήνη: ἡ κατάγελως, περίγελως, καταφρόνησις, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 575, Ἐκκλ. 631 (πρβλ. καταχαίνω)· Καταχῆναι εἶναι ὄνομα δράματος ἐν τῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 229. 8. ΙΙ. εἶδος φυλακτηρίου ἔχοντος τὸ σχῆμα ἀκρίδος καὶ προσφερομένου ἐν τῇ Ἀκροπόλει τῶν Ἀθηνῶν. Ἡσύχ., ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 970·- τὸ «φάσμα» (νυκτερὶς) καλεῖται σήμερον ἐν Ρόδῳ καταχανᾶς, C. T. Newton.

Translations

mockery

Arabic: اِسْتِهْزَاء‎; Hijazi Arabic: تريقة‎; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: Verspottung, Verhöhnung; Greek: χλευασμός, χλεύη, κοροϊδία, γελιοποίηση; Ancient Greek: ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμονή, ἐμπαιγμός, ἐνεασμός, ἐπισυρμός, ἐπιτωθασμός, κατάγελως, καταμώκησις, καταπαιγμός, κατάχαρμα, καταχήνη, κερτόμησις, κερτομία, κωμῳδία, λάσθη, μυκτηρισμός, μώκημα, μῶκος, περίσυρμα, σαρκασμός, σκῶψις, χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: derisione, scherno; Latin: derisio; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا‎; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: escárnio, zombaria; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: mote, mofa, pitorreo, ludibrio; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar