πρυμνώρεια: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(nl) |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prymnoreia | |Transliteration C=prymnoreia | ||
|Beta Code=prumnw/reia | |Beta Code=prumnw/reia | ||
|Definition=ἡ, (ὄρος) | |Definition=ἡ, ([[ὄρος]]) [[lower slope]], [[foot of a mountain]], Il.14.307, Pisand.Larandensis ap. St.Byz. [[sub verbo|s.v.]] [[Νιφάτης]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0802.png Seite 802]] ἡ, der äußerste oder unterste | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0802.png Seite 802]] ἡ, der äußerste oder unterste Teil des Berges; ἐν πρυμνωρείῃ [[πολυπίδακος]] Ἴδης, Il. 14, 307, Schol. τὰ ἔσχατα καὶ κατώτατα τῶν ὀρῶν; vgl. Pisander bei St. B. v. Νιφάτης. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[extrémité d'une montagne]].<br />'''Étymologie:''' [[πρυμνός]], [[ὄρος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρυμνώρεια -ας, ἡ [[[πρυμνός]], [[ὄρος]]] [[voet van een berg]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρυμνώρεια:''' ἡ [[основание горы]], [[подошва]] (πολυπύδακος Ἴδης Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρυμνώρεια''': ἡ, ([[ὄρος]]) τὸ κατώτατον [[μέρος]] τοῦ ὄρους, οἱ πρόποδες [[αὐτοῦ]] Ἰλ. Ξ. 307, [[Πείσανδρος]] παρὰ Στεφ. Β. ἐν λ. Νιφάτης. (Ἐσχήματίσθη κατὰ τὸ [[ἀκρώρεια]], πρβλ. [[πρύμνα]]). - [[Κατὰ]] Φώτιον: «πρυμνώρειαν: τὸ [[κάτω]] [[μέρος]] τοῦ ὄρους», ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ. [[τοὐναντίον]] «[[πρυμνώρεια]]· [[ἀκρώρεια]], [[ἄκρον]] ὄρους, τὸ ἔσχατον [[μέρος]]». | |lstext='''πρυμνώρεια''': ἡ, ([[ὄρος]]) τὸ κατώτατον [[μέρος]] τοῦ ὄρους, οἱ πρόποδες [[αὐτοῦ]] Ἰλ. Ξ. 307, [[Πείσανδρος]] παρὰ Στεφ. Β. ἐν λ. Νιφάτης. (Ἐσχήματίσθη κατὰ τὸ [[ἀκρώρεια]], πρβλ. [[πρύμνα]]). - [[Κατὰ]] Φώτιον: «πρυμνώρειαν: τὸ [[κάτω]] [[μέρος]] τοῦ ὄρους», ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ. [[τοὐναντίον]] «[[πρυμνώρεια]]· [[ἀκρώρεια]], [[ἄκρον]] ὄρους, τὸ ἔσχατον [[μέρος]]». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />το κατώτατο [[τμήμα]] ενός βουνού, οι πρόποδές του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρεια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]]), μέσω ενός αμάρτυρου <i>πρυμνώρης</i> ( | |mltxt=ἡ, Α<br />το κατώτατο [[τμήμα]] ενός βουνού, οι πρόποδές του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρεια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]]), μέσω ενός αμάρτυρου <i>πρυμνώρης</i> ([[πρβλ]]. [[κρημνώρεια]]). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρυμνώρεια:''' ἡ ([[ὄρος]]), πόδια, [[πρόποδες]] βουνού, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''πρυμνώρεια:''' ἡ ([[ὄρος]]), πόδια, [[πρόποδες]] βουνού, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=πρυμν-ώρεια, ἡ, [[ὄρος]]<br />the [[foot]] of a [[mountain]], Il. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 10 April 2024
English (LSJ)
ἡ, (ὄρος) lower slope, foot of a mountain, Il.14.307, Pisand.Larandensis ap. St.Byz. s.v. Νιφάτης.
German (Pape)
[Seite 802] ἡ, der äußerste oder unterste Teil des Berges; ἐν πρυμνωρείῃ πολυπίδακος Ἴδης, Il. 14, 307, Schol. τὰ ἔσχατα καὶ κατώτατα τῶν ὀρῶν; vgl. Pisander bei St. B. v. Νιφάτης.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
extrémité d'une montagne.
Étymologie: πρυμνός, ὄρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρυμνώρεια -ας, ἡ [πρυμνός, ὄρος] voet van een berg.
Russian (Dvoretsky)
πρυμνώρεια: ἡ основание горы, подошва (πολυπύδακος Ἴδης Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
πρυμνώρεια: ἡ, (ὄρος) τὸ κατώτατον μέρος τοῦ ὄρους, οἱ πρόποδες αὐτοῦ Ἰλ. Ξ. 307, Πείσανδρος παρὰ Στεφ. Β. ἐν λ. Νιφάτης. (Ἐσχήματίσθη κατὰ τὸ ἀκρώρεια, πρβλ. πρύμνα). - Κατὰ Φώτιον: «πρυμνώρειαν: τὸ κάτω μέρος τοῦ ὄρους», ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ. τοὐναντίον «πρυμνώρεια· ἀκρώρεια, ἄκρον ὄρους, τὸ ἔσχατον μέρος».
Greek Monolingual
ἡ, Α
το κατώτατο τμήμα ενός βουνού, οι πρόποδές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + -ώρεια (< ὄρος), μέσω ενός αμάρτυρου πρυμνώρης (πρβλ. κρημνώρεια). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
πρυμνώρεια: ἡ (ὄρος), πόδια, πρόποδες βουνού, σε Ομήρ. Ιλ.