ἐγχειρητικός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(2)
mNo edit summary
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=egcheiritikos
|Transliteration C=egcheiritikos
|Beta Code=e)gxeirhtiko/s
|Beta Code=e)gxeirhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">enterprising, adventurous</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.8.22</span>. Adv. -κῶς Archyt. ap. Stob.4.50.2.</span>
|Definition=ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, [[enterprising]], [[adventurous]], X.''HG''4.8.22. Adv. [[ἐγχειρητικῶς]] Archyt. ap. Stob.4.50.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν<br /><b class="num">1</b> [[emprendedor]] τοῦ Θίβρωνος ... ἐγχειρητικώτερος στρατηγός X.<i>HG</i> 4.8.22.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἐγχειρητικῶς]] = [[de manera emprendedora]] ποεῖ ἁ μὲν νεότας ἐ. Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.14.20.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0713.png Seite 713]] ή, όν, unternehmend, Xen. Hell. 4, 8, 22; adv. ἐγχειρητικῶς im Ggstz von προνοητικῶς, Archyt. Stob. fl. 115, 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0713.png Seite 713]] ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, [[unternehmend]], Xen. Hell. 4, 8, 22; adv. [[ἐγχειρητικῶς]] im <span class="ggns">Gegensatz</span> von προνοητικῶς, Archyt. Stob. fl. 115, 27.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ἐγχειρητικός''': -ή, -όν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, [[ἐπιχειρηματικός]], [[ῥιψοκίνδυνος]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.
|btext=ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν :<br />[[entreprenant]];<br /><i>Cp.</i> ἐγχειρητικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγχειρέω]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />entreprenant;<br /><i>Cp.</i> ἐγχειρητικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγχειρέω]].
|elrutext='''ἐγχειρητικός:''' [[предприимчивый]] ([[στρατηγός]] Xen.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=, -όν<br /><b class="num">1</b> [[emprendedor]] τοῦ Θίβρωνος ... ἐγχειρητικώτερος στρατηγός X.<i>HG</i> 4.8.22.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de manera emprendedora]] ποεῖ ἁ μὲν νεότας ἐ. Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.14.20.
|lstext='''ἐγχειρητικός''': ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, [[ἐπιχειρηματικός]], [[ῥιψοκίνδυνος]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐγχειρητικός]], , -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[εγχείρηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η εγχειρητική</i><br />α) η [[τέχνη]] της θεραπείας τών σωματικών παθήσεων με [[εγχείρηση]]<br />β) ο [[κλάδος]] της χειρουργικής που ασχολείται με τις μεθόδους της εγχειρητικής<br /><b>αρχ.</b><br />[[ριψοκίνδυνος]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐγχειρητικός]], ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[εγχείρηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η εγχειρητική</i><br />α) η [[τέχνη]] της θεραπείας τών σωματικών παθήσεων με [[εγχείρηση]]<br />β) ο [[κλάδος]] της χειρουργικής που ασχολείται με τις μεθόδους της εγχειρητικής<br /><b>αρχ.</b><br />[[ριψοκίνδυνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγχειρητικός:''' , -όν, [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]], [[ριψοκίνδυνος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐγχειρητικός:''' ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]], [[ριψοκίνδυνος]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἐγχειρητικός:''' предприимчивый ([[στρατηγός]] Xen.).
|mdlsjtxt=[[ἐγχειρητικός]], ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν [from [[ἐγχειρέω]]<br />[[enterprising]], [[adventurous]], Xen.
}}
{{trml
|trtx====[[adventurous]]===
Asturian: aventureru; Basque: abenturazale; Belarusian: авантурны; Bulgarian: рискован, авантюристичен; Catalan: aventurer; Danish: eventyrslysten; Dutch: [[avontuurlijk]], [[ondernemend]]; Esperanto: aventurema; Finnish: seikkailunhaluinen; French: [[aventureux]]; Galician: aventureiro; German: [[abenteuerlustig]], [[abenteuerdurstig]], [[abenteuerhungrig]], [[abenteuersüchtig]]; Greek: [[περιπετειώδης]], [[τολμηρός]]; Ancient Greek: [[ἐγχειρητικός]], [[κινδυνευτικός]], [[μεγαλοκίνδυνος]], [[μεγαλότολμος]], [[φιλοκίνδυνος]]; Hebrew: הרפתקני; Hungarian: kalandos; Japanese: 冒険好きな; Luxembourgish: abenteuerlech; Maori: mātātoa, manawa kai tūtae; Norwegian: eventyrlysten; Polish: śmiały, zawadiacki, awanturniczy, żądny przygód; Portuguese: [[aventureiro]], [[aventuroso]]; Russian: [[рискованный]], [[авантюрный]], [[авантюристичный]]; Spanish: [[intrépido]], [[aventurero]]; Swedish: äventyrlig; Turkish: maceraperest; Volapük: ventürik
}}
}}

Latest revision as of 10:02, 18 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχειρητικός Medium diacritics: ἐγχειρητικός Low diacritics: εγχειρητικός Capitals: ΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: encheirētikós Transliteration B: encheirētikos Transliteration C: egcheiritikos Beta Code: e)gxeirhtiko/s

English (LSJ)

ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, enterprising, adventurous, X.HG4.8.22. Adv. ἐγχειρητικῶς Archyt. ap. Stob.4.50.2.

Spanish (DGE)

ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν
1 emprendedor τοῦ Θίβρωνος ... ἐγχειρητικώτερος στρατηγός X.HG 4.8.22.
2 adv. ἐγχειρητικῶς = de manera emprendedora ποεῖ ἁ μὲν νεότας ἐ. Ps.Archyt.Pyth.Hell.14.20.

German (Pape)

[Seite 713] ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, unternehmend, Xen. Hell. 4, 8, 22; adv. ἐγχειρητικῶς im Gegensatz von προνοητικῶς, Archyt. Stob. fl. 115, 27.

French (Bailly abrégé)

ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν :
entreprenant;
Cp. ἐγχειρητικώτερος.
Étymologie: ἐγχειρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχειρητικός: предприимчивый (στρατηγός Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχειρητικός: ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, ἐπιχειρηματικός, ῥιψοκίνδυνος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐγχειρητικός, ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στην εγχείρηση
2. το θηλ. ως ουσ. η εγχειρητική
α) η τέχνη της θεραπείας τών σωματικών παθήσεων με εγχείρηση
β) ο κλάδος της χειρουργικής που ασχολείται με τις μεθόδους της εγχειρητικής
αρχ.
ριψοκίνδυνος.

Greek Monotonic

ἐγχειρητικός: ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, τολμηρός, θαρραλέος, ριψοκίνδυνος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐγχειρητικός, ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν [from ἐγχειρέω
enterprising, adventurous, Xen.

Translations

adventurous

Asturian: aventureru; Basque: abenturazale; Belarusian: авантурны; Bulgarian: рискован, авантюристичен; Catalan: aventurer; Danish: eventyrslysten; Dutch: avontuurlijk, ondernemend; Esperanto: aventurema; Finnish: seikkailunhaluinen; French: aventureux; Galician: aventureiro; German: abenteuerlustig, abenteuerdurstig, abenteuerhungrig, abenteuersüchtig; Greek: περιπετειώδης, τολμηρός; Ancient Greek: ἐγχειρητικός, κινδυνευτικός, μεγαλοκίνδυνος, μεγαλότολμος, φιλοκίνδυνος; Hebrew: הרפתקני; Hungarian: kalandos; Japanese: 冒険好きな; Luxembourgish: abenteuerlech; Maori: mātātoa, manawa kai tūtae; Norwegian: eventyrlysten; Polish: śmiały, zawadiacki, awanturniczy, żądny przygód; Portuguese: aventureiro, aventuroso; Russian: рискованный, авантюрный, авантюристичный; Spanish: intrépido, aventurero; Swedish: äventyrlig; Turkish: maceraperest; Volapük: ventürik