τύφλωσις: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(4b)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tyflosis
|Transliteration C=tyflosis
|Beta Code=tu/flwsis
|Beta Code=tu/flwsis
|Definition=εως, ἡ, (τυφλόω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a making blind, blinding</b>, <span class="bibl">Isoc.12.122</span> (pl.), cf. <span class="bibl">Ph.1.391</span>; γερόντων <span class="bibl">Diog.Oen.70</span> (pl.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">blindness</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>6.56</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>115</span>.</span>
|Definition=τυφλώσεως, ἡ, ([[τυφλόω]])<br><span class="bld">A</span> a [[making blind]], [[blinding]], Isoc.12.122 (pl.), cf. Ph.1.391; γερόντων Diog.Oen.70 (pl.).<br><span class="bld">II</span> [[blindness]], Hp.''Aph.''6.56, Sch.Ar.''Pl.''115.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1166.png Seite 1166]] ἡ, 1) das Blindmachen, Blenden, Abstumpfen, Sp. – 2) die Blindheit, Schol. Ar. Plut. 115.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1166.png Seite 1166]] ἡ, 1) das [[Blindmachen]], [[Blenden]], [[Abstumpfen]], Sp. – 2) die [[Blindheit]], Schol. Ar. Plut. 115.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />[[action d'aveugler]].<br />'''Étymologie:''' [[τυφλόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=τύφλωσις -εως, ἡ [τυφλόω] [[blindheid]].
}}
{{elru
|elrutext='''τύφλωσις:''' εως ἡ [[ослепление]], [[лишение зрения]] (καταποντισμοὶ καὶ τυφλώσεις Isocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τύφλωσις''': -εως, ἡ, ([[τυφλόω]]) τὸ τυφλοῦν, καταποντισμοὺς καὶ τυφλώσεις καὶ τοσαύτας τὸ [[πλῆθος]] κακοποιίας, [[ὥστε]] μηδένα πώποτ’ ἀπορῆσαι τῶν εἰθισμένων καθ’ ἕκαστον τῶν ἐνιαυτῶν εἰσφέρειν εἰς τὸ [[θέατρον]] τὰς [[τότε]] γεγενημένας συμφορὰς Ἰσοκρ. 258Α. ΙΙ. [[τυφλότης]], τοῖσι μελαγχολικοῖσι νουσήμασι, ἐς τάδε ἐπικίνδυνοι αἱ ἀποσκήψιες ἢ ἀπόπληξιν τοῦ σώματος ἢ σπασμόν, ἢ μανίην ἢ τύφλωσιν σημαίνουσιν Ἱππ. Ἀφορ. 1258, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 115· Σόδομα μέν τοι [[στείρωσις]] καὶ [[τύφλωσις]] ἑρμηνεύεται Φίλων τ. 1, σ. 389, 10.
|lstext='''τύφλωσις''': -εως, ἡ, ([[τυφλόω]]) τὸ τυφλοῦν, καταποντισμοὺς καὶ τυφλώσεις καὶ τοσαύτας τὸ [[πλῆθος]] κακοποιίας, [[ὥστε]] μηδένα πώποτ’ ἀπορῆσαι τῶν εἰθισμένων καθ’ ἕκαστον τῶν ἐνιαυτῶν εἰσφέρειν εἰς τὸ [[θέατρον]] τὰς [[τότε]] γεγενημένας συμφορὰς Ἰσοκρ. 258Α. ΙΙ. [[τυφλότης]], τοῖσι μελαγχολικοῖσι νουσήμασι, ἐς τάδε ἐπικίνδυνοι αἱ ἀποσκήψιες ἢ ἀπόπληξιν τοῦ σώματος ἢ σπασμόν, ἢ μανίην ἢ τύφλωσιν σημαίνουσιν Ἱππ. Ἀφορ. 1258, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 115· Σόδομα μέν τοι [[στείρωσις]] καὶ [[τύφλωσις]] ἑρμηνεύεται Φίλων τ. 1, σ. 389, 10.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’aveugler.<br />'''Étymologie:''' [[τυφλόω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τύφλωσις:''' ἡ ([[τυφλόω]]), η [[κατάσταση]] της τύφλωσης κάποιου, η [[ιδιότητα]] του να είναι [[κάποιος]] [[τυφλός]], του να μην βλέπει, σε Ισοκρ.
|lsmtext='''τύφλωσις:''' ἡ ([[τυφλόω]]), η [[κατάσταση]] της τύφλωσης κάποιου, η [[ιδιότητα]] του να είναι [[κάποιος]] [[τυφλός]], του να μην βλέπει, σε Ισοκρ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=τύφλωσις -εως, [τυφλόω] blindheid.
|mdlsjtxt=[[τύφλωσις]], εως, [from [[τυφλόω]]<br />a [[making]] [[blind]], blinding, Isocr.
}}
}}
{{elru
{{trml
|elrutext='''τύφλωσις:''' εως ἡ ослепление, лишение зрения (καταποντισμοὶ καὶ τυφλώσεις Isocr.).
|trtx====[[blindness]]===
Arabic: عَمًى‎; Armenian: կուրություն; Aromanian: urbari, urbeatsã; Asturian: ceguera; Belarusian: слепата; Bengali: অন্ধত্ব; Bulgarian: слепота; Catalan: ceguesa; Chichewa: khungu; Chinese Mandarin: 盲目性; Czech: slepota; Danish: blindhed; Dutch: [[blindheid]]; Esperanto: blindeco; Estonian: pimedus; Faroese: blindleiki, blindi, blindni; Finnish: sokeus; French: [[cécité]]; Galician: cegueira; Georgian: სიბრმავე, უსინათლობა; German: [[Blindheit]]; Greek: [[τύφλωση]], [[τυφλότητα]]; Ancient Greek: [[ἀβλεψία]], [[ἀθεησίη]], [[ἀλάωσις]], [[ἀλαωτύς]], [[ἀμαυρότης]], [[ἀνοψίη]], [[ἀορασία]], [[ἀποτύφλωσις]], [[βάλιος]], [[ἕλκος ἀλαόν]], [[ὀφθαλμία]], [[ὀφθαλμίη]], [[πάθη τῶν ὀφθαλμῶν]], [[πήρωσις]], [[πώρωσις]], [[σκότος]], [[τυφλότης]], [[τύφλωσις]]; Hebrew: עיוורון‎; Hindi: अन्धता; Hungarian: vakság; Irish: daille; Italian: [[cecità]]; Japanese: 盲目; Kalmyk: бала; Khmer: ភាពពិការភ្នែក, ភាពខ្វាក់; Korean: 장님; Kurdish Central Kurdish: کوێری‎, kwêrî; Northern Kurdish: korî, korahî; Latin: [[caecitas]]; Macedonian: слепило; Malayalam: അന്ധത; Mongolian: сохор; Norwegian Bokmål: blindhet; Nynorsk: blindskap; Persian: نابینایی‎; Polish: ślepota; Portuguese: [[cegueira]]; Romanian: orbire; Russian: [[слепота]]; Scottish Gaelic: doille; Serbo-Croatian Cyrillic: слепило / сљепило, слепоћа / сљепоћа; Roman: slepilo / sljepilo, slepoća / sljepoća; Slovak: slepota; Slovene: slepota; Spanish: [[ceguera]]; Swahili: upofu; Swedish: blindhet; Telugu: అంధత్వము, గుడ్డితనం; Turkish: körlük; Turkmen: körlük; Ukrainian: сліпота
}}
}}

Latest revision as of 16:02, 12 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύφλωσις Medium diacritics: τύφλωσις Low diacritics: τύφλωσις Capitals: ΤΥΦΛΩΣΙΣ
Transliteration A: týphlōsis Transliteration B: typhlōsis Transliteration C: tyflosis Beta Code: tu/flwsis

English (LSJ)

τυφλώσεως, ἡ, (τυφλόω)
A a making blind, blinding, Isoc.12.122 (pl.), cf. Ph.1.391; γερόντων Diog.Oen.70 (pl.).
II blindness, Hp.Aph.6.56, Sch.Ar.Pl.115.

German (Pape)

[Seite 1166] ἡ, 1) das Blindmachen, Blenden, Abstumpfen, Sp. – 2) die Blindheit, Schol. Ar. Plut. 115.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'aveugler.
Étymologie: τυφλόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τύφλωσις -εως, ἡ [τυφλόω] blindheid.

Russian (Dvoretsky)

τύφλωσις: εως ἡ ослепление, лишение зрения (καταποντισμοὶ καὶ τυφλώσεις Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

τύφλωσις: -εως, ἡ, (τυφλόω) τὸ τυφλοῦν, καταποντισμοὺς καὶ τυφλώσεις καὶ τοσαύτας τὸ πλῆθος κακοποιίας, ὥστε μηδένα πώποτ’ ἀπορῆσαι τῶν εἰθισμένων καθ’ ἕκαστον τῶν ἐνιαυτῶν εἰσφέρειν εἰς τὸ θέατρον τὰς τότε γεγενημένας συμφορὰς Ἰσοκρ. 258Α. ΙΙ. τυφλότης, τοῖσι μελαγχολικοῖσι νουσήμασι, ἐς τάδε ἐπικίνδυνοι αἱ ἀποσκήψιες ἢ ἀπόπληξιν τοῦ σώματος ἢ σπασμόν, ἢ μανίην ἢ τύφλωσιν σημαίνουσιν Ἱππ. Ἀφορ. 1258, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 115· Σόδομα μέν τοι στείρωσις καὶ τύφλωσις ἑρμηνεύεται Φίλων τ. 1, σ. 389, 10.

Greek Monotonic

τύφλωσις: ἡ (τυφλόω), η κατάσταση της τύφλωσης κάποιου, η ιδιότητα του να είναι κάποιος τυφλός, του να μην βλέπει, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

τύφλωσις, εως, [from τυφλόω
a making blind, blinding, Isocr.

Translations

blindness

Arabic: عَمًى‎; Armenian: կուրություն; Aromanian: urbari, urbeatsã; Asturian: ceguera; Belarusian: слепата; Bengali: অন্ধত্ব; Bulgarian: слепота; Catalan: ceguesa; Chichewa: khungu; Chinese Mandarin: 盲目性; Czech: slepota; Danish: blindhed; Dutch: blindheid; Esperanto: blindeco; Estonian: pimedus; Faroese: blindleiki, blindi, blindni; Finnish: sokeus; French: cécité; Galician: cegueira; Georgian: სიბრმავე, უსინათლობა; German: Blindheit; Greek: τύφλωση, τυφλότητα; Ancient Greek: ἀβλεψία, ἀθεησίη, ἀλάωσις, ἀλαωτύς, ἀμαυρότης, ἀνοψίη, ἀορασία, ἀποτύφλωσις, βάλιος, ἕλκος ἀλαόν, ὀφθαλμία, ὀφθαλμίη, πάθη τῶν ὀφθαλμῶν, πήρωσις, πώρωσις, σκότος, τυφλότης, τύφλωσις; Hebrew: עיוורון‎; Hindi: अन्धता; Hungarian: vakság; Irish: daille; Italian: cecità; Japanese: 盲目; Kalmyk: бала; Khmer: ភាពពិការភ្នែក, ភាពខ្វាក់; Korean: 장님; Kurdish Central Kurdish: کوێری‎, kwêrî; Northern Kurdish: korî, korahî; Latin: caecitas; Macedonian: слепило; Malayalam: അന്ധത; Mongolian: сохор; Norwegian Bokmål: blindhet; Nynorsk: blindskap; Persian: نابینایی‎; Polish: ślepota; Portuguese: cegueira; Romanian: orbire; Russian: слепота; Scottish Gaelic: doille; Serbo-Croatian Cyrillic: слепило / сљепило, слепоћа / сљепоћа; Roman: slepilo / sljepilo, slepoća / sljepoća; Slovak: slepota; Slovene: slepota; Spanish: ceguera; Swahili: upofu; Swedish: blindhet; Telugu: అంధత్వము, గుడ్డితనం; Turkish: körlük; Turkmen: körlük; Ukrainian: сліпота