χειροτονία: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(4b)
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheirotonia
|Transliteration C=cheirotonia
|Beta Code=xeirotoni/a
|Beta Code=xeirotoni/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">extension of the hand</b>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Is.</span>58.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">voting by show of hands</b>, <span class="bibl">Th.3.49</span>; <b class="b3">χειροτονίαν μνηστεύειν</b> to court or seek <b class="b2">election</b>, <span class="bibl">Isoc.8.15</span>; <b class="b3">χ. τοῦ δήμον</b> <b class="b2">election</b> by the people, <span class="bibl">Din.1.114</span>, <span class="title">S.Pelekides</span> 76 (Thessalonica). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, <b class="b2">election, appointment</b>, <span class="bibl">Ph.2.93</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">a vote</b>, in pl., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>659b</span>, <span class="bibl">Aeschin. 3.3</span>; collectively, <b class="b2">votes</b>, οἷς ἂν ἡ πλείστη χ. γίγνηται <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>755d</span>, cf. <span class="bibl">756b</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[extension of the hand]], [[LXX]] ''Is.''58.9.<br><span class="bld">II</span> [[voting by show of hands]], Th.3.49; <b class="b3">χειροτονίαν μνηστεύειν</b> to court or seek [[election]], Isoc.8.15; <b class="b3">χ. τοῦ δήμον</b> [[election]] by the people, Din.1.114, ''S.Pelekides'' 76 (Thessalonica).<br><span class="bld">2</span> generally, [[election]], [[appointment]], Ph.2.93, etc.<br><span class="bld">3</span> a [[vote]], in plural, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''659b, Aeschin. 3.3; collectively, [[votes]], οἷς ἂν ἡ πλείστη χ. γίγνηται [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''755d, cf. 756b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1347.png Seite 1347]] ἡ, das Ausstrecken der Hände, bes. das Stimmen od. Wählen in der Volksversammlung mit ausgestreckten Händen, Abstimmung, Wahl; τὸν νικῶντα διακρίνων χειροτονίαις Plat. Legg. II, 659 b; οἷς ἂν ἡ πλείστη [[χειροτονία]] γίγνηται, welche die Stimmenmehrheit haben, VI, 755 d; Thuc. 3, 49; Xen. u. Folgde; χειροτονίας προτεθείσης αὐτοῖς Pol. 9, 30, 5; Luc. Hermot. 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1347.png Seite 1347]] ἡ, das Ausstrecken der Hände, bes. das Stimmen od. Wählen in der Volksversammlung mit ausgestreckten Händen, Abstimmung, Wahl; τὸν νικῶντα διακρίνων χειροτονίαις Plat. Legg. II, 659 b; οἷς ἂν ἡ πλείστη [[χειροτονία]] γίγνηται, welche die Stimmenmehrheit haben, VI, 755 d; Thuc. 3, 49; Xen. u. Folgde; χειροτονίας προτεθείσης αὐτοῖς Pol. 9, 30, 5; Luc. Hermot. 16.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[action de voter]] <i>ou</i> vote à main levée;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> [[suffrage]], [[vote]], [[voix]].<br />'''Étymologie:''' [[χειροτονέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χειροτονία:''' ἡ тж. pl. голосование поднятием рук Xen., Polyb., Luc., Plut.: ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι Thuc. (обе) стороны получили по равному количеству голосов; [[οἷς]] ἂν ἡ πλείστη χ. γίγνηται Plat. которые получили бы наибольшее количество голосов.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χειροτονία''': ἡ, [[ἀνάτασις]] τῆς χειρός, Ἑβδ. (Ἡσ. ΝΗ΄, 9). ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, [[ψηφοφορία]] ἢ ἐκλογὴ γινομένη δι’ ἀνατάσεως χειρῶν, Θουκ. 3. 49· χειροτονίαν μνηστεύειν, ἐπιζητεῖν, ἐπιδιώκειν ἐκλογήν, Ἰσοκρ. 162Α· χ. τοῦ δήμου, ἐκλογὴ ὑπὸ τοῦ λαοῦ, Δείναρχ. 104. 45. 2) [[καθόλου]], [[ἐκλογή]], [[διορισμός]], Φίλων 2. 93, κτλ.· ― παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ἐκλογὴ εἰς τὸ [[ὑπούργημα]] τοῦ ἐπισκόπου [[διάφορος]] ἐν ἀρχῇ τῆς νῦν χειροτονίας, ἥτις [[τότε]] ἐλέγετο ἡ τῶν χειρῶν [[ἐπίθεσις]]. 3) [[ψῆφος]], Λατ. suffragium, ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Νόμ. 659Β, Αἰσχίνης 54. 10· ― [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, αἱ ψῆφοι, Λατ. suffragia, οἷς ἂν ἡ πλείστη χ. ᾖ Πλάτ. Νόμ. 755D, πρβλ. 756Β.
|lstext='''χειροτονία''': ἡ, [[ἀνάτασις]] τῆς χειρός, Ἑβδ. (Ἡσ. ΝΗ΄, 9). ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, [[ψηφοφορία]] ἢ ἐκλογὴ γινομένη δι’ ἀνατάσεως χειρῶν, Θουκ. 3. 49· χειροτονίαν μνηστεύειν, ἐπιζητεῖν, ἐπιδιώκειν ἐκλογήν, Ἰσοκρ. 162Α· χ. τοῦ δήμου, ἐκλογὴ ὑπὸ τοῦ λαοῦ, Δείναρχ. 104. 45. 2) [[καθόλου]], [[ἐκλογή]], [[διορισμός]], Φίλων 2. 93, κτλ.· ― παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ἐκλογὴ εἰς τὸ [[ὑπούργημα]] τοῦ ἐπισκόπου [[διάφορος]] ἐν ἀρχῇ τῆς νῦν χειροτονίας, ἥτις [[τότε]] ἐλέγετο ἡ τῶν χειρῶν [[ἐπίθεσις]]. 3) [[ψῆφος]], Λατ. suffragium, ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Νόμ. 659Β, Αἰσχίνης 54. 10· ― [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, αἱ ψῆφοι, Λατ. suffragia, οἷς ἂν ἡ πλείστη χ. ᾖ Πλάτ. Νόμ. 755D, πρβλ. 756Β.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de voter <i>ou</i> vote à main levée;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> suffrage, vote, voix.<br />'''Étymologie:''' [[χειροτονέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[χειροτονῶ]]<br />(καν. δίκ.) εκκλησιαστική [[πράξη]] με την οποία αποδίδεται η [[ιερωσύνη]] σε έναν από τους [[τρεις]] βαθμούς, [[δηλαδή]] του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ειρων.</b> ξυλοδαρμός<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανύψωση]], [[ανάταση]] του χεριού (α. «ἀντὶ τῆς χειροτονίας τῷ νεύματι τῆς κεφαλῆς χρωμένους», Αριστείο.<br />β. «χειροτονίαν δὲ τὴν ἄδικον τῶν χειρῶν κίνησιν ἤ ἐπὶ πληγαῑς γινομένην ἤ ἐπὶ γράμμασι», Θεοδώρ.)<br /><b>2.</b> [[εκλογή]], [[ανάδειξη]], [[τοποθέτηση]] σε κάποιο [[αξίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανύψωση]], [[ανάταση]] του χεριού για [[έκφραση]] γνώμης ή για [[λήψη]] απόφασης («καὶ ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ψήφος]] («τὸν νικῶντα διακρίνων χειροτονίαις», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=η, ΝΜΑ [[χειροτονῶ]]<br />(καν. δίκ.) εκκλησιαστική [[πράξη]] με την οποία αποδίδεται η [[ιερωσύνη]] σε έναν από τους [[τρεις]] βαθμούς, [[δηλαδή]] του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ειρων.</b> ξυλοδαρμός<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανύψωση]], [[ανάταση]] του χεριού (α. «ἀντὶ τῆς χειροτονίας τῷ νεύματι τῆς κεφαλῆς χρωμένους», Αριστείο.<br />β. «χειροτονίαν δὲ τὴν ἄδικον τῶν χειρῶν κίνησιν ἤ ἐπὶ πληγαῖς γινομένην ἤ ἐπὶ γράμμασι», Θεοδώρ.)<br /><b>2.</b> [[εκλογή]], [[ανάδειξη]], [[τοποθέτηση]] σε κάποιο [[αξίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανύψωση]], [[ανάταση]] του χεριού για [[έκφραση]] γνώμης ή για [[λήψη]] απόφασης («καὶ ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ψήφος]] («τὸν νικῶντα διακρίνων χειροτονίαις», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειροτονία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ψηφοφορία]] ή [[εκλογή]] με [[ανάταση]] χεριών, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκλογή]], Λατ. [[suffragium]], σε πληθ., σε Αισχίν.
|lsmtext='''χειροτονία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ψηφοφορία]] ή [[εκλογή]] με [[ανάταση]] χεριών, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκλογή]], Λατ. [[suffragium]], σε πληθ., σε Αισχίν.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''χειροτονία:''' тж. pl. голосование поднятием рук Xen., Polyb., Luc., Plut.: ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι Thuc. (обе) стороны получили по равному количеству голосов; [[οἷς]] ἂν ἡ πλείστη χ. γίγνηται Plat. которые получили бы наибольшее количество голосов.
|mdlsjtxt=[[χειροτονία]], ,<br /><b class="num">1.</b> a voting or electing by [[show]] of hands, Thuc.<br /><b class="num">2.</b> a [[vote]], Lat. [[suffragium]], in plural, Aeschin.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[election]], [[election to office]], [[selection to office]], [[show of hands]], [[vote by show of hands]], [[voting by show of hands]], [[voting]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[suffragatio]]'', [[voting]], [[balloting]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.49.1/ 3.49.1].
}}
{{trml
|trtx====[[voting]]===
Afrikaans: stemming; Arabic: ⁧تَصْوِيت⁩; Azerbaijani: səsvermə; Belarusian: галасаванне; Bengali: ইন্তেখাব; Bulgarian: гласуване; Catalan: votació; Chinese Mandarin: 投票; Czech: hlasování; Finnish: äänestys, äänestäminen; French: [[votation]]; Galician: votación; Georgian: ხმის მიცემა; German: [[Abstimmung]]; Greek: [[ψήφιση]]; Ancient Greek: [[διαφορά]], [[διαψήφισις]], [[διαψηφισμός]], [[ἐπιχειροτονία]], [[χειροτονία]], [[ψάφιξξις]], [[ψαφοφορία]], [[ψήφισις]], [[ψηφοφορία]]; Italian: [[votazione]]; Japanese: 投票; Korean: 투표; Macedonian: гласање; Navajo: iʼiiʼnííł; Norman: vot'tie; Polish: głosowanie; Portuguese: [[votação]]; Russian: [[голосование]]; Serbo-Croatian Cyrillic: гла̀са̄ње; Roman: glàsānje; Slovak: hlasovanie; Slovene: glasovanje; Spanish: [[votación]]; Swahili: upigaji kura; Ukrainian: голосування
}}
}}

Latest revision as of 15:28, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροτονία Medium diacritics: χειροτονία Low diacritics: χειροτονία Capitals: ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ
Transliteration A: cheirotonía Transliteration B: cheirotonia Transliteration C: cheirotonia Beta Code: xeirotoni/a

English (LSJ)

ἡ,
A extension of the hand, LXX Is.58.9.
II voting by show of hands, Th.3.49; χειροτονίαν μνηστεύειν to court or seek election, Isoc.8.15; χ. τοῦ δήμον election by the people, Din.1.114, S.Pelekides 76 (Thessalonica).
2 generally, election, appointment, Ph.2.93, etc.
3 a vote, in plural, Pl.Lg.659b, Aeschin. 3.3; collectively, votes, οἷς ἂν ἡ πλείστη χ. γίγνηται Pl.Lg.755d, cf. 756b.

German (Pape)

[Seite 1347] ἡ, das Ausstrecken der Hände, bes. das Stimmen od. Wählen in der Volksversammlung mit ausgestreckten Händen, Abstimmung, Wahl; τὸν νικῶντα διακρίνων χειροτονίαις Plat. Legg. II, 659 b; οἷς ἂν ἡ πλείστη χειροτονία γίγνηται, welche die Stimmenmehrheit haben, VI, 755 d; Thuc. 3, 49; Xen. u. Folgde; χειροτονίας προτεθείσης αὐτοῖς Pol. 9, 30, 5; Luc. Hermot. 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de voter ou vote à main levée;
2 p. ext. suffrage, vote, voix.
Étymologie: χειροτονέω.

Russian (Dvoretsky)

χειροτονία: ἡ тж. pl. голосование поднятием рук Xen., Polyb., Luc., Plut.: ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι Thuc. (обе) стороны получили по равному количеству голосов; οἷς ἂν ἡ πλείστη χ. γίγνηται Plat. которые получили бы наибольшее количество голосов.

Greek (Liddell-Scott)

χειροτονία: ἡ, ἀνάτασις τῆς χειρός, Ἑβδ. (Ἡσ. ΝΗ΄, 9). ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ψηφοφορία ἢ ἐκλογὴ γινομένη δι’ ἀνατάσεως χειρῶν, Θουκ. 3. 49· χειροτονίαν μνηστεύειν, ἐπιζητεῖν, ἐπιδιώκειν ἐκλογήν, Ἰσοκρ. 162Α· χ. τοῦ δήμου, ἐκλογὴ ὑπὸ τοῦ λαοῦ, Δείναρχ. 104. 45. 2) καθόλου, ἐκλογή, διορισμός, Φίλων 2. 93, κτλ.· ― παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ἐκλογὴ εἰς τὸ ὑπούργημα τοῦ ἐπισκόπου διάφορος ἐν ἀρχῇ τῆς νῦν χειροτονίας, ἥτις τότε ἐλέγετο ἡ τῶν χειρῶν ἐπίθεσις. 3) ψῆφος, Λατ. suffragium, ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Νόμ. 659Β, Αἰσχίνης 54. 10· ― ὡσαύτως περιληπτικῶς, αἱ ψῆφοι, Λατ. suffragia, οἷς ἂν ἡ πλείστη χ. ᾖ Πλάτ. Νόμ. 755D, πρβλ. 756Β.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χειροτονῶ
(καν. δίκ.) εκκλησιαστική πράξη με την οποία αποδίδεται η ιερωσύνη σε έναν από τους τρεις βαθμούς, δηλαδή του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου
νεοελλ.
ειρων. ξυλοδαρμός
μσν.-αρχ.
1. ανύψωση, ανάταση του χεριού (α. «ἀντὶ τῆς χειροτονίας τῷ νεύματι τῆς κεφαλῆς χρωμένους», Αριστείο.
β. «χειροτονίαν δὲ τὴν ἄδικον τῶν χειρῶν κίνησιν ἤ ἐπὶ πληγαῖς γινομένην ἤ ἐπὶ γράμμασι», Θεοδώρ.)
2. εκλογή, ανάδειξη, τοποθέτηση σε κάποιο αξίωμα
αρχ.
1. ανύψωση, ανάταση του χεριού για έκφραση γνώμης ή για λήψη απόφασης («καὶ ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι», Θουκ.)
2. ψήφος («τὸν νικῶντα διακρίνων χειροτονίαις», Πλάτ.).

Greek Monotonic

χειροτονία: ἡ,
1. ψηφοφορία ή εκλογή με ανάταση χεριών, σε Θουκ.
2. εκλογή, Λατ. suffragium, σε πληθ., σε Αισχίν.

Middle Liddell

χειροτονία, ἡ,
1. a voting or electing by show of hands, Thuc.
2. a vote, Lat. suffragium, in plural, Aeschin.

English (Woodhouse)

election, election to office, selection to office, show of hands, vote by show of hands, voting by show of hands, voting

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

suffragatio, voting, balloting, 3.49.1.

Translations

voting

Afrikaans: stemming; Arabic: ⁧تَصْوِيت⁩; Azerbaijani: səsvermə; Belarusian: галасаванне; Bengali: ইন্তেখাব; Bulgarian: гласуване; Catalan: votació; Chinese Mandarin: 投票; Czech: hlasování; Finnish: äänestys, äänestäminen; French: votation; Galician: votación; Georgian: ხმის მიცემა; German: Abstimmung; Greek: ψήφιση; Ancient Greek: διαφορά, διαψήφισις, διαψηφισμός, ἐπιχειροτονία, χειροτονία, ψάφιξξις, ψαφοφορία, ψήφισις, ψηφοφορία; Italian: votazione; Japanese: 投票; Korean: 투표; Macedonian: гласање; Navajo: iʼiiʼnííł; Norman: vot'tie; Polish: głosowanie; Portuguese: votação; Russian: голосование; Serbo-Croatian Cyrillic: гла̀са̄ње; Roman: glàsānje; Slovak: hlasovanie; Slovene: glasovanje; Spanish: votación; Swahili: upigaji kura; Ukrainian: голосування