ζάκορος: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
(nl)
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zakoros
|Transliteration C=zakoros
|Beta Code=za/koros
|Beta Code=za/koros
|Definition=ὁ and ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">attendant in a temple</b> (more honourable than <b class="b3">νεωκόρος</b> acc. to Philem.Lex. (cf. <span class="title">Philol.</span>57.353 sqq.) in Reitzenstein <b class="b2">Gesch.d.Gr.Etym</b>.p.394), ζ. Ἀφροδίτης <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>178</span>; θεῶν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>30</span>; Δηοῦς <span class="title">IG</span>3.713.1: abs., Anon.<span class="title">Oxy.</span>218ii14; τὰς ἱερείας καὶ τὰς ζ. <span class="title">IG</span>12.4.14 (v B.C.), cf. ib.7.1883 (Thespiae), <span class="bibl">Men.126</span>, <span class="bibl">311</span>, <span class="title">IG</span>12(2).484.21 (Mytil., late), <span class="bibl">Plu. <span class="title">Sull.</span>7</span>, etc.</span>
|Definition=ὁ and ἡ, [[attendant in a temple]] (more honourable than [[νεωκόρος]] acc. to Philem.Lex. (cf. Philol.57.353 sqq.) in Reitzenstein Gesch.d.Gr.Etym.p.394), ζ. Ἀφροδίτης Hyp.Fr.178; θεῶν Plu.Cam.30; Δηοῦς IG3.713.1: abs., Anon.Oxy.218ii14; τὰς ἱερείας καὶ τὰς ζ. IG12.4.14 (v B.C.), cf. ib.7.1883 (Thespiae), Men.126, 311, IG12(2).484.21 (Mytil., late), Plu. Sull.7, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1136.png Seite 1136]] ὁ, ἡ, Tempeldiener, Priester, aber nach Thom. Mag. σεμνότερόν τι ἦν νεωκόρου; Plut. Sull. 7, ἱερεῖς καὶ ζάκοροι θεῶν Cam. 30; ἡ ζ. Ἀφροδίτης Ath. XIII, 590 d; vgl. Nic. Al. 217. Uebh. = [[ὑπηρέτης]], Suid. Nicht mit Buttm. Lexil. I p. 220 eins mit [[διάκονος]] u. [[διάκτορος]], sondern ζακόρος, gleichsam Erzdiener; Suid. erkl. ὁ τὸν ναὸν σαρῶν, also von κορεῖν, w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1136.png Seite 1136]] ὁ, ἡ, Tempeldiener, Priester, aber nach Thom. Mag. σεμνότερόν τι ἦν νεωκόρου; Plut. Sull. 7, ἱερεῖς καὶ ζάκοροι θεῶν Cam. 30; ἡ ζ. Ἀφροδίτης Ath. XIII, 590 d; vgl. Nic. Al. 217. Übh. = [[ὑπηρέτης]], Suid. Nicht mit Buttm. Lexil. I p. 220 eins mit [[διάκονος]] u. [[διάκτορος]], sondern ζακόρος, gleichsam Erzdiener; Suid. erkl. ὁ τὸν ναὸν σαρῶν, also von κορεῖν, w. m. s.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ζάκορος''': ὁ, καὶ , (ζα, [[κορέω]]) [[ὑπηρέτης]] τοῦ ναοῦ, ὡς τὸ [[νεωκόρος]] (ἀλλὰ κατὰ τὸν Θωμ. Μ. σεμνότερόν τι), ζ. Ἀφροδίτης Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 590Ε· θεῶν Πλούτ. Καμ. 30· Δηοῦς Συλλ. Ἐπιγρ. 401· ἀπολ., ζ. καὶ ἱερέας Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 462. 1, πρβλ. Βοιωτ. Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Keil σ. 164, Πλούτ. Σύλλ. 7, κτλ., Μένανδ. Δὶς ἐξ. 3, Λευκ. 4, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. (Πρβλ. [[διάκονος]], [[διάκτορος]]· ἴδε ἐν. λ. ζὰ = διά.) Οὐδετ. ζάκορον, [[γυναικάριον]] Ν. Χων. σ. 759. 8 (Βόνν.).
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />[[prêtre préposé au service d'un temple]].<br />'''Étymologie:''' ζα- <i>ou</i> [[ζά]]-, [[κορέω]] ; cf. [[διάκονος]], [[διάκτορος]].
}}
{{elnl
|elnltext=ζάκορος -ου, ὁ, ἡ [ζα-, κορέω] [[tempeldienaar]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />prêtre préposé au service d’un temple.<br />'''Étymologie:''' ζα- <i>ou</i> [[ζά]]-, [[κορέω]] ; cf. [[διάκονος]], [[διάκτορος]].
|elrutext='''ζάκορος:''' ὁ и ἡ [[служитель при храме]], [[помощник жреца]] (ἱερεῖς καὶ ζάκοροι [[θεῶν]] Plut.) (полагают, что по служебному положению он был выше, чем [[νεωκόρος]]).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζάκορος]], ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ)<br />[[νεωκόρος]], [[υπηρέτης]] του ναού («[[ζάκορος]] θεῶν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ.</b>) <i>ζάκορον</i><br />([[κατά]] τον Νικ. Χων.) «[[γυναικάριον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ζακόρος</i> θεωρείται ορθότερος από τον [[ζάκορος]]. Σύνθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κορώ</i> «[[σκουπίζω]], [[καθαρίζω]]» <b>[[πρβλ]].</b> <i>νεω</i>-[[κόρος]], <i>σηκο</i>-[[κόρος]]). Το αντίστοιχο μυκηναϊκό <i>dakoro</i> δείχνει πως το αρχικό <i>δα</i>- ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>dm</i> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της <i>dem</i>- «[[χτίζω]], [[κατασκευάζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[δέμω]], [[δάπεδο]]) μια από τις σημασίες της ετεροιωμένης βαθμίδας <i>dom</i> (&GT; [[δόμος]]) της οποίας [[είναι]] «[[ναός]]». <i>Δακόρος</i> [[λοιπόν]] [[είναι]] [[εκείνος]] που καθαρίζει, φροντίζει τον ναό, ο [[υπηρέτης]] του ναού. Αν η [[ετυμολογία]] αυτή ευσταθεί, [[τότε]] το αρχικό α' συνθετικό <i>δα</i>- αντικαταστάθηκε από το <i>ζα</i>- με την [[ίδια]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] που δημιούργησε παράλληλο τ. <i>ζά</i>-<i>πεδον</i> στο <i>δά</i>-<i>πεδον</i>. Άλλη [[παρετυμολογία]] στους αρχαίους χρόνους συνέδεσε το <i>ζα</i>- του <i>ζα</i>-[[κόρος]] με το <i>διά</i> του <i>διά</i>-<i>κονος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ζακορεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αρχιζακόρος</i>, <i>υποζακόρος</i>.
|mltxt=[[ζάκορος]], ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ)<br />[[νεωκόρος]], [[υπηρέτης]] του ναού («[[ζάκορος]] θεῶν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ.</b>) <i>ζάκορον</i><br />([[κατά]] τον Νικ. Χων.) «[[γυναικάριον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ζακόρος</i> θεωρείται ορθότερος από τον [[ζάκορος]]. Σύνθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κορώ</i> «[[σκουπίζω]], [[καθαρίζω]]» [[πρβλ]]. [[νεωκόρος]], [[σηκοκόρος]]). Το αντίστοιχο μυκηναϊκό <i>dakoro</i> δείχνει πως το αρχικό <i>δα</i>- ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>dm</i> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της <i>dem</i>- «[[χτίζω]], [[κατασκευάζω]]» ([[πρβλ]]. [[δέμω]], [[δάπεδο]]) μια από τις σημασίες της ετεροιωμένης βαθμίδας <i>dom</i> (> [[δόμος]]) της οποίας [[είναι]] «[[ναός]]». <i>Δακόρος</i> [[λοιπόν]] [[είναι]] [[εκείνος]] που καθαρίζει, φροντίζει τον ναό, ο [[υπηρέτης]] του ναού. Αν η [[ετυμολογία]] αυτή ευσταθεί, [[τότε]] το αρχικό α' συνθετικό <i>δα</i>- αντικαταστάθηκε από το <i>ζα</i>- με την [[ίδια]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] που δημιούργησε παράλληλο τ. <i>ζά</i>-<i>πεδον</i> στο <i>δά</i>-<i>πεδον</i>. Άλλη [[παρετυμολογία]] στους αρχαίους χρόνους συνέδεσε το <i>ζα</i>- του <i>ζα</i>-[[κόρος]] με το <i>διά</i> του <i>διά</i>-<i>κονος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ζακορεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αρχιζακόρος</i>, <i>υποζακόρος</i>.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζάκορος:''' ὁ και ἡ, [[υπηρέτης]] του ναού· πιθ. συγγενές προς το [[διάκονος]], σε Πλούτ. Σχετικά με το <i>-κορος</i>, πρβλ. νεω-[[κόρος]].
|lsmtext='''ζάκορος:''' ὁ και ἡ, [[υπηρέτης]] του ναού· πιθ. συγγενές προς το [[διάκονος]], σε Πλούτ. Σχετικά με το <i>-κορος</i>, πρβλ. νεω-[[κόρος]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ζάκορος:''' ὁ и служитель при храме, помощник жреца (ἱερεῖς καὶ ζάκοροι [[θεῶν]] Plut.) (полагают, что по служебному положению он был выше, чем [[νεωκόρος]]).
|lstext='''ζάκορος''': , καὶ ἡ, (ζα, [[κορέω]]) [[ὑπηρέτης]] τοῦ ναοῦ, ὡς τὸ [[νεωκόρος]] (ἀλλὰ κατὰ τὸν Θωμ. Μ. σεμνότερόν τι), ζ. Ἀφροδίτης Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 590Ε· θεῶν Πλούτ. Καμ. 30· Δηοῦς Συλλ. Ἐπιγρ. 401· ἀπολ., ζ. καὶ ἱερέας Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 462. 1, πρβλ. Βοιωτ. Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Keil σ. 164, Πλούτ. Σύλλ. 7, κτλ., Μένανδ. Δὶς ἐξ. 3, Λευκ. 4, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. (Πρβλ. [[διάκονος]], [[διάκτορος]]· ἴδε ἐν. λ. ζὰ = διά.) Οὐδετ. ζάκορον, [[γυναικάριον]] Ν. Χων. σ. 759. 8 (Βόνν.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ζά-κορος, ὁ, , [For -κορος cf. [[νεωκόρος]].]<br />a [[temple]]-[[servant]], [[being]] perhaps a [[form]] of [[διάκονος]], Plut.
}}
}}
{{elnl
{{trml
|elnltext=ζάκορος -ου, , [ζα-, κορέω] tempeldienaar.
|trtx====[[neokoros]]===
French: [[néocore]]; Greek: [[νεωκόρος]]; Ancient Greek: [[δακόρος]], [[ζακόρος]], [[ζάκορος]], [[θεοκόρος]], [[νακόρος]], [[ναοκόρος]], [[ναυκόρος]], [[νεακόρος]], [[νειοκόρος]], [[νεοκόρος]], [[νεωκόρος]], [[νηοκόρος]], [[σιοκόλος]], [[σιοκόρος]]; Italian: [[neocoro]]; Latin: [[neocorus]]
}}
}}

Latest revision as of 06:36, 30 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζᾰκορος Medium diacritics: ζάκορος Low diacritics: ζάκορος Capitals: ΖΑΚΟΡΟΣ
Transliteration A: zákoros Transliteration B: zakoros Transliteration C: zakoros Beta Code: za/koros

English (LSJ)

ὁ and ἡ, attendant in a temple (more honourable than νεωκόρος acc. to Philem.Lex. (cf. Philol.57.353 sqq.) in Reitzenstein Gesch.d.Gr.Etym.p.394), ζ. Ἀφροδίτης Hyp.Fr.178; θεῶν Plu.Cam.30; Δηοῦς IG3.713.1: abs., Anon.Oxy.218ii14; τὰς ἱερείας καὶ τὰς ζ. IG12.4.14 (v B.C.), cf. ib.7.1883 (Thespiae), Men.126, 311, IG12(2).484.21 (Mytil., late), Plu. Sull.7, etc.

German (Pape)

[Seite 1136] ὁ, ἡ, Tempeldiener, Priester, aber nach Thom. Mag. σεμνότερόν τι ἦν νεωκόρου; Plut. Sull. 7, ἱερεῖς καὶ ζάκοροι θεῶν Cam. 30; ἡ ζ. Ἀφροδίτης Ath. XIII, 590 d; vgl. Nic. Al. 217. Übh. = ὑπηρέτης, Suid. Nicht mit Buttm. Lexil. I p. 220 eins mit διάκονος u. διάκτορος, sondern ζακόρος, gleichsam Erzdiener; Suid. erkl. ὁ τὸν ναὸν σαρῶν, also von κορεῖν, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
prêtre préposé au service d'un temple.
Étymologie: ζα- ou ζά-, κορέω ; cf. διάκονος, διάκτορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζάκορος -ου, ὁ, ἡ [ζα-, κορέω] tempeldienaar.

Russian (Dvoretsky)

ζάκορος: ὁ и ἡ служитель при храме, помощник жреца (ἱερεῖς καὶ ζάκοροι θεῶν Plut.) (полагают, что по служебному положению он был выше, чем νεωκόρος).

Greek Monolingual

ζάκορος, ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ)
νεωκόρος, υπηρέτης του ναού («ζάκορος θεῶν», Πλούτ.)
μσν.
(το ουδ.) ζάκορον
(κατά τον Νικ. Χων.) «γυναικάριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζακόρος θεωρείται ορθότερος από τον ζάκορος. Σύνθ. < ζα + -κόρος (< κορώ «σκουπίζω, καθαρίζω» πρβλ. νεωκόρος, σηκοκόρος). Το αντίστοιχο μυκηναϊκό dakoro δείχνει πως το αρχικό δα- ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα dm συνεσταλμένη βαθμίδα της dem- «χτίζω, κατασκευάζω» (πρβλ. δέμω, δάπεδο) μια από τις σημασίες της ετεροιωμένης βαθμίδας dom (> δόμος) της οποίας είναι «ναός». Δακόρος λοιπόν είναι εκείνος που καθαρίζει, φροντίζει τον ναό, ο υπηρέτης του ναού. Αν η ετυμολογία αυτή ευσταθεί, τότε το αρχικό α' συνθετικό δα- αντικαταστάθηκε από το ζα- με την ίδια παρετυμολογική σύνδεση που δημιούργησε παράλληλο τ. ζά-πεδον στο δά-πεδον. Άλλη παρετυμολογία στους αρχαίους χρόνους συνέδεσε το ζα- του ζα-κόρος με το διά του διά-κονος.
ΠΑΡ. αρχ. ζακορεύω.
ΣΥΝΘ. αρχ. αρχιζακόρος, υποζακόρος.

Greek Monotonic

ζάκορος: ὁ και ἡ, υπηρέτης του ναού· πιθ. συγγενές προς το διάκονος, σε Πλούτ. Σχετικά με το -κορος, πρβλ. νεω-κόρος.

Greek (Liddell-Scott)

ζάκορος: ὁ, καὶ ἡ, (ζα, κορέω) ὑπηρέτης τοῦ ναοῦ, ὡς τὸ νεωκόρος (ἀλλὰ κατὰ τὸν Θωμ. Μ. σεμνότερόν τι), ζ. Ἀφροδίτης Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 590Ε· θεῶν Πλούτ. Καμ. 30· Δηοῦς Συλλ. Ἐπιγρ. 401· ἀπολ., ζ. καὶ ἱερέας Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 462. 1, πρβλ. Βοιωτ. Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Keil σ. 164, Πλούτ. Σύλλ. 7, κτλ., Μένανδ. Δὶς ἐξ. 3, Λευκ. 4, ἔνθα ἴδε Meineke. (Πρβλ. διάκονος, διάκτορος· ἴδε ἐν. λ. ζὰ = διά.) Οὐδετ. ζάκορον, γυναικάριον Ν. Χων. σ. 759. 8 (Βόνν.).

Middle Liddell

ζά-κορος, ὁ, ἡ, [For -κορος cf. νεωκόρος.]
a temple-servant, being perhaps a form of διάκονος, Plut.

Translations