κατάτασις: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katatasis
|Transliteration C=katatasis
|Beta Code=kata/tasis
|Beta Code=kata/tasis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">stretching</b>, <b class="b3">κ. τῶν χορδῶν</b> (<b class="b3">κατάστασις</b> codd.) <span class="bibl">Arist.<span class="title">Aud.</span>803a37</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> esp. for the purpose of setting broken or dislocated bones, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>13</span> (pl.), <span class="title">Mochl.</span>38. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">torture, torment</b>, <span class="bibl">D.H.7.68</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>276</span>; κατατάσεις τῆς ψυχῆς <span class="bibl">Ph.2.599</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b2">violent exertion</b>, <b class="b3">μετὰ φιλονικίας καὶ κ</b>., cj. for -<b class="b3">στάσεως</b> in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span> 796a</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">extension</b> in space, <b class="b2">spreading</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ti.</span>58e</span> (-στασιν cod.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[ὁλκὴ εἰς τοὺς κάτω τόπους]], Gal.19.461.</span>
|Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[stretching]], <b class="b3">κ. τῶν χορδῶν</b> ([[κατάστασις]] codd.) Arist.''Aud.''803a37.<br><span class="bld">2</span> esp. for the purpose of setting broken or dislocated bones, Hp.''Fract.''13 (pl.), ''Mochl.''38.<br><span class="bld">3</span> [[torture]], [[torment]], D.H.7.68, Ael.''Fr.''276; κατατάσεις τῆς ψυχῆς Ph.2.599.<br><span class="bld">4</span> [[violent exertion]], <b class="b3">μετὰ φιλονικίας καὶ κ.</b>, cj. for -[[στάσεως]] in [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 796a.<br><span class="bld">II</span> [[extension]] in space, [[spreading]], Id.''Ti.''58e (-στασιν cod.).<br><span class="bld">2</span> = [[ὁλκὴ εἰς τοὺς κάτω τόπους]], Gal.19.461.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1384.png Seite 1384]] ἡ, das Anspannen, Ggstz [[χάλασις]], Ptolem.; Anstrengung, Sp., auch heftiger Schmerz, D. Hal. 7, 68 u. a. Sp. – Hinabziehen, Dehnung, nach unten, Galen.; Herabdrücken, ἡ κατ. ἐπὶ γῆν Plat. Tim. 58 e. – Ist oft mit [[κατάστασις]] verwechselt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1384.png Seite 1384]] ἡ, das Anspannen, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[χάλασις]], Ptolem.; Anstrengung, Sp., auch heftiger Schmerz, D. Hal. 7, 68 u. a. Sp. – Hinabziehen, Dehnung, nach unten, Galen.; Herabdrücken, ἡ κατ. ἐπὶ γῆν Plat. Tim. 58 e. – Ist oft mit [[κατάστασις]] verwechselt.
}}
{{ls
|lstext='''κατάτᾰσις''': -εως, ἡ, [[ἔντασις]], τὸ πολὺ τέντωμα, κ. τῶν χορδῶν (Ἀντίγραφα [[κατάστασις]]) Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 51· ἀντίθετ. [[χάλασις]] Πτολεμ. 2) ἰδίως πρὸς τοποθέτησιν τεθραυσμένων ὀστῶν ἢ ἐξηρθρωμένων, = [[κατάθεσις]]·- χρή τὸν ἰατρόν τῶν ἐκπτωσίων τε και κατηγμάτων ὡς ἰθυτάτας τὰς κατατάσιας ποιέεσθαι Ἱππ. Ἀγμ. 749· αἱ κατἀ φύσιν καὶ αἱ παρὰ φύσιν κ. ὁ αὐτ. 814˙ κατατείνειν καὶ [[κατάτασις]] ἐπὶ τῆς σημασ. ταύτης συχνὰ παρ’ Ὀρειβασ. 166, 167, 173 Mai.· [[πόνος]] ὁ ἐκ τῆς ἰσχυρᾶς ἐντάσεως, μηδὲν ἄρθρον κινεῖν ἄνευκατατάσεως τῆς ἐσχάτης Διον. Ἁλ. 7. 68· αἰκίζεται πάσῃ λύμῃ καὶ κατατάσει Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. 3) [[ἔκτασις]], [[καταπίεσις]], [[κατάθλιψις]] ἐπὶ τι [[διάστημα]], τὴν γῆν (πλεῖστα Ἀντίγραφα [[κατάστασις]]), [[ἔντασις]], [[σπουδή]], Πλάτ. Τίμ. 58Α· 4) βιαία [[γύμνασις]], ἄσκησις, Λατ. contentio, πιθ. Γραφ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 796Α· [[μετὰ]] φιλονεικίας και καταστάσεως διαπονούμενα τὰ σώματα·- [[ἔντασις]] ἰσχυρά, [[προσοχή]], κατατάσεις τῆς ψυχῆς Φίλων 2. 599. ΙΙ. [[τάσις]], ὁλκὴ πρὸς τὰ [[κάτω]], Γαλην. 2. 281.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />allongement par tension ; <i>en mauv. part</i> torture.<br />'''Étymologie:''' [[κατατείνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />allongement par tension ; <i>en mauv. part</i> torture.<br />'''Étymologie:''' [[κατατείνω]].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=[[κατάτασις]], ἡ (Α) [[κατατείνω]]<br /><b>1.</b> η [[ένταση]], το υπερβολικό [[τέντωμα]]<br /><b>2.</b> (για σπασμένα ή εξαρθρωμένα οστά ή [[μέλη]]) [[ανάταξη]], επανατοποθέτηση<br /><b>3.</b> [[βασανιστήριο]], [[μαρτύριο]], [[τιμωρία]]<br /><b>4.</b> (για χώρο) [[έκταση]]<br /><b>5.</b> [[τάση]] ολική [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>6.</b> βίαιη [[γύμναση]], [[άσκηση]].
|elnltext=κατάτασις -εως, ἡ [κατατείνω] [[uitbreiding]], [[verspreiding]]:. ἐπὶ γῆν over de aarde Plat. Tim. 58e. oprekking om botten te zetten. Hp.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατάτᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> натягивание, натяжение (τῶν χορδῶν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> растекание (ἐπὶ γῆν, sc. τοῦ ὑγροῦ Plat.).
|elrutext='''κατάτᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[натягивание]], [[натяжение]] (τῶν χορδῶν Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[растекание]] (ἐπὶ γῆν, ''[[sc.]]'' τοῦ ὑγροῦ Plat.).
}}
{{ls
|lstext='''κατάτᾰσις''': -εως, ἡ, [[ἔντασις]], τὸ πολὺ τέντωμα, κ. τῶν χορδῶν (Ἀντίγραφα [[κατάστασις]]) Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 51· ἀντίθετ. [[χάλασις]] Πτολεμ. 2) ἰδίως πρὸς τοποθέτησιν τεθραυσμένων ὀστῶν ἢ ἐξηρθρωμένων, = [[κατάθεσις]]·- χρή τὸν ἰατρόν τῶν ἐκπτωσίων τε και κατηγμάτων ὡς ἰθυτάτας τὰς κατατάσιας ποιέεσθαι Ἱππ. Ἀγμ. 749· αἱ κατἀ φύσιν καὶ αἱ παρὰ φύσιν κ. ὁ αὐτ. 814· κατατείνειν καὶ [[κατάτασις]] ἐπὶ τῆς σημασ. ταύτης συχνὰ παρ’ Ὀρειβασ. 166, 167, 173 Mai.· [[πόνος]] ὁ ἐκ τῆς ἰσχυρᾶς ἐντάσεως, μηδὲν ἄρθρον κινεῖν ἄνευκατατάσεως τῆς ἐσχάτης Διον. Ἁλ. 7. 68· αἰκίζεται πάσῃ λύμῃ καὶ κατατάσει Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. 3) [[ἔκτασις]], [[καταπίεσις]], [[κατάθλιψις]] ἐπὶ τι [[διάστημα]], τὴν γῆν (πλεῖστα Ἀντίγραφα [[κατάστασις]]), [[ἔντασις]], [[σπουδή]], Πλάτ. Τίμ. 58Α· 4) βιαία [[γύμνασις]], ἄσκησις, Λατ. contentio, πιθ. Γραφ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 796Α· μετὰ φιλονεικίας και καταστάσεως διαπονούμενα τὰ σώματα·- [[ἔντασις]] ἰσχυρά, [[προσοχή]], κατατάσεις τῆς ψυχῆς Φίλων 2. 599. ΙΙ. [[τάσις]], ὁλκὴ πρὸς τὰ [[κάτω]], Γαλην. 2. 281.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=κατάτασις -εως, ἡ [κατατείνω] uitbreiding, verspreiding:. ἐπὶ γῆν over de aarde Plat. Tim. 58e. oprekking om botten te zetten. Hp.
|mltxt=[[κατάτασις]], ἡ (Α) [[κατατείνω]]<br /><b>1.</b> η [[ένταση]], το υπερβολικό [[τέντωμα]]<br /><b>2.</b> (για σπασμένα ή εξαρθρωμένα οστά ή [[μέλη]]) [[ανάταξη]], επανατοποθέτηση<br /><b>3.</b> [[βασανιστήριο]], [[μαρτύριο]], [[τιμωρία]]<br /><b>4.</b> (για χώρο) [[έκταση]]<br /><b>5.</b> [[τάση]] ολική [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>6.</b> βίαιη [[γύμναση]], [[άσκηση]].
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάτᾰσις Medium diacritics: κατάτασις Low diacritics: κατάτασις Capitals: ΚΑΤΑΤΑΣΙΣ
Transliteration A: katátasis Transliteration B: katatasis Transliteration C: katatasis Beta Code: kata/tasis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A stretching, κ. τῶν χορδῶν (κατάστασις codd.) Arist.Aud.803a37.
2 esp. for the purpose of setting broken or dislocated bones, Hp.Fract.13 (pl.), Mochl.38.
3 torture, torment, D.H.7.68, Ael.Fr.276; κατατάσεις τῆς ψυχῆς Ph.2.599.
4 violent exertion, μετὰ φιλονικίας καὶ κ., cj. for -στάσεως in Pl.Lg. 796a.
II extension in space, spreading, Id.Ti.58e (-στασιν cod.).
2 = ὁλκὴ εἰς τοὺς κάτω τόπους, Gal.19.461.

German (Pape)

[Seite 1384] ἡ, das Anspannen, Gegensatz χάλασις, Ptolem.; Anstrengung, Sp., auch heftiger Schmerz, D. Hal. 7, 68 u. a. Sp. – Hinabziehen, Dehnung, nach unten, Galen.; Herabdrücken, ἡ κατ. ἐπὶ γῆν Plat. Tim. 58 e. – Ist oft mit κατάστασις verwechselt.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
allongement par tension ; en mauv. part torture.
Étymologie: κατατείνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάτασις -εως, ἡ [κατατείνω] uitbreiding, verspreiding:. ἐπὶ γῆν over de aarde Plat. Tim. 58e. oprekking om botten te zetten. Hp.

Russian (Dvoretsky)

κατάτᾰσις: εως ἡ
1 натягивание, натяжение (τῶν χορδῶν Arst.);
2 растекание (ἐπὶ γῆν, sc. τοῦ ὑγροῦ Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάτᾰσις: -εως, ἡ, ἔντασις, τὸ πολὺ τέντωμα, κ. τῶν χορδῶν (Ἀντίγραφα κατάστασις) Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 51· ἀντίθετ. χάλασις Πτολεμ. 2) ἰδίως πρὸς τοποθέτησιν τεθραυσμένων ὀστῶν ἢ ἐξηρθρωμένων, = κατάθεσις·- χρή τὸν ἰατρόν τῶν ἐκπτωσίων τε και κατηγμάτων ὡς ἰθυτάτας τὰς κατατάσιας ποιέεσθαι Ἱππ. Ἀγμ. 749· αἱ κατἀ φύσιν καὶ αἱ παρὰ φύσιν κ. ὁ αὐτ. 814· κατατείνειν καὶ κατάτασις ἐπὶ τῆς σημασ. ταύτης συχνὰ παρ’ Ὀρειβασ. 166, 167, 173 Mai.· πόνος ὁ ἐκ τῆς ἰσχυρᾶς ἐντάσεως, μηδὲν ἄρθρον κινεῖν ἄνευκατατάσεως τῆς ἐσχάτης Διον. Ἁλ. 7. 68· αἰκίζεται πάσῃ λύμῃ καὶ κατατάσει Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. 3) ἔκτασις, καταπίεσις, κατάθλιψις ἐπὶ τι διάστημα, τὴν γῆν (πλεῖστα Ἀντίγραφα κατάστασις), ἔντασις, σπουδή, Πλάτ. Τίμ. 58Α· 4) βιαία γύμνασις, ἄσκησις, Λατ. contentio, πιθ. Γραφ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 796Α· μετὰ φιλονεικίας και καταστάσεως διαπονούμενα τὰ σώματα·- ἔντασις ἰσχυρά, προσοχή, κατατάσεις τῆς ψυχῆς Φίλων 2. 599. ΙΙ. τάσις, ὁλκὴ πρὸς τὰ κάτω, Γαλην. 2. 281.

Greek Monolingual

κατάτασις, ἡ (Α) κατατείνω
1. η ένταση, το υπερβολικό τέντωμα
2. (για σπασμένα ή εξαρθρωμένα οστά ή μέλη) ανάταξη, επανατοποθέτηση
3. βασανιστήριο, μαρτύριο, τιμωρία
4. (για χώρο) έκταση
5. τάση ολική προς τα κάτω
6. βίαιη γύμναση, άσκηση.