κατάτασις: Difference between revisions
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)") |
|||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katatasis | |Transliteration C=katatasis | ||
|Beta Code=kata/tasis | |Beta Code=kata/tasis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[stretching]], <b class="b3">κ. τῶν χορδῶν</b> ([[κατάστασις]] codd.) Arist.''Aud.''803a37.<br><span class="bld">2</span> esp. for the purpose of setting broken or dislocated bones, Hp.''Fract.''13 (pl.), ''Mochl.''38.<br><span class="bld">3</span> [[torture]], [[torment]], D.H.7.68, Ael.''Fr.''276; κατατάσεις τῆς ψυχῆς Ph.2.599.<br><span class="bld">4</span> [[violent exertion]], <b class="b3">μετὰ φιλονικίας καὶ κ.</b>, cj. for -[[στάσεως]] in [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 796a.<br><span class="bld">II</span> [[extension]] in space, [[spreading]], Id.''Ti.''58e (-στασιν cod.).<br><span class="bld">2</span> = [[ὁλκὴ εἰς τοὺς κάτω τόπους]], Gal.19.461. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1384.png Seite 1384]] ἡ, das Anspannen, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1384.png Seite 1384]] ἡ, das Anspannen, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[χάλασις]], Ptolem.; Anstrengung, Sp., auch heftiger Schmerz, D. Hal. 7, 68 u. a. Sp. – Hinabziehen, Dehnung, nach unten, Galen.; Herabdrücken, ἡ κατ. ἐπὶ γῆν Plat. Tim. 58 e. – Ist oft mit [[κατάστασις]] verwechselt. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />allongement par tension ; <i>en mauv. part</i> torture.<br />'''Étymologie:''' [[κατατείνω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />allongement par tension ; <i>en mauv. part</i> torture.<br />'''Étymologie:''' [[κατατείνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κατάτασις -εως, ἡ [κατατείνω] [[uitbreiding]], [[verspreiding]]:. ἐπὶ γῆν over de aarde Plat. Tim. 58e. oprekking om botten te zetten. Hp. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατάτᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''κατάτᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[натягивание]], [[натяжение]] (τῶν χορδῶν Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[растекание]] (ἐπὶ γῆν, ''[[sc.]]'' τοῦ ὑγροῦ Plat.). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατάτᾰσις''': -εως, ἡ, [[ἔντασις]], τὸ πολὺ τέντωμα, κ. τῶν χορδῶν (Ἀντίγραφα [[κατάστασις]]) Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 51· ἀντίθετ. [[χάλασις]] Πτολεμ. 2) ἰδίως πρὸς τοποθέτησιν τεθραυσμένων ὀστῶν ἢ ἐξηρθρωμένων, = [[κατάθεσις]]·- χρή τὸν ἰατρόν τῶν ἐκπτωσίων τε και κατηγμάτων ὡς ἰθυτάτας τὰς κατατάσιας ποιέεσθαι Ἱππ. Ἀγμ. 749· αἱ κατἀ φύσιν καὶ αἱ παρὰ φύσιν κ. ὁ αὐτ. 814· κατατείνειν καὶ [[κατάτασις]] ἐπὶ τῆς σημασ. ταύτης συχνὰ παρ’ Ὀρειβασ. 166, 167, 173 Mai.· [[πόνος]] ὁ ἐκ τῆς ἰσχυρᾶς ἐντάσεως, μηδὲν ἄρθρον κινεῖν ἄνευκατατάσεως τῆς ἐσχάτης Διον. Ἁλ. 7. 68· αἰκίζεται πάσῃ λύμῃ καὶ κατατάσει Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. 3) [[ἔκτασις]], [[καταπίεσις]], [[κατάθλιψις]] ἐπὶ τι [[διάστημα]], τὴν γῆν (πλεῖστα Ἀντίγραφα [[κατάστασις]]), [[ἔντασις]], [[σπουδή]], Πλάτ. Τίμ. 58Α· 4) βιαία [[γύμνασις]], ἄσκησις, Λατ. contentio, πιθ. Γραφ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 796Α· μετὰ φιλονεικίας και καταστάσεως διαπονούμενα τὰ σώματα·- [[ἔντασις]] ἰσχυρά, [[προσοχή]], κατατάσεις τῆς ψυχῆς Φίλων 2. 599. ΙΙ. [[τάσις]], ὁλκὴ πρὸς τὰ [[κάτω]], Γαλην. 2. 281. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[κατάτασις]], ἡ (Α) [[κατατείνω]]<br /><b>1.</b> η [[ένταση]], το υπερβολικό [[τέντωμα]]<br /><b>2.</b> (για σπασμένα ή εξαρθρωμένα οστά ή [[μέλη]]) [[ανάταξη]], επανατοποθέτηση<br /><b>3.</b> [[βασανιστήριο]], [[μαρτύριο]], [[τιμωρία]]<br /><b>4.</b> (για χώρο) [[έκταση]]<br /><b>5.</b> [[τάση]] ολική [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>6.</b> βίαιη [[γύμναση]], [[άσκηση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:10, 23 March 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A stretching, κ. τῶν χορδῶν (κατάστασις codd.) Arist.Aud.803a37.
2 esp. for the purpose of setting broken or dislocated bones, Hp.Fract.13 (pl.), Mochl.38.
3 torture, torment, D.H.7.68, Ael.Fr.276; κατατάσεις τῆς ψυχῆς Ph.2.599.
4 violent exertion, μετὰ φιλονικίας καὶ κ., cj. for -στάσεως in Pl.Lg. 796a.
II extension in space, spreading, Id.Ti.58e (-στασιν cod.).
2 = ὁλκὴ εἰς τοὺς κάτω τόπους, Gal.19.461.
German (Pape)
[Seite 1384] ἡ, das Anspannen, Gegensatz χάλασις, Ptolem.; Anstrengung, Sp., auch heftiger Schmerz, D. Hal. 7, 68 u. a. Sp. – Hinabziehen, Dehnung, nach unten, Galen.; Herabdrücken, ἡ κατ. ἐπὶ γῆν Plat. Tim. 58 e. – Ist oft mit κατάστασις verwechselt.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
allongement par tension ; en mauv. part torture.
Étymologie: κατατείνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάτασις -εως, ἡ [κατατείνω] uitbreiding, verspreiding:. ἐπὶ γῆν over de aarde Plat. Tim. 58e. oprekking om botten te zetten. Hp.
Russian (Dvoretsky)
κατάτᾰσις: εως ἡ
1 натягивание, натяжение (τῶν χορδῶν Arst.);
2 растекание (ἐπὶ γῆν, sc. τοῦ ὑγροῦ Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάτᾰσις: -εως, ἡ, ἔντασις, τὸ πολὺ τέντωμα, κ. τῶν χορδῶν (Ἀντίγραφα κατάστασις) Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 51· ἀντίθετ. χάλασις Πτολεμ. 2) ἰδίως πρὸς τοποθέτησιν τεθραυσμένων ὀστῶν ἢ ἐξηρθρωμένων, = κατάθεσις·- χρή τὸν ἰατρόν τῶν ἐκπτωσίων τε και κατηγμάτων ὡς ἰθυτάτας τὰς κατατάσιας ποιέεσθαι Ἱππ. Ἀγμ. 749· αἱ κατἀ φύσιν καὶ αἱ παρὰ φύσιν κ. ὁ αὐτ. 814· κατατείνειν καὶ κατάτασις ἐπὶ τῆς σημασ. ταύτης συχνὰ παρ’ Ὀρειβασ. 166, 167, 173 Mai.· πόνος ὁ ἐκ τῆς ἰσχυρᾶς ἐντάσεως, μηδὲν ἄρθρον κινεῖν ἄνευκατατάσεως τῆς ἐσχάτης Διον. Ἁλ. 7. 68· αἰκίζεται πάσῃ λύμῃ καὶ κατατάσει Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. 3) ἔκτασις, καταπίεσις, κατάθλιψις ἐπὶ τι διάστημα, τὴν γῆν (πλεῖστα Ἀντίγραφα κατάστασις), ἔντασις, σπουδή, Πλάτ. Τίμ. 58Α· 4) βιαία γύμνασις, ἄσκησις, Λατ. contentio, πιθ. Γραφ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 796Α· μετὰ φιλονεικίας και καταστάσεως διαπονούμενα τὰ σώματα·- ἔντασις ἰσχυρά, προσοχή, κατατάσεις τῆς ψυχῆς Φίλων 2. 599. ΙΙ. τάσις, ὁλκὴ πρὸς τὰ κάτω, Γαλην. 2. 281.
Greek Monolingual
κατάτασις, ἡ (Α) κατατείνω
1. η ένταση, το υπερβολικό τέντωμα
2. (για σπασμένα ή εξαρθρωμένα οστά ή μέλη) ανάταξη, επανατοποθέτηση
3. βασανιστήριο, μαρτύριο, τιμωρία
4. (για χώρο) έκταση
5. τάση ολική προς τα κάτω
6. βίαιη γύμναση, άσκηση.