άκριτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκριτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[κρίση]], δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για λόγους ή πράξεις) [[αλόγιστος]], [[απερίσκεπτος]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από [[δίκη]], δεν κρίθηκε, [[αδίκαστος]], [[αδοκίμαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν διακρίνεται, δεν ξεχωρίζεται εύκολα, συγκεχυμένος, [[ασυνάρτητος]]<br /><b>2.</b> ο μη διακεκριμένος, [[κοινός]], [[συνηθισμένος]]<br /><b>3.</b> [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]], [[ασταμάτητος]]<br /><b>4.</b> [[άπειρος]], [[αναρίθμητος]]<br /><b>5.</b> αυτός που δεν πήρε οριστική [[τροπή]], [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]], [[απρόβλεπτος]]<br /><b>6.</b> αυτός που δεν υπόκειται σε κριτή, ο [[ανεξέλεγκτος]]<br /><b>7.</b> αυτός που δεν δίνει διευκρινίσεις, δεν ερμηνεύει [[κάτι]]<br /><b>8.</b> (για τη [[μοίρα]]) αυτός που δεν κάνει [[διάκριση]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἄκριτον</i><br />[[συνεχώς]], αδιάκοπα<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «πυρετὸς [[ἄκριτος]]» — [[πυρετός]] που δεν έφθασε [[ακόμα]] στο κρίσιμο [[σημείο]], που δεν κορυφώθηκε. (<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κριτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακρισία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκριτί]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακριτόμυθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκριτόβουλος]], [[ἀκριτόδακρυς]], [[ἀκριτόφυλλος]], <i>ἀκριτόφυλος</i>, [[ἀκριτόφυρτος]], [[ἀκριτόχειρος]]<br />(μσν). <i>ἀκριτόφωνοι</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ακριτοεπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριτολόγος]]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> ο [[αμίλητος]]<br /><b>2.</b> ο [[λιγόλογος]]<br /><b>3.</b> [[απερίγραπτος]], [[άφθαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]] «[[μιλώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[κρένω]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκριτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[κρίση]], δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για λόγους ή πράξεις) [[αλόγιστος]], [[απερίσκεπτος]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από [[δίκη]], δεν κρίθηκε, [[αδίκαστος]], [[αδοκίμαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν διακρίνεται, δεν ξεχωρίζεται εύκολα, συγκεχυμένος, [[ασυνάρτητος]]<br /><b>2.</b> ο μη διακεκριμένος, [[κοινός]], [[συνηθισμένος]]<br /><b>3.</b> [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]], [[ασταμάτητος]]<br /><b>4.</b> [[άπειρος]], [[αναρίθμητος]]<br /><b>5.</b> αυτός που δεν πήρε οριστική [[τροπή]], [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]], [[απρόβλεπτος]]<br /><b>6.</b> αυτός που δεν υπόκειται σε κριτή, ο [[ανεξέλεγκτος]]<br /><b>7.</b> αυτός που δεν δίνει διευκρινίσεις, δεν ερμηνεύει [[κάτι]]<br /><b>8.</b> (για τη [[μοίρα]]) αυτός που δεν κάνει [[διάκριση]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἄκριτον</i><br />[[συνεχώς]], αδιάκοπα<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «πυρετὸς [[ἄκριτος]]» — [[πυρετός]] που δεν έφθασε [[ακόμα]] στο κρίσιμο [[σημείο]], που δεν κορυφώθηκε. (<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κριτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακρισία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκριτί]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακριτόμυθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκριτόβουλος]], [[ἀκριτόδακρυς]], [[ἀκριτόφυλλος]], <i>ἀκριτόφυλος</i>, [[ἀκριτόφυρτος]], [[ἀκριτόχειρος]]<br />(μσν). <i>ἀκριτόφωνοι</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ακριτοεπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριτολόγος]]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> ο [[αμίλητος]]<br /><b>2.</b> ο [[λιγόλογος]]<br /><b>3.</b> [[απερίγραπτος]], [[άφθαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]] «[[μιλώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[κρένω]])].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (Α ἄκριτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι
2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος
3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος, αδοκίμαστος
αρχ.
1. αυτός που δεν διακρίνεται, δεν ξεχωρίζεται εύκολα, συγκεχυμένος, ασυνάρτητος
2. ο μη διακεκριμένος, κοινός, συνηθισμένος
3. συνεχής, αδιάλειπτος, ασταμάτητος
4. άπειρος, αναρίθμητος
5. αυτός που δεν πήρε οριστική τροπή, αμφίβολος, αβέβαιος, απρόβλεπτος
6. αυτός που δεν υπόκειται σε κριτή, ο ανεξέλεγκτος
7. αυτός που δεν δίνει διευκρινίσεις, δεν ερμηνεύει κάτι
8. (για τη μοίρα) αυτός που δεν κάνει διάκριση
9. (το ουδ. ως επίρρ.) ἄκριτον
συνεχώς, αδιάκοπα
10. φρ. «πυρετὸς ἄκριτος» — πυρετός που δεν έφθασε ακόμα στο κρίσιμο σημείο, που δεν κορυφώθηκε. (
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κριτὸς < κρίνω.
ΠΑΡ. ακρισία
αρχ.
ἀκριτί.
ΣΥΝΘ. ακριτόμυθος
αρχ.
ἀκριτόβουλος, ἀκριτόδακρυς, ἀκριτόφυλλος, ἀκριτόφυλος, ἀκριτόφυρτος, ἀκριτόχειρος
(μσν). ἀκριτόφωνοι
μσν.- νεοελλ.
ακριτοεπής
νεοελλ.
ακριτολόγος].
(II)
-η, -ο
1. ο αμίλητος
2. ο λιγόλογος
3. απερίγραπτος, άφθαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κρίνω «μιλώ» (πρβλ. κρένω)].