παράπτω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0496.png Seite 496]] daneben, daran heften, anknüpfen, παραπτομένα χερσὶ [[πλάτα]], Soph. O. C. 717, mit den Händen festgehaltenes Ruder, s. aber [[παραπέτομαι]]. – Med. im Vorbeigehen an der Seite berühren, Sp., [[ἤδη]] κειμένων τῷ ξιφιδίῳ παραπτόμενος καθ' ἕκαστον, Plut. Cleom. 37.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0496.png Seite 496]] daneben, daran heften, anknüpfen, παραπτομένα χερσὶ [[πλάτα]], Soph. O. C. 717, mit den Händen festgehaltenes Ruder, s. aber [[παραπέτομαι]]. – Med. im Vorbeigehen an der Seite berühren, Sp., [[ἤδη]] κειμένων τῷ ξιφιδίῳ παραπτόμενος καθ' ἕκαστον, Plut. Cleom. 37.
}}
{{elru
|elrutext='''παράπτω:'''<br /><b class="num">1</b> [[придерживать]], [[держать]]: παραπτομένα χερσὶ [[πλάτα]] Soph. зажатое в руке весло;<br /><b class="num">2</b> med. [[мимоходом прикасаться]], [[трогать]] (τῷ ξιφιδίῳ [[κατά]] τινα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 11: Line 14:
|mltxt=ΜΑ [[άπτω]]<br /><b>1.</b> [[ανάβω]], [[καίω]], [[πυρπολώ]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] φως<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[παράπτομαι]]<br />[[αγγίζω]] [[κατά]] [[λάθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εφαρμόζω]]<br />β) [[αγγίζω]] [[ελαφρά]]<br />γ) έχω σχέσεις με κάποιον («γυναικὸς ἤ ἀνδρὸς [[παράπτομαι]]»)<br />δ) [[πλησιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> εφαρμόζομαι, προσαρμόζομαι («[[παράπτομαι]] σανίδων» — [[είμαι]] προσαρμοσμένος [[κατά]] [[μήκος]] τών σανίδων», Απολλ. Δαμ.).
|mltxt=ΜΑ [[άπτω]]<br /><b>1.</b> [[ανάβω]], [[καίω]], [[πυρπολώ]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] φως<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[παράπτομαι]]<br />[[αγγίζω]] [[κατά]] [[λάθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εφαρμόζω]]<br />β) [[αγγίζω]] [[ελαφρά]]<br />γ) έχω σχέσεις με κάποιον («γυναικὸς ἤ ἀνδρὸς [[παράπτομαι]]»)<br />δ) [[πλησιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> εφαρμόζομαι, προσαρμόζομαι («[[παράπτομαι]] σανίδων» — [[είμαι]] προσαρμοσμένος [[κατά]] [[μήκος]] τών σανίδων», Απολλ. Δαμ.).
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''παράπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> придерживать, держать: παραπτομένα χερσὶ [[πλάτα]] Soph. зажатое в руке весло;<br /><b class="num">2)</b> med. мимоходом прикасаться, трогать (τῷ ξιφιδίῳ [[κατά]] τινα Plut.).
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[fasten]] [[beside]]:—Pass., χερσὶ παραπτομένα [[πλάτα]] fitted to the hands, plied by the hands, Soph.; others [[take]] it as contr. for παραπετομένα, [[flying]].
}}
{{elmes
|esmgtx=en v. med. [[tocar]] εἰς τὴν γῆν, ἐπικύπτων παραπτόμενος τῶν ἄκρων ποδῶν, λέγε <b class="b3">hacia la tierra, inclinándote y tocando las puntas de los pies, di</b> P XIII 831
}}
}}

Latest revision as of 15:18, 25 November 2022

German (Pape)

[Seite 496] daneben, daran heften, anknüpfen, παραπτομένα χερσὶ πλάτα, Soph. O. C. 717, mit den Händen festgehaltenes Ruder, s. aber παραπέτομαι. – Med. im Vorbeigehen an der Seite berühren, Sp., ἤδη κειμένων τῷ ξιφιδίῳ παραπτόμενος καθ' ἕκαστον, Plut. Cleom. 37.

Russian (Dvoretsky)

παράπτω:
1 придерживать, держать: παραπτομένα χερσὶ πλάτα Soph. зажатое в руке весло;
2 med. мимоходом прикасаться, трогать (τῷ ξιφιδίῳ κατά τινα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παράπτω: μέλλ.-ψω, δένω πλησίον, τινί τι Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 309· ἐφαρμόζω, τὸν νόμον π. Ἱππόλυτ. σ. 262 Fabr.· ― Παθ., χερσὶ παραπτομένα πλάτα, προσαρμοζομένη εἰς τὰς χεῖρας, ἐπὶ κώπης, Σοφ. Ο.Κ. 717 (ἕτεροι λαμβάνουσι τὸν τύπον τοῦτον ὡς κατὰ συγκοπὴν προελθόντα ἐκ τοῦ παραπετομένα, πλησίον πετομένη). ΙΙ.Μέσ., ἅπτομαι, ἐγγίζω ὀλίγον, τὸ Δωδωναῖον ἄν τις χαλκίον, ὃ λέγουσιν ἠχεῖν, ἂν παράψηθ’ ὁ παριών, τὴν ἡμέραν ὅλην Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 3, Πλουτ. Κλεομ. 37.

Spanish

tocar

Greek Monolingual

ΜΑ άπτω
1. ανάβω, καίω, πυρπολώ
2. δίνω φως
μσν.
μέσ. παράπτομαι
αγγίζω κατά λάθος
αρχ.
1. μέσ. α) εφαρμόζω
β) αγγίζω ελαφρά
γ) έχω σχέσεις με κάποιον («γυναικὸς ἤ ἀνδρὸς παράπτομαι»)
δ) πλησιάζω
2. παθ. εφαρμόζομαι, προσαρμόζομαι («παράπτομαι σανίδων» — είμαι προσαρμοσμένος κατά μήκος τών σανίδων», Απολλ. Δαμ.).

Middle Liddell

fut. ψω
to fasten beside:—Pass., χερσὶ παραπτομένα πλάτα fitted to the hands, plied by the hands, Soph.; others take it as contr. for παραπετομένα, flying.

Léxico de magia

en v. med. tocar εἰς τὴν γῆν, ἐπικύπτων παραπτόμενος τῶν ἄκρων ποδῶν, λέγε hacia la tierra, inclinándote y tocando las puntas de los pies, di P XIII 831