καταστατικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(1ab)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katastatikos
|Transliteration C=katastatikos
|Beta Code=katastatiko/s
|Beta Code=katastatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fitted for calming</b>, ἔννοιαι <span class="bibl">Eust.1041.20</span>; <b class="b3">τὸ κ</b>. <b class="b2">power to calm</b>, of music, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>4</span>; cf. καταστηματικός <span class="bibl">11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[ἀποκαταστατικός]] <span class="bibl">1</span>, μοῖρα τοῦ Ἡλίου Rhetor. in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(1).247. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> -<b class="b3">κόν, τό</b>, perh. banker's <b class="b2">charge for weighing</b>, PPetr.3p.191 (iii B.C.). Adv. -<b class="b3">κῶς</b>, = [[ἀνηπλωμένως καὶ ἀφηγηματικῶς]], Aps. p.243 H., al.: Comp. -ώτερον<b class="b3">, διηγεῖσθαι</b> Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>392</span>; <b class="b3">διαβάλλειν</b> ib.<span class="bibl">616</span>.</span>
|Definition=καταστατική, καταστατικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fitted for calming]], ἔννοιαι Eust.1041.20; <b class="b3">τὸ κ.</b> [[power to calm]], of music, Plu.''Lyc.''4; cf. [[καταστηματικός]] ''ΙΙ''.<br><span class="bld">2</span> = [[ἀποκαταστατικός]] ''1'', μοῖρα τοῦ Ἡλίου Rhetor. in ''Cat.Cod.Astr.''8(1).247.<br><span class="bld">3</span> -[[κόν]], τό, perhaps banker's [[charge for weighing]], PPetr.3p.191 (iii B.C.). Adv. [[καταστατικῶς]], = [[ἀνηπλωμένως]] καὶ [[ἀφηγηματικῶς]], Aps. p.243 H., al.: Comp. καταστατιώτερον<b class="b3">, διηγεῖσθαι</b> Sch.E.''Hipp.''392; [[διαβάλλειν]] ib.616.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καταστατικός''': , -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς καταπράϋνσιν ἢ καθησύχασιν, κ. καὶ ἀναπαύουσαι ἔννοιαι Εὐστ. 1041. 20· τὸ κ., ἡ πρὸς καταπράϋνσιν [[δύναμις]], ἐπὶ τῶν ᾀσμάτων καὶ τῶν ῥυθμῶν τῶν Λακώνων, πολὺ τὸ [[κόσμιον]] ἐχόντων καὶ κ. ὧν ἀκροώμενοι κατεπραΰνοντο [[λεληθότως]] τὰ ἤθη Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. ΙΙ. ὡρισμένος, ὅρος καὶ καμπτὴρ κ. Εὐσ. Ἐγκ. Κωνστ. 6.
|btext=ή, όν :<br />[[qui a la vertu d'arrêter]], [[de calmer]].<br />'''Étymologie:''' [[καθίστημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=καταστατικός -ή -όν [καθίστημι] [[kalmerend]].
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>[[festzustellen]], zu [[beruhigen]] [[geschickt]], [[besänftigend]]</i>, Plut. <i>Lyc</i>. 4 und andere Spätere
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />qui a la vertu d’arrêter, de calmer.<br />'''Étymologie:''' [[καθίστημι]].
|elrutext='''καταστᾰτικός:''' [[успокаивающий]], [[унимающий]], [[утоляющий]]: τὸ καταστατικόν Plut. успокаивающее действие.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταστατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια [[κατάσταση]] ή που αναφέρεται σε κάποια [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καταστατικός]] [[χάρτης]]» — ο [[οργανικός]] [[νόμος]] με τον οποίο ιδρύεται [[κάτι]] («[[καταστατικός]] [[χάρτης]] του ΟΗΕ»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[καταστατικό]]<br />το [[σύνολο]] τών έγγραφων κανόνων που προσδιορίζουν την [[ταυτότητα]] και τον σκοπό και διέπουν την [[οργάνωση]] και [[λειτουργία]] ενός νομικού προσώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] στο να καθησυχάζει, να καταπραΰνει<br /><b>2.</b> [[αποκαταστατικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καταστατικόν</i><br />α) (για τους ρυθμούς και τα τραγούδια τών Λακώνων) η [[δύναμη]] για [[καταπράυνση]]<br />β) η [[υποχρέωση]] του τραπεζίτη για [[ζύγιση]] τών νομισμάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[καταστατικῶς]] (Α)<br />με αφηγηματικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καταστατός</i> «θεσμοποιημένος», ρημ. επίθ. του [[καθίστημι]] που μαρτυρείται μόνο στο ουδ. [[γένος]]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταστατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια [[κατάσταση]] ή που αναφέρεται σε κάποια [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καταστατικός]] [[χάρτης]]» — ο [[οργανικός]] [[νόμος]] με τον οποίο ιδρύεται [[κάτι]] («[[καταστατικός]] [[χάρτης]] του ΟΗΕ»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[καταστατικό]]<br />το [[σύνολο]] τών έγγραφων κανόνων που προσδιορίζουν την [[ταυτότητα]] και τον σκοπό και διέπουν την [[οργάνωση]] και [[λειτουργία]] ενός νομικού προσώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] στο να καθησυχάζει, να καταπραΰνει<br /><b>2.</b> [[αποκαταστατικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καταστατικόν</i><br />α) (για τους ρυθμούς και τα τραγούδια τών Λακώνων) η [[δύναμη]] για [[καταπράυνση]]<br />β) η [[υποχρέωση]] του τραπεζίτη για [[ζύγιση]] τών νομισμάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[καταστατικῶς]] (Α)<br />με αφηγηματικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καταστατός</i> «θεσμοποιημένος», ρημ. επίθ. του [[καθίστημι]] που μαρτυρείται μόνο στο ουδ. [[γένος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταστᾰτικός:''' -ή, -ὸν ([[καθίστημι]]), [[κατάλληλος]] προς [[καταπράυνση]]· <i>τὸ κ</i>., [[ικανότητα]] προς [[καταπράυνση]], λέγεται για [[μουσική]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταστᾰτικός:''' -ή, -ὸν ([[καθίστημι]]), [[κατάλληλος]] προς [[καταπράυνση]]· <i>τὸ κ</i>., [[ικανότητα]] προς [[καταπράυνση]], λέγεται για [[μουσική]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταστᾰτικός:''' успокаивающий, унимающий, утоляющий: τὸ καταστατικόν Plut. успокаивающее действие.
|lstext='''καταστατικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς καταπράϋνσιν ἢ καθησύχασιν, κ. καὶ ἀναπαύουσαι ἔννοιαι Εὐστ. 1041. 20· τὸ κ., ἡ πρὸς καταπράϋνσιν [[δύναμις]], ἐπὶ τῶν ᾀσμάτων καὶ τῶν ῥυθμῶν τῶν Λακώνων, πολὺ τὸ [[κόσμιον]] ἐχόντων καὶ κ. ὧν ἀκροώμενοι κατεπραΰνοντο [[λεληθότως]] τὰ ἤθη Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. ΙΙ. ὡρισμένος, ὅρος καὶ καμπτὴρ κ. Εὐσ. Ἐγκ. Κωνστ. 6.
}}
{{elnl
|elnltext=καταστατικός -ή -όν [καθίστημι] kalmerend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καταστᾰτικός, ή, όν [[καθίστημι]]<br />fitted for calming: τὸ κ. a [[power]] to [[calm]], of [[music]], Plut.
|mdlsjtxt=καταστᾰτικός, ή, όν [[καθίστημι]]<br />fitted for calming: τὸ κ. a [[power]] to [[calm]], of [[music]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστᾰτικός Medium diacritics: καταστατικός Low diacritics: καταστατικός Capitals: ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katastatikós Transliteration B: katastatikos Transliteration C: katastatikos Beta Code: katastatiko/s

English (LSJ)

καταστατική, καταστατικόν,
A fitted for calming, ἔννοιαι Eust.1041.20; τὸ κ. power to calm, of music, Plu.Lyc.4; cf. καταστηματικός ΙΙ.
2 = ἀποκαταστατικός 1, μοῖρα τοῦ Ἡλίου Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(1).247.
3 -κόν, τό, perhaps banker's charge for weighing, PPetr.3p.191 (iii B.C.). Adv. καταστατικῶς, = ἀνηπλωμένως καὶ ἀφηγηματικῶς, Aps. p.243 H., al.: Comp. καταστατιώτερον, διηγεῖσθαι Sch.E.Hipp.392; διαβάλλειν ib.616.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a la vertu d'arrêter, de calmer.
Étymologie: καθίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταστατικός -ή -όν [καθίστημι] kalmerend.

German (Pape)

ή, όν, festzustellen, zu beruhigen geschickt, besänftigend, Plut. Lyc. 4 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

καταστᾰτικός: успокаивающий, унимающий, утоляющий: τὸ καταστατικόν Plut. успокаивающее действие.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α καταστατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια κατάσταση ή που αναφέρεται σε κάποια κατάσταση
2. φρ. «καταστατικός χάρτης» — ο οργανικός νόμος με τον οποίο ιδρύεται κάτικαταστατικός χάρτης του ΟΗΕ»)
3. το ουδ. ως ουσ. το καταστατικό
το σύνολο τών έγγραφων κανόνων που προσδιορίζουν την ταυτότητα και τον σκοπό και διέπουν την οργάνωση και λειτουργία ενός νομικού προσώπου
αρχ.
1. ο κατάλληλος στο να καθησυχάζει, να καταπραΰνει
2. αποκαταστατικός
3. το ουδ. ως ουσ. τo καταστατικόν
α) (για τους ρυθμούς και τα τραγούδια τών Λακώνων) η δύναμη για καταπράυνση
β) η υποχρέωση του τραπεζίτη για ζύγιση τών νομισμάτων.
επίρρ...
καταστατικῶς (Α)
με αφηγηματικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταστατός «θεσμοποιημένος», ρημ. επίθ. του καθίστημι που μαρτυρείται μόνο στο ουδ. γένος].

Greek Monotonic

καταστᾰτικός: -ή, -ὸν (καθίστημι), κατάλληλος προς καταπράυνση· τὸ κ., ικανότητα προς καταπράυνση, λέγεται για μουσική, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταστατικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς καταπράϋνσιν ἢ καθησύχασιν, κ. καὶ ἀναπαύουσαι ἔννοιαι Εὐστ. 1041. 20· τὸ κ., ἡ πρὸς καταπράϋνσιν δύναμις, ἐπὶ τῶν ᾀσμάτων καὶ τῶν ῥυθμῶν τῶν Λακώνων, πολὺ τὸ κόσμιον ἐχόντων καὶ κ. ὧν ἀκροώμενοι κατεπραΰνοντο λεληθότως τὰ ἤθη Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. ΙΙ. ὡρισμένος, ὅρος καὶ καμπτὴρ κ. Εὐσ. Ἐγκ. Κωνστ. 6.

Middle Liddell

καταστᾰτικός, ή, όν καθίστημι
fitted for calming: τὸ κ. a power to calm, of music, Plut.