ωμός: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ὠμός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για τρόφιμα) [[αμαγείρευτος]], [[άβραστος]], [[άψητος]] (α. «τρώει ωμά χόρτα» β. «ᾠὰ ὠμὰ καὶ ἑφθὰ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για καρπό) [[άγουρος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για πρόσ. ή [[πράξη]]) [[σκληρός]], [[απάνθρωπος]], [[άγριος]] (α. «ωμή [[συμπεριφορά]]» β. «ἀπ' ὠμοῡ δαίμονος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πηλό, πλίνθους ή αγγεία) ο μη ψημένος σε κάμινο, [[ακαμίνευτος]] (α. «ωμή [[πλίνθος]]» — η [[ωμόπλινθος]]<br />β. «[[κέραμος]] [[ὠμός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νωθρός]], [[οκνός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ωμός]]<br />ο [[διάβολος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μήτε]] [[ωμός]] [[μήτε]] [[ψητός]] τρώγεται» — <b>βλ.</b> [[τρώγω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[νερό]]) [[άβραστος]] («ὑδάτων ὠμῶν ἢ ἁλμυρῶν ὑπαρχόντων», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> (για [[πίσσα]]) [[ακατέργαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[χώμα]]) αυτός που έχει [[ανάγκη]] να εκτεθεί στον ήλιο («ὡς ἡ ὠμὴ αὐτῆς ὀπτᾱται [γῆ]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) [[άπεπτος]], [[αχώνευτος]]<br /><b>3.</b> [[πρόωρος]], [[πρώιμος]] («ὠμὸν [[γῆρας]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «τούτους, ἤν πως δυνώμεθα, καὶ ὠμοὺς δεῑ καταφαγεῑν» — δηλώνει άγριο [[μίσος]] ή [[απανθρωπιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ωμώς]] / <i>ὠμῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>ωμά</i> Ν<br /><b>μτφ.</b> σκληρά, απάνθρωπα, βάναυσα (α. «φέρθηκε ωμά» β. «ἐπὶ τῇ... σφαγῇ ὠμῶς ἐν τῷ συμποσίῳ γενομένη», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὠμός]] ανάγεται στον ΙΕ τ. <i>ō</i><i>mos</i> και αντιστοιχεί ακριβώς με τα: αρμ. <i>hum</i> και αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>ma</i>-. Η [[σύνδεση]] του επιθ. με το λατ. <i>am</i><i>ā</i><i>rus</i> δεν φαίνεται πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ὠμότητα</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ὠμάδιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ὠμάζω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ωμοβόρος]], [[ωμοφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ὠμαλθής]], [[ὠμόβρωτος]], [[ὠμοδακής]], <i>ὠμόδαμος</i>, [[ὠμόδροπος]], <i>ὠμοθετῶ</i>, [[ὠμόθριξ]], [[ὠμόθυμος]], <i>ὠμοποιῶ</i>, [[ὠμόσιτος]], <i>ὠμότοκος</i>, <i>ὠμοτύραννος</i>, [[ὠμόφρων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ὠμήλυσις]], [[ὠμηστής]], [[ὠμογέρων]], <i>ὠμότομος</i>, [[ὠμοτριβής]], [[ὠμόϋπνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ὠμόδαιτος</i>, [[ὠμόνους]], [[ὠμόσαρκος]].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο [[λιβανωτός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ὠμός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για τρόφιμα) [[αμαγείρευτος]], [[άβραστος]], [[άψητος]] (α. «τρώει ωμά χόρτα» β. «ᾠὰ ὠμὰ καὶ ἑφθὰ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για καρπό) [[άγουρος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για πρόσ. ή [[πράξη]]) [[σκληρός]], [[απάνθρωπος]], [[άγριος]] (α. «ωμή [[συμπεριφορά]]» β. «ἀπ' ὠμοῦ δαίμονος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πηλό, πλίνθους ή αγγεία) ο μη ψημένος σε κάμινο, [[ακαμίνευτος]] (α. «ωμή [[πλίνθος]]» — η [[ωμόπλινθος]]<br />β. «[[κέραμος]] [[ὠμός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νωθρός]], [[οκνός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ωμός]]<br />ο [[διάβολος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μήτε]] [[ωμός]] [[μήτε]] [[ψητός]] τρώγεται» — <b>βλ.</b> [[τρώγω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[νερό]]) [[άβραστος]] («ὑδάτων ὠμῶν ἢ ἁλμυρῶν ὑπαρχόντων», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> (για [[πίσσα]]) [[ακατέργαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[χώμα]]) αυτός που έχει [[ανάγκη]] να εκτεθεί στον ήλιο («ὡς ἡ ὠμὴ αὐτῆς ὀπτᾱται [γῆ]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) [[άπεπτος]], [[αχώνευτος]]<br /><b>3.</b> [[πρόωρος]], [[πρώιμος]] («ὠμὸν [[γῆρας]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «τούτους, ἤν πως δυνώμεθα, καὶ ὠμοὺς δεῖ καταφαγεῖν» — δηλώνει άγριο [[μίσος]] ή [[απανθρωπιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ωμώς]] / <i>ὠμῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>ωμά</i> Ν<br /><b>μτφ.</b> σκληρά, απάνθρωπα, βάναυσα (α. «φέρθηκε ωμά» β. «ἐπὶ τῇ... σφαγῇ ὠμῶς ἐν τῷ συμποσίῳ γενομένη», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὠμός]] ανάγεται στον ΙΕ τ. <i>ō</i><i>mos</i> και αντιστοιχεί ακριβώς με τα: αρμ. <i>hum</i> και αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>ma</i>-. Η [[σύνδεση]] του επιθ. με το λατ. <i>am</i><i>ā</i><i>rus</i> δεν φαίνεται πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ὠμότητα</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ὠμάδιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ὠμάζω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ωμοβόρος]], [[ωμοφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ὠμαλθής]], [[ὠμόβρωτος]], [[ὠμοδακής]], <i>ὠμόδαμος</i>, [[ὠμόδροπος]], <i>ὠμοθετῶ</i>, [[ὠμόθριξ]], [[ὠμόθυμος]], <i>ὠμοποιῶ</i>, [[ὠμόσιτος]], <i>ὠμότοκος</i>, <i>ὠμοτύραννος</i>, [[ὠμόφρων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ὠμήλυσις]], [[ὠμηστής]], [[ὠμογέρων]], <i>ὠμότομος</i>, [[ὠμοτριβής]], [[ὠμόϋπνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ὠμόδαιτος</i>, [[ὠμόνους]], [[ὠμόσαρκος]].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο [[λιβανωτός]].
}}
{{trml
|trtx====[[raw]]===
Ainu: フ; Albanian: gjallë; Arabic: نَيْء‎; Gulf Arabic: ني‎; Armenian: հում; Aromanian: crud; Assamese: কেঁচা; Azerbaijani: xam, çiy; Baluchi: هامگ‎; Basque: gordin; Belarusian: сыры; Bengali: কাঁচা; Bulgarian: суров; Burmese: စိမ်း; Catalan: cru; Cebuano: hilaw; Chamicuro: s̈hoyi; Chinese Mandarin: 生的; Czech: syrový; Dalmatian: croit; Danish: rå; Dutch: [[rauw]], [[rauwe]], [[rauw]]; Estonian: toores; Finnish: raaka; French: [[cru]]; Friulian: crût, crûd; Galician: cru; Georgian: ნედლი; German: [[roh]]; Greek: [[ωμός]], [[άψητος]], [[αμαγείρευτος]]; Ancient Greek: [[ὠμός]]; Hawaiian: maka; Hebrew: נָא‎, חַי‎; Higaonon: hilaw, manilaw; Hindi: कच्चा; Hungarian: nyers; Icelandic: hrár, óunninn; Indonesian: mentah; Interlingua: crude; Irish: amh; Old Irish: om; Italian: [[crudo]]; Japanese: 生の; Javanese: mentah; Kazakh: шикі; Khmer: ខ្ចី, ឆៅ; Korean: 생의, 날것의; Kurdish Central Kurdish: خاو‎; Northern Kurdish: xav; Kyrgyz: чийки, кам; Lao: ດິບ; Latgalian: zaļš; Latin: [[crudus]], [[incoctus]]; Latvian: jēls; Lithuanian: žalias; Luxembourgish: réi; Macedonian: сиров; Malay: mentah; Malayalam: പച്ച; Maltese: nej; Mansaka: ilaw; Manx: aw; Maori: mata; Mongolian: түүхий; Navajo: tʼáá tʼéehgo; Neapolitan: crudo; Nepali: काँचो; Northern Norwegian Bokmål: rå; Occitan: crus; Old Church Slavonic Cyrillic: сꙑръ; Old Javanese: mĕtah; Ossetian: хом; Pashto: اوم‎; Persian: خام‎; Pitjantjatjara: wanka; Plautdietsch: reiw; Polish: surowy; Portuguese: [[cru]], [[crua]]; Punjabi: ਕੱਚਾ; Quechua: chawa, cawa, hanku; Romanian: crud; Romansch: criv, criu, criev, crüj; Russian: [[сырой]]; Sanskrit: आम; Sardinian: cru, crudu, cruo, cruu; Serbo-Croatian Cyrillic: сѝров; Roman: sìrov; Slovak: surový; Slovene: surov; Sorbian Lower Sorbian: syry; Upper Sorbian: syry; Spanish: [[crudo]]; Swedish: rå; Tajik: хом; Tatar: чи; Telugu: పచ్చి; Thai: ดิบ; Tibetan: རྗེན་པ; Turkish: ham, çiğ; Turkmen: çig; Ukrainian: сирий; Urdu: کچا‎; Uyghur: خام‎; Uzbek: xom; Vietnamese: sống; Warlpiri: wanka; Welsh: amrwd; White Yiddish: רוי‎
}}
}}

Latest revision as of 06:59, 4 November 2024

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / ὠμός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. (για τρόφιμα) αμαγείρευτος, άβραστος, άψητος (α. «τρώει ωμά χόρτα» β. «ᾠὰ ὠμὰ καὶ ἑφθὰ», Θεόφρ.)
2. (για καρπό) άγουρος
3. μτφ. (για πρόσ. ή πράξη) σκληρός, απάνθρωπος, άγριος (α. «ωμή συμπεριφορά» β. «ἀπ' ὠμοῦ δαίμονος», Σοφ.)
4. (για πηλό, πλίνθους ή αγγεία) ο μη ψημένος σε κάμινο, ακαμίνευτος (α. «ωμή πλίνθος» — η ωμόπλινθος
β. «κέραμος ὠμός», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. νωθρός, οκνός
2. το αρσ. ως ουσ. ο ωμός
ο διάβολος
3. φρ. «μήτε ωμός μήτε ψητός τρώγεται» — βλ. τρώγω
μσν.-αρχ.
1. (για νερό) άβραστος («ὑδάτων ὠμῶν ἢ ἁλμυρῶν ὑπαρχόντων», Γεωπ.)
2. (για πίσσα) ακατέργαστος
αρχ.
1. (για χώμα) αυτός που έχει ανάγκη να εκτεθεί στον ήλιο («ὡς ἡ ὠμὴ αὐτῆς ὀπτᾱται [γῆ]», Ξεν.)
2. (για τροφή) άπεπτος, αχώνευτος
3. πρόωρος, πρώιμος («ὠμὸν γῆρας», Ομ. Οδ.)
4. παροιμ. φρ. «τούτους, ἤν πως δυνώμεθα, καὶ ὠμοὺς δεῖ καταφαγεῖν» — δηλώνει άγριο μίσος ή απανθρωπιά.
επίρρ...
ωμώς / ὠμῶς, ΝΜΑ, και ωμά Ν
μτφ. σκληρά, απάνθρωπα, βάναυσα (α. «φέρθηκε ωμά» β. «ἐπὶ τῇ... σφαγῇ ὠμῶς ἐν τῷ συμποσίῳ γενομένη», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὠμός ανάγεται στον ΙΕ τ. ōmos και αντιστοιχεί ακριβώς με τα: αρμ. hum και αρχ. ινδ. āma-. Η σύνδεση του επιθ. με το λατ. amārus δεν φαίνεται πιθανή.
ΠΑΡ. ὠμότητα
αρχ.
ὠμάδιος
μσν.
ὠμάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ωμοβόρος, ωμοφάγος
αρχ.
ὠμαλθής, ὠμόβρωτος, ὠμοδακής, ὠμόδαμος, ὠμόδροπος, ὠμοθετῶ, ὠμόθριξ, ὠμόθυμος, ὠμοποιῶ, ὠμόσιτος, ὠμότοκος, ὠμοτύραννος, ὠμόφρων
αρχ.-μσν.
ὠμήλυσις, ὠμηστής, ὠμογέρων, ὠμότομος, ὠμοτριβής, ὠμόϋπνος
μσν.
ὠμόδαιτος, ὠμόνους, ὠμόσαρκος.
(II)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) ο λιβανωτός.

Translations

raw

Ainu: フ; Albanian: gjallë; Arabic: نَيْء‎; Gulf Arabic: ني‎; Armenian: հում; Aromanian: crud; Assamese: কেঁচা; Azerbaijani: xam, çiy; Baluchi: هامگ‎; Basque: gordin; Belarusian: сыры; Bengali: কাঁচা; Bulgarian: суров; Burmese: စိမ်း; Catalan: cru; Cebuano: hilaw; Chamicuro: s̈hoyi; Chinese Mandarin: 生的; Czech: syrový; Dalmatian: croit; Danish: rå; Dutch: rauw, rauwe, rauw; Estonian: toores; Finnish: raaka; French: cru; Friulian: crût, crûd; Galician: cru; Georgian: ნედლი; German: roh; Greek: ωμός, άψητος, αμαγείρευτος; Ancient Greek: ὠμός; Hawaiian: maka; Hebrew: נָא‎, חַי‎; Higaonon: hilaw, manilaw; Hindi: कच्चा; Hungarian: nyers; Icelandic: hrár, óunninn; Indonesian: mentah; Interlingua: crude; Irish: amh; Old Irish: om; Italian: crudo; Japanese: 生の; Javanese: mentah; Kazakh: шикі; Khmer: ខ្ចី, ឆៅ; Korean: 생의, 날것의; Kurdish Central Kurdish: خاو‎; Northern Kurdish: xav; Kyrgyz: чийки, кам; Lao: ດິບ; Latgalian: zaļš; Latin: crudus, incoctus; Latvian: jēls; Lithuanian: žalias; Luxembourgish: réi; Macedonian: сиров; Malay: mentah; Malayalam: പച്ച; Maltese: nej; Mansaka: ilaw; Manx: aw; Maori: mata; Mongolian: түүхий; Navajo: tʼáá tʼéehgo; Neapolitan: crudo; Nepali: काँचो; Northern Norwegian Bokmål: rå; Occitan: crus; Old Church Slavonic Cyrillic: сꙑръ; Old Javanese: mĕtah; Ossetian: хом; Pashto: اوم‎; Persian: خام‎; Pitjantjatjara: wanka; Plautdietsch: reiw; Polish: surowy; Portuguese: cru, crua; Punjabi: ਕੱਚਾ; Quechua: chawa, cawa, hanku; Romanian: crud; Romansch: criv, criu, criev, crüj; Russian: сырой; Sanskrit: आम; Sardinian: cru, crudu, cruo, cruu; Serbo-Croatian Cyrillic: сѝров; Roman: sìrov; Slovak: surový; Slovene: surov; Sorbian Lower Sorbian: syry; Upper Sorbian: syry; Spanish: crudo; Swedish: rå; Tajik: хом; Tatar: чи; Telugu: పచ్చి; Thai: ดิบ; Tibetan: རྗེན་པ; Turkish: ham, çiğ; Turkmen: çig; Ukrainian: сирий; Urdu: کچا‎; Uyghur: خام‎; Uzbek: xom; Vietnamese: sống; Warlpiri: wanka; Welsh: amrwd; White Yiddish: רוי‎