ναστός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (elru replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nastos
|Transliteration C=nastos
|Beta Code=nasto/s
|Beta Code=nasto/s
|Definition=ή, όν, (νάσσω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">close-pressed, firm</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Gland.</span>16</span>; <b class="b3">κάλαμος</b>, i. e. <b class="b2">archer's reed, Arundo Plinii</b>, Dsc.1.85; of a tumour, <span class="bibl">Aët.15.8</span>; σφυγμός Archig. ap. Gal.8.931: Comp., Id.ib.509. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">solid</b>, opp. <b class="b3">κενός</b>, Democr. ap. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>208</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.330</span>, <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Cael.</span> 295.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">ναστός</b> (sc. <b class="b3">πλακοῦς</b>), ὁ, <b class="b2">well-kneaded cake</b>, esp. used in sacrifice, <b class="b2">cheese-cake</b>, <span class="bibl">Pherecr.108.5</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>567</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pl.</span>1142</span>, <span class="bibl">Metag.6.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> c. gen., <b class="b2">filled full of</b>, πόλις ναστὴ ἀνδρῶν <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>6.9.4</span>.</span>
|Definition=ναστή, ναστόν, ([[νάσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[close-pressed]], [[firm]], Hp.''Gland.''16; [[κάλαμος]], i.e. [[archer's reed]], [[Arundo plinii]], Dsc.1.85; of a tumour, Aët.15.8; σφυγμός Archig. ap. Gal.8.931: Comp., Id.ib.509.<br><span class="bld">2</span> [[solid]], opp. [[κενός]], Democr. ap. Arist.''Fr.''208, cf. Ph.1.330, Simp.''in Cael.'' 295.5.<br><span class="bld">3</span> [[ναστός]] (''[[sc.]]'' [[πλακοῦς]]), ὁ, [[well]]-[[knead]]ed [[cake]], esp. used in [[sacrifice]], [[cheesecake]], Pherecr.108.5, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''567, ''Pl.''1142, Metag.6.3.<br><span class="bld">II</span> c. gen., [[fil]]led [[full]] of, [[πόλις]] ναστὴ ἀνδρῶν J.''BJ''6.9.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0230.png Seite 230]] adj. verb. zu [[νάσσω]], festgedrückt, geknetet, vollgedrückt, gestampft, Sp., πάντα πλήρη καὶ ναστά, S. Emp. adv. math. 7, 213. ὁ, dichter Kuchen, Opferkuchen, Ar. Plut. 1142, vgl. Schol. Nach Ath. III, 111 c auch [[ἄρτος]] [[ζυμίτης]] [[μέγας]], aus Nicostrat. Von
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0230.png Seite 230]] adj. verb. zu [[νάσσω]], festgedrückt, geknetet, vollgedrückt, gestampft, Sp., πάντα πλήρη καὶ ναστά, S. Emp. adv. math. 7, 213. ὁ, dichter Kuchen, Opferkuchen, Ar. Plut. 1142, vgl. Schol. Nach Ath. III, 111 c auch [[ἄρτος]] [[ζυμίτης]] [[μέγας]], aus Nicostrat. Von
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[foulé]], [[pressé]], [[compact]], [[épais]], [[solide]];<br /><b>2</b> ὁ [[ναστός]] sorte de pâtisserie lourde.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[νάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ναστός:''' ὁ [[νάσσω]] (sc. [[πλακοῦς]]) жертвенный пирог Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ναστός''': -ή, -όν, ([[νάσσω]]) ὁ πυκνῶς συμπεπιεσμένος, [[στερεός]], Ἱππ. 273. 34· κάλαμος Διοσκ. 1. 114. 2) ναστὸς (ἐξυπ. [[πλακοῦς]]), ὁ, [[καλῶς]] ἐζυμωμένος [[πλακοῦς]] ἰδίως ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, «τυρόπηττα», Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 5, Ἀριστοφ. Ὄρν. 567, Πλ. 1142, Μεταγένης ἐν «Θουριοπέρσαις» 1, 3, κτλ. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., ἐντελῶς [[πλήρης]] τινός, [[μεστός]], [[πόλις]] ναστὴ ἀνδρῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 9, 4. 2) τὸ ναστόν, [[λέξις]] τοῦ Δημοκρίτου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κενόν, Ἀριστ. Ἀποσπάσ. 102.
|lstext='''ναστός''': -ή, -όν, ([[νάσσω]]) ὁ πυκνῶς συμπεπιεσμένος, [[στερεός]], Ἱππ. 273. 34· κάλαμος Διοσκ. 1. 114. 2) ναστὸς (ἐξυπ. [[πλακοῦς]]), ὁ, [[καλῶς]] ἐζυμωμένος [[πλακοῦς]] ἰδίως ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, «τυρόπηττα», Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 5, Ἀριστοφ. Ὄρν. 567, Πλ. 1142, Μεταγένης ἐν «Θουριοπέρσαις» 1, 3, κτλ. ΙΙ. μετὰ γεν., ἐντελῶς [[πλήρης]] τινός, [[μεστός]], [[πόλις]] ναστὴ ἀνδρῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 9, 4. 2) τὸ ναστόν, [[λέξις]] τοῦ Δημοκρίτου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κενόν, Ἀριστ. Ἀποσπάσ. 102.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> foulé, pressé, compact, épais, solide;<br /><b>2</b> ὁ [[ναστός]] sorte de pâtisserie lourde.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[νάσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναστός:''' -ή, -όν, συμπιεσμένος· [[ναστός]] (ενν. [[πλακοῦς]]), ὁ, καλοζυμωμένος πλακούντας, [[γλύκισμα]], [[τυρόπιτα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ναστός:''' -ή, -όν, συμπιεσμένος· [[ναστός]] (ενν. [[πλακοῦς]]), ὁ, καλοζυμωμένος πλακούντας, [[γλύκισμα]], [[τυρόπιτα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναστός:''' ὁ [[νάσσω]] (sc. [[πλακοῦς]]) жертвенный пирог Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ναστός]], ή, όν<br />[[close]]- pressed: [[ναστός]] (sc. πλακοῦσ), a well-kneaded [[cake]], [[cheese]]-[[cake]], Ar.
|mdlsjtxt=[[ναστός]], ή, όν<br />[[close]]- pressed: [[ναστός]] (''[[sc.]]'' πλακοῦσ), a well-kneaded [[cake]], [[cheese]]-[[cake]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναστός Medium diacritics: ναστός Low diacritics: ναστός Capitals: ΝΑΣΤΟΣ
Transliteration A: nastós Transliteration B: nastos Transliteration C: nastos Beta Code: nasto/s

English (LSJ)

ναστή, ναστόν, (νάσσω)
A close-pressed, firm, Hp.Gland.16; κάλαμος, i.e. archer's reed, Arundo plinii, Dsc.1.85; of a tumour, Aët.15.8; σφυγμός Archig. ap. Gal.8.931: Comp., Id.ib.509.
2 solid, opp. κενός, Democr. ap. Arist.Fr.208, cf. Ph.1.330, Simp.in Cael. 295.5.
3 ναστός (sc. πλακοῦς), ὁ, well-kneaded cake, esp. used in sacrifice, cheesecake, Pherecr.108.5, Ar.Av.567, Pl.1142, Metag.6.3.
II c. gen., filled full of, πόλις ναστὴ ἀνδρῶν J.BJ6.9.4.

German (Pape)

[Seite 230] adj. verb. zu νάσσω, festgedrückt, geknetet, vollgedrückt, gestampft, Sp., πάντα πλήρη καὶ ναστά, S. Emp. adv. math. 7, 213. ὁ, dichter Kuchen, Opferkuchen, Ar. Plut. 1142, vgl. Schol. Nach Ath. III, 111 c auch ἄρτος ζυμίτης μέγας, aus Nicostrat. Von

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 foulé, pressé, compact, épais, solide;
2ναστός sorte de pâtisserie lourde.
Étymologie: adj. verb. de νάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ναστός:νάσσω (sc. πλακοῦς) жертвенный пирог Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ναστός: -ή, -όν, (νάσσω) ὁ πυκνῶς συμπεπιεσμένος, στερεός, Ἱππ. 273. 34· κάλαμος Διοσκ. 1. 114. 2) ναστὸς (ἐξυπ. πλακοῦς), ὁ, καλῶς ἐζυμωμένος πλακοῦς ἰδίως ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, «τυρόπηττα», Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 5, Ἀριστοφ. Ὄρν. 567, Πλ. 1142, Μεταγένης ἐν «Θουριοπέρσαις» 1, 3, κτλ. ΙΙ. μετὰ γεν., ἐντελῶς πλήρης τινός, μεστός, πόλις ναστὴ ἀνδρῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 9, 4. 2) τὸ ναστόν, λέξις τοῦ Δημοκρίτου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κενόν, Ἀριστ. Ἀποσπάσ. 102.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (ΑΜ ναστός, -ή, -όν) νάσσω
1. αυτός που έγινε με ισχυρή συμπίεση, πυκνά συμπιεσμένος, σφιχτός, πατικωμένος
2. αυτός που αποτελείται από την ίδια ύλη, από συμπιεσμένη μάζα, συμπαγής, στερεός, ο χωρίς κενό
(μσν. -αρχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ναστόν
(για στρατ. παράταξη) πυκνότητα
αρχ.
1. αυτός που είναι γεμάτος από κάτι, πλήρηςπόλις ναστὴ ἀνδρῶν», Ιώσ.)
2. το αρσ. ως ουσ.ναστός
καλά ζυμωμένη πίτα που χρησιμοποιούσαν κυρίως στις θυσίες, είδος τυρόπιτας
3. (για τον σφυγμό) πυκνός
4. φρ. «ναστὸς κάλαμος» — το φυτό κάλαμος ο πλίνειος.

Greek Monotonic

ναστός: -ή, -όν, συμπιεσμένος· ναστός (ενν. πλακοῦς), ὁ, καλοζυμωμένος πλακούντας, γλύκισμα, τυρόπιτα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ναστός, ή, όν
close- pressed: ναστός (sc. πλακοῦσ), a well-kneaded cake, cheese-cake, Ar.