ἑτοιμασία: Difference between revisions
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etoimasia | |Transliteration C=etoimasia | ||
|Beta Code=e(toimasi/a | |Beta Code=e(toimasi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[readiness]], πρὸς τὰς ὑπουργίας Hp. ''Decent.''12; <b class="b3">εἰς ἑ. ὑμῶν παρέχειν</b> to place at your [[disposal]], J.''AJ'' 10.1.2.<br><span class="bld">II</span> [[preparation]], ἀρμένων Aen.Tact.21.1, cf. [[LXX]] ''Ps.''9.38 (10.17); [[τροφῆς]] ib.''Wi.''13.12; [[equipment]], ἐν -ασίᾳ εὐαγγελίου ''Ep.Eph.'' 6.15. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1052.png Seite 1052]] ἡ, Bereitwilligkeit, Sp. – Befestigung, Sicherung, LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1052.png Seite 1052]] ἡ, Bereitwilligkeit, Sp. – Befestigung, Sicherung, LXX. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑτοιμᾰσία:''' ἡ готовность: ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ NT приготовившись в путь (досл. обувши ноги готовностью). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ἑτοιμασία]]) [[ετοιμάζω]]<br />[[προπαρασκευή]], [[προεργασία]], [[προετοιμασία]] («οι ετοιμασίες για τον χορό ήταν μεγάλες»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμότητα]], [[προθυμία]], [[διάθεση]] (α. «πρὸς ὑπουργίας ἑτοιμασίης», Ιπποκρ.<br />β. «ἡ πρὸς τὸ | |mltxt=η (ΑΜ [[ἑτοιμασία]]) [[ετοιμάζω]]<br />[[προπαρασκευή]], [[προεργασία]], [[προετοιμασία]] («οι ετοιμασίες για τον χορό ήταν μεγάλες»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμότητα]], [[προθυμία]], [[διάθεση]] (α. «πρὸς ὑπουργίας ἑτοιμασίης», Ιπποκρ.<br />β. «ἡ πρὸς τὸ κρεῖττον [[ἑτοιμασία]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[εξοπλισμός]], [[εφοδιασμός]], πολεμική [[προετοιμασία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἑτοιμασία]] θρόνου» — το θεμέλιωμα, το [[στερέωμα]] του θρόνου. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Chinese | ||
| | |sngr='''原文音譯''':˜toimas⋯a 赫胎馬西阿<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':準備的<br />'''字義溯源''':預備,備妥,準備;源自([[ἑτοιμάζω]])=預備);而 ([[ἑτοιμάζω]])出自([[ἕτοιμος]])=適應), ([[ἕτοιμος]])出自([[ἑταῖρος]])X*=合適)<br />'''出現次數''':總共(1);弗(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 準備(1) 弗6:15 | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ntsuppl | ||
| | |ntstxt=ας (ἡ) le fait d'être prêt ; disponibilité<br>[[ἕτοιμος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A readiness, πρὸς τὰς ὑπουργίας Hp. Decent.12; εἰς ἑ. ὑμῶν παρέχειν to place at your disposal, J.AJ 10.1.2.
II preparation, ἀρμένων Aen.Tact.21.1, cf. LXX Ps.9.38 (10.17); τροφῆς ib.Wi.13.12; equipment, ἐν -ασίᾳ εὐαγγελίου Ep.Eph. 6.15.
German (Pape)
[Seite 1052] ἡ, Bereitwilligkeit, Sp. – Befestigung, Sicherung, LXX.
Russian (Dvoretsky)
ἑτοιμᾰσία: ἡ готовность: ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ NT приготовившись в путь (досл. обувши ноги готовностью).
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμᾰσία: ἡ, - ἑτοιμότης, πρός τι Ἱππ. 24. 47· εἰς ἑτ. ὑμῶν παρέχω, θέτω εἰς τὴν διάθεσίν σας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 10. 1, 2. ΙΙ. παρασκευή, ἑτοιμασία ὡς νῦν, Ἑβδ. (Ψαλμ. Θ΄, 41, κ. ἀλλ.), Ἐκκλ.
English (Strong)
from ἑτοιμάζω; preparation: preparation.
English (Thayer)
ἑτοιμασίας, ἡ (ἑτοιμάζω), cf. θαυμάσια, εἰκασία, ἐργασία);
1. the act of preparing: τῆς τροφῆς, τῶν κλιναρίων, Artemidorus Daldianus, oneir. 2,57.
2. equivalent to ἑτοιμότης, the condition of a person or thing so far forth as prepared, preparedness, readiness: Hipp., p. 24 (i. 74, Kühn edition); Josephus, Antiquities 10,1, 2; readiness of mind (German Bereitwilligkeit), τῆς καρδίας, ἐν ἑτοιμασία τοῦ εὐαγγελίου, with the promptitude and alacrity which the gospel produces, Ephesians 6:15.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἑτοιμασία) ετοιμάζω
προπαρασκευή, προεργασία, προετοιμασία («οι ετοιμασίες για τον χορό ήταν μεγάλες»)
αρχ.-μσν.
1. ετοιμότητα, προθυμία, διάθεση (α. «πρὸς ὑπουργίας ἑτοιμασίης», Ιπποκρ.
β. «ἡ πρὸς τὸ κρεῖττον ἑτοιμασία», Γρηγ. Νύσσ.)
2. εξοπλισμός, εφοδιασμός, πολεμική προετοιμασία
3. φρ. «ἑτοιμασία θρόνου» — το θεμέλιωμα, το στερέωμα του θρόνου.
Chinese
原文音譯:˜toimas⋯a 赫胎馬西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:準備的
字義溯源:預備,備妥,準備;源自(ἑτοιμάζω)=預備);而 (ἑτοιμάζω)出自(ἕτοιμος)=適應), (ἕτοιμος)出自(ἑταῖρος)X*=合適)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 準備(1) 弗6:15
French (New Testament)
ας (ἡ) le fait d'être prêt ; disponibilité
ἕτοιμος