помогать: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(5)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[παρεπικουρέω]], [[ἐπιστατέω]], [[συνεπικουρέω]], [[συντελέω]], [[συνηρετμέω]], [[συνεπιλαμβάνω]], [[συνεκπονέω]], [[συνευπορέω]], [[συνεργέω]], [[συνδράω]], [[σύνειμι]], [[ἐξακέομαι]], [[ἀκέομαι]], [[συμπαραστατέω]], [[συγχορηγέω]], [[συμπροξενέω]], [[χραισμέω]], [[ἀνίστημι]], [[ἀρήγω]], [[συναντιλαμβάνομαι]], [[ὀνίνημι]], [[συνωφελέω]], [[ἐπικουρέω]], [[ἐπαρκέω]], [[ἐπιβοηθέω]], [[ἐπιβωθέω]], [[προσαρκέω]], [[προσωφελέω]], [[ὑπηρετέω]], [[συλλαμβάνω]], [[συναγωνίζομαι]], [[συμπραγματεύομαι]], [[συμποιέω]], [[συμμαχέω]], [[συγκάμνω]], [[συμπράσσω]], [[συμπράττω]], [[συμπρήσσω]], [[συνέρδω]], [[συνυπουργέω]], [[συνεργοπονέω]], [[βοηθέω]], [[τιμωρέω]], [[παραστατέω]], [[ἐπισπεύδω]]
|rueltext=[[πάρειμι]], [[ῥέζω]], [[διακονέω]], [[συμπάρειμι]], [[συμμάχομαι]], [[συμφέρω]], [[ἀνίστημι]], [[συμπαραγίγνομαι]], [[κουφίζω]], [[παρεπικουρέω]], [[ἐπιστατέω]], [[συνεπικουρέω]], [[συντελέω]], [[συνηρετμέω]], [[συνεπιλαμβάνω]], [[συνεκπονέω]], [[συνευπορέω]], [[συνεργέω]], [[συνδράω]], [[σύνειμι]], [[ἐξακέομαι]], [[ἀκέομαι]], [[συμπαραστατέω]], [[συγχορηγέω]], [[συμπροξενέω]], [[χραισμέω]], [[ἀρήγω]], [[συναντιλαμβάνομαι]], [[ὀνίνημι]], [[συνωφελέω]], [[ἐπικουρέω]], [[ἐπαρκέω]], [[ἐπιβοηθέω]], [[ἐπιβωθέω]], [[προσαρκέω]], [[προσωφελέω]], [[ὑπηρετέω]], [[συλλαμβάνω]], [[συναγωνίζομαι]], [[συμπραγματεύομαι]], [[συμποιέω]], [[συμμαχέω]], [[συγκάμνω]], [[συμπράσσω]], [[συμπράττω]], [[συμπρήσσω]], [[συνέρδω]], [[συνυπουργέω]], [[συνεργοπονέω]], [[βοηθέω]], [[τιμωρέω]], [[παραστατέω]], [[ἐπισπεύδω]], [[συγκατεργάζομαι]], [[προφέρω]], [[κοινωνέω]], [[ἐξαρκέω]], [[συνάπτω]]
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 15 October 2019

Russian > Greek

πάρειμι, ῥέζω, διακονέω, συμπάρειμι, συμμάχομαι, συμφέρω, ἀνίστημι, συμπαραγίγνομαι, κουφίζω, παρεπικουρέω, ἐπιστατέω, συνεπικουρέω, συντελέω, συνηρετμέω, συνεπιλαμβάνω, συνεκπονέω, συνευπορέω, συνεργέω, συνδράω, σύνειμι, ἐξακέομαι, ἀκέομαι, συμπαραστατέω, συγχορηγέω, συμπροξενέω, χραισμέω, ἀρήγω, συναντιλαμβάνομαι, ὀνίνημι, συνωφελέω, ἐπικουρέω, ἐπαρκέω, ἐπιβοηθέω, ἐπιβωθέω, προσαρκέω, προσωφελέω, ὑπηρετέω, συλλαμβάνω, συναγωνίζομαι, συμπραγματεύομαι, συμποιέω, συμμαχέω, συγκάμνω, συμπράσσω, συμπράττω, συμπρήσσω, συνέρδω, συνυπουργέω, συνεργοπονέω, βοηθέω, τιμωρέω, παραστατέω, ἐπισπεύδω, συγκατεργάζομαι, προφέρω, κοινωνέω, ἐξαρκέω, συνάπτω