μεταληπτικός: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metaliptikos | |Transliteration C=metaliptikos | ||
|Beta Code=metalhptiko/s | |Beta Code=metalhptiko/s | ||
|Definition= | |Definition=μεταληπτική, μεταληπτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of partaking of]], c. gen., Porph.''Chr.''39; ἀρσενικοῦ γένους Eust.26.31; <b class="b3">τὸ μ.</b> [[capability of receiving form]], Platonic name for [[ὕλη]], Arist.''Ph.''209b12, ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''1.19.1.<br><span class="bld">II</span> [[reversed]], '[[translated]]', κίνησις Gal.''UP''7.14; [[τάσις]], [[ἔντασις]], Id.10.443, 18(2).506.<br><span class="bld">III</span> [[concerning]] or [[involving]] μετάληψις 11.4. Adv. [[μεταληπτικῶς]] Trypho ''Trop.''5, Heraclit.''All.''26, Sch.Ar.''Pl.''18.<br><span class="bld">2</span> [[involving]] μετάληψις 11.5, προβλήματα Syrian.''in Hermog.''2.153 R.; [[τρόποι]] Aps.p.249 H. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0148.png Seite 148]] ή, όν, fähig theilzunehmen, theilnehmend, τινός, Plut. plac. phil. 1, 19. – Zur [[μετάληψις]] gehörig, Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0148.png Seite 148]] ή, όν, fähig theilzunehmen, theilnehmend, τινός, Plut. plac. phil. 1, 19. – Zur [[μετάληψις]] gehörig, Gramm. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui peut participer, qui participe à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μεταληπτός]]. | |btext=ή, όν :<br />qui peut participer, qui participe à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μεταληπτός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεταληπτικός:''' (со)причастный: τῆς ὕλης μ. Plut. материальный. | |elrutext='''μεταληπτικός:''' (со)причастный: τῆς ὕλης μ. Plut. материальный. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μεταληπτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μεταλαμβάνειν· τὸ μεταληπτικόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ λαμβάνειν σχῆμά τι, Πλατωνικὸν [[ὄνομα]] τῆς ὕλης, Ἀριστ. Φυσ. 4. 2, 3, Πλούτ. 2. 884Α. ΙΙ. ὁ ἐκ περιτροπῆς γινόμενος, [[κίνησις]], [[τάσις]], [[ἔντασις]] Γαλην. 3. 573., 10. 443., 18. 2, 506. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν μετάληψιν (ΙΙ. 4), Εὐστ. 26. 31· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 18. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεταληπτικός]], -ή, -όν (ΑM) [[μεταλαμβάνω]]<br />αυτός που μπορεί να συμμετάσχει σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται εξ αντιστροφής, [[αντίστροφος]] («μεταληπτική [[κίνησις]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην από κοινού [[συμμετοχή]], ο [[κοινός]], ο [[μέτοχος]] δύο κατηγοριών («τὰ εἰς -ις θηλυκά ὀξύτονα εἰ ἐν τῇ συνθέσει φυλάσσει τὸ θηλυκὸν μόνον [[γένος]]..., εί δὲ μεταληπτικὰ γίνονται καὶ ἀρσενικοῦ γένους», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σχετικός]] με την [[αντίρρηση]], με την [[ανταπάντηση]]<br /><b>4.</b> ο αναφερόμενος στη [[χρήση]] λέξεων με διαφορετική [[σημασία]], [[αλληγορικός]]. Επιρρ. <i>μεταληπτικῶς</i> (Α)<br />με [[συμμετοχή]], συμμετοχικώς. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:11, 25 August 2023
English (LSJ)
μεταληπτική, μεταληπτικόν,
A capable of partaking of, c. gen., Porph.Chr.39; ἀρσενικοῦ γένους Eust.26.31; τὸ μ. capability of receiving form, Platonic name for ὕλη, Arist.Ph.209b12, Placit.1.19.1.
II reversed, 'translated', κίνησις Gal.UP7.14; τάσις, ἔντασις, Id.10.443, 18(2).506.
III concerning or involving μετάληψις 11.4. Adv. μεταληπτικῶς Trypho Trop.5, Heraclit.All.26, Sch.Ar.Pl.18.
2 involving μετάληψις 11.5, προβλήματα Syrian.in Hermog.2.153 R.; τρόποι Aps.p.249 H.
German (Pape)
[Seite 148] ή, όν, fähig theilzunehmen, theilnehmend, τινός, Plut. plac. phil. 1, 19. – Zur μετάληψις gehörig, Gramm.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut participer, qui participe à, gén..
Étymologie: μεταληπτός.
Russian (Dvoretsky)
μεταληπτικός: (со)причастный: τῆς ὕλης μ. Plut. материальный.
Greek (Liddell-Scott)
μεταληπτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μεταλαμβάνειν· τὸ μεταληπτικόν, ἡ δύναμις τοῦ λαμβάνειν σχῆμά τι, Πλατωνικὸν ὄνομα τῆς ὕλης, Ἀριστ. Φυσ. 4. 2, 3, Πλούτ. 2. 884Α. ΙΙ. ὁ ἐκ περιτροπῆς γινόμενος, κίνησις, τάσις, ἔντασις Γαλην. 3. 573., 10. 443., 18. 2, 506. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν μετάληψιν (ΙΙ. 4), Εὐστ. 26. 31· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 18.
Greek Monolingual
μεταληπτικός, -ή, -όν (ΑM) μεταλαμβάνω
αυτός που μπορεί να συμμετάσχει σε κάτι
αρχ.
1. αυτός που γίνεται εξ αντιστροφής, αντίστροφος («μεταληπτική κίνησις», Γαλ.)
2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην από κοινού συμμετοχή, ο κοινός, ο μέτοχος δύο κατηγοριών («τὰ εἰς -ις θηλυκά ὀξύτονα εἰ ἐν τῇ συνθέσει φυλάσσει τὸ θηλυκὸν μόνον γένος..., εί δὲ μεταληπτικὰ γίνονται καὶ ἀρσενικοῦ γένους», Ευστ.)
3. σχετικός με την αντίρρηση, με την ανταπάντηση
4. ο αναφερόμενος στη χρήση λέξεων με διαφορετική σημασία, αλληγορικός. Επιρρ. μεταληπτικῶς (Α)
με συμμετοχή, συμμετοχικώς.