μεσημβριάζω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mesimvriazo | |Transliteration C=mesimvriazo | ||
|Beta Code=meshmbria/zw | |Beta Code=meshmbria/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[pass the noon]]: <b class="b3">μεσημβριάζοντα εὕδειν</b> to sleep [[at noon]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]'' 259a.<br><span class="bld">2</span> of the sun or stars, [[culminate]], Poll.4.157, 158; μεσημβριάζοντος τοῦ θεοῦ Porph.''Antr.''27. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] Mittag machen, ausruhen, Mittagsruhe halten, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] Mittag machen, ausruhen, Mittagsruhe halten, ὥσπερ πρόβατα μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὕδειν, Plat. Phaedr. 259 a u. Sp.; auch von der Sonne, im Mittag stehen, = [[μεσουρανέω]], Poll. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> [[se reposer vers midi]], [[faire la sieste]];<br /><b>2</b> [[être à midi]].<br />'''Étymologie:''' [[μεσημβρία]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεσημβριάζω:''' [[предаваться полуденному отдыху]] (μεσημβριάζοντα εὕδειν Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσημβρῐάζω''': [[διέρχομαι]] τὴν μεσημβρίαν, Λατ. meridiari, ἰδίως κατὰ μετοχ., [[ὥσπερ]] προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν [[κρήνη]] εὕδειν, ὡς πρόβατα ἀναπαυόμενα κατὰ τὴν μεσημβρίαν να κοιμῶνται πλησίον τῆς πηγῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 259Α. 2) ἐπὶ τοῦ ἡλίου, εἶμαι ἐν τῷ μεσημβρινῷ, [[μεσουρανέω]], | |lstext='''μεσημβρῐάζω''': [[διέρχομαι]] τὴν μεσημβρίαν, Λατ. meridiari, ἰδίως κατὰ μετοχ., [[ὥσπερ]] προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν [[κρήνη]] εὕδειν, ὡς πρόβατα ἀναπαυόμενα κατὰ τὴν μεσημβρίαν να κοιμῶνται πλησίον τῆς πηγῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 259Α. 2) ἐπὶ τοῦ ἡλίου, εἶμαι ἐν τῷ μεσημβρινῷ, [[μεσουρανέω]], Πολυδ. Δ΄, 157, 158, Πορφυρ. Ἄντρ. Νυμφ. 27. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεσημβρῐάζω:''' [[διέρχομαι]] το [[μεσημέρι]], Λατ. meridiari, <i>μεσημβριάζοντα εὕδειν</i>, [[κοιμάμαι]] το [[μεσημέρι]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''μεσημβρῐάζω:''' [[διέρχομαι]] το [[μεσημέρι]], Λατ. meridiari, <i>μεσημβριάζοντα εὕδειν</i>, [[κοιμάμαι]] το [[μεσημέρι]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μεσημβρῐάζω, [from [[μεσημβρία]] [for μεσημερία]<br />to [[pass]] the [[noon]], Lat. meridiari, μεσημβριάζοντα εὕδειν to [[sleep]] at [[noon]], Plat. | |mdlsjtxt=μεσημβρῐάζω, [from [[μεσημβρία]] [for μεσημερία]<br />to [[pass]] the [[noon]], Lat. meridiari, μεσημβριάζοντα εὕδειν to [[sleep]] at [[noon]], Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 18 September 2023
English (LSJ)
A pass the noon: μεσημβριάζοντα εὕδειν to sleep at noon, Pl.Phdr. 259a.
2 of the sun or stars, culminate, Poll.4.157, 158; μεσημβριάζοντος τοῦ θεοῦ Porph.Antr.27.
German (Pape)
[Seite 137] Mittag machen, ausruhen, Mittagsruhe halten, ὥσπερ πρόβατα μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὕδειν, Plat. Phaedr. 259 a u. Sp.; auch von der Sonne, im Mittag stehen, = μεσουρανέω, Poll.
French (Bailly abrégé)
1 se reposer vers midi, faire la sieste;
2 être à midi.
Étymologie: μεσημβρία.
Russian (Dvoretsky)
μεσημβριάζω: предаваться полуденному отдыху (μεσημβριάζοντα εὕδειν Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μεσημβρῐάζω: διέρχομαι τὴν μεσημβρίαν, Λατ. meridiari, ἰδίως κατὰ μετοχ., ὥσπερ προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνη εὕδειν, ὡς πρόβατα ἀναπαυόμενα κατὰ τὴν μεσημβρίαν να κοιμῶνται πλησίον τῆς πηγῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 259Α. 2) ἐπὶ τοῦ ἡλίου, εἶμαι ἐν τῷ μεσημβρινῷ, μεσουρανέω, Πολυδ. Δ΄, 157, 158, Πορφυρ. Ἄντρ. Νυμφ. 27.
Greek Monolingual
μεσημβριάζω και μεσημβρίζω και ποιητ. τ. μεσημβριῶ, -άω (Α) μεσημβρία
1. διέρχομαι τη μεσημβρία, περνώ το μεσημέρι, αναπαύομαι κατά το μεσημέρι («ὥσπερ προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὔδειν», Πλάτ.)
2. (για τον Ήλιο ή τους αστέρες) βρίσκομαι στον μεσημβρινό, μεσουρανώ.
Greek Monotonic
μεσημβρῐάζω: διέρχομαι το μεσημέρι, Λατ. meridiari, μεσημβριάζοντα εὕδειν, κοιμάμαι το μεσημέρι, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μεσημβρῐάζω, [from μεσημβρία [for μεσημερία]
to pass the noon, Lat. meridiari, μεσημβριάζοντα εὕδειν to sleep at noon, Plat.