ἐξυβρίζω: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksyvrizo | |Transliteration C=eksyvrizo | ||
|Beta Code=e)cubri/zw | |Beta Code=e)cubri/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[break out into insolence]], [[wax wanton]], Pherecyd.Syr.5, [[Herodotus|Hdt.]]4.146,7.5; εὐπραγίαις Th.1.84; ὑπὸ πλούτου [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.6.1; <b class="b3">ἐ. ἐς τόδε</b> [[come]] to this [[pitch]] of [[insolence]], Th.3.39: with neut. Adj. or Pron., <b class="b3">παντοῖα ἐ.</b> [[commit]] all kinds of [[violence]] or [[extravagance]], [[Herodotus|Hdt.]]3.126; τάδ' ἐ. S.''El.''293; ἐ. πλείω περὶ τοὺς θεούς Lys.2.9; τι εἴς τινα Luc. ''Fug.''18; εἴς τινα Plu.''Phoc.''2, Eus.Mynd.54, Ant.Lib.21.3.<br><span class="bld">2</span> c. acc. pers., [[treat with insolence]] or [[violence]], Id.12.2; also ἐ. τοὺς ἔρωτας Conon 24.2:—Pass., ἡ πόλις ὑφ' ὑμῶν -ίζετο Hyp.''Phil.''9; <b class="b3">τὰ ἐξυβρισμένα</b> [[despised]] things, Longin.43.5.<br><span class="bld">II</span> of the body, [[break out]] from high feeding, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''691c; of plants, to [[be over-luxuriant]], Arist. ''GA''725b35, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.16.8; ὥσπερ ἐξυβρίσαντα τὸν δῆμον ἀναφῦσαι πλῆθος συκοφαντῶν Plu.''Arist.''26. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0889.png Seite 889]] in | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0889.png Seite 889]] in Übermuth, Frechheit ausbrechen, übermütig u. ausgelassen werden, Her. 4, 146; von einem aufrührerischen Lande, 7, 5; εὐπραγίαις Thuc. 1, 84; εἴ τις τῶν σατραπῶν ὑπὸ πλούτου καὶ πλήθους ἀνθρώπων ἐξυβρίσειεν Xen. Cyr. 8, 6, 1; οὐκ ἂν ἐς [[τόδε]] ἐξύβρισαν, sie würden nichr so übermütig geworden sein, Thuc. 3, 39; Plat. Legg. III, 691 c, τάδ' ἐξυβρίζει, diese Schmähungen stößt sie aus, Soph. El. 285; [[πλείω]] περὶ τοὺς θεούς, sich an den Göttern vergehen, Lys. 2, 9; εἴς τινα, seinen Muthwillen an Einem auslassen, ihn schmähen u. mißhandeln, Luc. fugit. 18 u. a. Sp.; auch τινά, Anton. Lib. 12. Pass. τὰ ἐξυβρισμένα, das Verachtete, Longin. 43, 5. – Von Pflanzen, üppig, geil wachsen, Theophr., Plut., wie σώματα ἐξυβρίζοντα Plat. Legg. III, 691 c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=éclater d'orgueil, d'insolence : [[ἐξ]]. εἰς [[τόδε]] THC en venir à cet excès d'arrogance ; [[ἐξ]]. [[εἴς]] τινα LUC être arrogant envers qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὑβρίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξυβρίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[преисполняться гордыней]], [[зазнаваться]], [[быть высокомерным]] (εὐπραγίαις Thuc.; ὑπὸ πλούτου Xen.): οὐκ ἂν ἐς [[τόδε]] ἐξύβρισαν Thuc. (митиленцы) не зазнались бы до такой степени;<br /><b class="num">2</b> [[дерзко говорить или поступать]], [[оскорблять]], [[нагло вести себя]] (περί τινα Lys. и εἴς τινα Luc., Plut.): τάδ᾽ ἐξυβρίζει Soph. вот какими оскорблениями осыпает (меня Клитемнестра);<br /><b class="num">3</b> [[совершать преступления]] (εἰς τὸν νόμον Plut.): ἄλλα τε ἐξύβρισε παντοῖα Her. (Орэт) совершил и всякие другие злодеяния;<br /><b class="num">4</b> [[выходить из рамок дозволенного]] (δι᾽ ἀκολασίαν καὶ πλημμέλειαν Plut.): σώματα ἐξυβρίζοντα Plat. непомерно тучные тела;<br /><b class="num">5</b> [[буйно разрастаться]] (ἄμπελοι ἐξυβρίζουσιν Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξυβρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, θρασύνομαι, [[γίνομαι]] [[θρασύς]], [[αὐθάδης]], αὐθαδιάζω, χρόνου δὲ οὐ πολλοῦ διεξελθόντος, [[αὐτίκα]] οἱ [[Μινύαι]] ἐξύβρισαν Ἡρόδ. 4. 146., 7. 5˙ εὐπραγίαις Θουκ. 1. 84˙ ὑπὸ πλούτου Ξεν. Κύρ. 8. 6, 1˙ ἐξ. ἐς τόδε, ἐξικνεῖσθαι εἰς τοιοῦτον βαθμὸν αὐθαδείας, Θουκ. 3. 39˙ μετ’ οὐδ’ ἐπιθ., παντοῖα ἐξυβρίζειν, ἐκτρέπεσθαι εἰς παντοίας βιαιοπραγίας, Ἡρόδ. 3. 126˙ τάδ’ ἐξ. Σοφ. Ἠλ. 293˙ ἐξ. [[πλείω]] περὶ τοὺς θεοὺς Λυς. 191. 19˙ μηδὲν ἐς ἡμᾶς [[ἄλλο]] ἐξύβριζον Λουκ. Δραπέτ. 18. 2) μετ’ αἰτ. προσ., μεταχειρίζομαί τινα ὑβριστικῶς καὶ τυραννικῶς, Ἀντών. Λιβεράλ. 12, Κόνων 24˙ [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ Παθ., τὰ ἐξυβρισμένα, καταπεφρονημένα πράγματα, Λογγῖνος 43. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ σώματος ἐκ τῆς πολλῆς τροφῆς, «ξεσπῶ», ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῖ, τὰ δὲ εἰς ἔκγονον ὕβρεως ἀδικίαν Πλάτ. Νόμοι 691C˙ ἐπὶ φυτῶν, σφριγῶ, εἶμαι [[πλήρης]] ὀργανισμοῦ, Ἀριστ. π. Ζ. γεν. 1. 18, 58, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 8. | |lstext='''ἐξυβρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, θρασύνομαι, [[γίνομαι]] [[θρασύς]], [[αὐθάδης]], αὐθαδιάζω, χρόνου δὲ οὐ πολλοῦ διεξελθόντος, [[αὐτίκα]] οἱ [[Μινύαι]] ἐξύβρισαν Ἡρόδ. 4. 146., 7. 5˙ εὐπραγίαις Θουκ. 1. 84˙ ὑπὸ πλούτου Ξεν. Κύρ. 8. 6, 1˙ ἐξ. ἐς τόδε, ἐξικνεῖσθαι εἰς τοιοῦτον βαθμὸν αὐθαδείας, Θουκ. 3. 39˙ μετ’ οὐδ’ ἐπιθ., παντοῖα ἐξυβρίζειν, ἐκτρέπεσθαι εἰς παντοίας βιαιοπραγίας, Ἡρόδ. 3. 126˙ τάδ’ ἐξ. Σοφ. Ἠλ. 293˙ ἐξ. [[πλείω]] περὶ τοὺς θεοὺς Λυς. 191. 19˙ μηδὲν ἐς ἡμᾶς [[ἄλλο]] ἐξύβριζον Λουκ. Δραπέτ. 18. 2) μετ’ αἰτ. προσ., μεταχειρίζομαί τινα ὑβριστικῶς καὶ τυραννικῶς, Ἀντών. Λιβεράλ. 12, Κόνων 24˙ [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ Παθ., τὰ ἐξυβρισμένα, καταπεφρονημένα πράγματα, Λογγῖνος 43. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ σώματος ἐκ τῆς πολλῆς τροφῆς, «ξεσπῶ», ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῖ, τὰ δὲ εἰς ἔκγονον ὕβρεως ἀδικίαν Πλάτ. Νόμοι 691C˙ ἐπὶ φυτῶν, σφριγῶ, εἶμαι [[πλήρης]] ὀργανισμοῦ, Ἀριστ. π. Ζ. γεν. 1. 18, 58, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ξεβρίζω (AM [[ἐξυβρίζω]])<br />[[χρησιμοποιώ]] προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ατιμάζω]], [[ντροπιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αυθάδης]], αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί [[Μινύαι]] εξύβρισαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά<br /><b>3.</b> (για τα σώματα, λόγω τρυφηλής ζωής) εκτρέπομαι, [[ξεσπώ]] («ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους | |mltxt=και ξεβρίζω (AM [[ἐξυβρίζω]])<br />[[χρησιμοποιώ]] προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ατιμάζω]], [[ντροπιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αυθάδης]], αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί [[Μινύαι]] εξύβρισαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά<br /><b>3.</b> (για τα σώματα, λόγω τρυφηλής ζωής) εκτρέπομαι, [[ξεσπώ]] («ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῖ...»). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξυβρίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, αποθρασύνομαι, αποχαλινώνομαι, [[οργιάζω]], αυθαδιάζω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐξ. ἐς [[τόδε]], να φτάσει [[κάποιος]] σε τέτοιο [[σημείο]] αυθάδειας, θράσους, στον ίδ.· με επίθ. ουδ., <i>παντοῖα ἐξ</i>., [[διαπράττω]] όλα τα είδη βίας, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐξυβρίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, αποθρασύνομαι, αποχαλινώνομαι, [[οργιάζω]], αυθαδιάζω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐξ. ἐς [[τόδε]], να φτάσει [[κάποιος]] σε τέτοιο [[σημείο]] αυθάδειας, θράσους, στον ίδ.· με επίθ. ουδ., <i>παντοῖα ἐξ</i>., [[διαπράττω]] όλα τα είδη βίας, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=fut. [[Attic]] ιῶ<br />to [[break]] out [[into]] [[insolence]], to run [[riot]], wax [[wanton]], Hdt., Thuc., etc.; ἐξ. ἐς [[τόδε]] to [[come]] to [[this]] [[pitch]] of [[insolence]], Thuc.: with an adj. neut., παντοῖα ἐξ. to [[commit]] all kinds of [[violence]], Hdt. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[insolescere]]'', to [[become insolent]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.84.2/ 1.84.2].<br />''[[insolescere]]'', to [[become insolent]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.39.5/ 3.39.5]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:14, 16 November 2024
English (LSJ)
A break out into insolence, wax wanton, Pherecyd.Syr.5, Hdt.4.146,7.5; εὐπραγίαις Th.1.84; ὑπὸ πλούτου X.Cyr.8.6.1; ἐ. ἐς τόδε come to this pitch of insolence, Th.3.39: with neut. Adj. or Pron., παντοῖα ἐ. commit all kinds of violence or extravagance, Hdt.3.126; τάδ' ἐ. S.El.293; ἐ. πλείω περὶ τοὺς θεούς Lys.2.9; τι εἴς τινα Luc. Fug.18; εἴς τινα Plu.Phoc.2, Eus.Mynd.54, Ant.Lib.21.3.
2 c. acc. pers., treat with insolence or violence, Id.12.2; also ἐ. τοὺς ἔρωτας Conon 24.2:—Pass., ἡ πόλις ὑφ' ὑμῶν -ίζετο Hyp.Phil.9; τὰ ἐξυβρισμένα despised things, Longin.43.5.
II of the body, break out from high feeding, Pl.Lg.691c; of plants, to be over-luxuriant, Arist. GA725b35, Thphr. CP 2.16.8; ὥσπερ ἐξυβρίσαντα τὸν δῆμον ἀναφῦσαι πλῆθος συκοφαντῶν Plu.Arist.26.
German (Pape)
[Seite 889] in Übermuth, Frechheit ausbrechen, übermütig u. ausgelassen werden, Her. 4, 146; von einem aufrührerischen Lande, 7, 5; εὐπραγίαις Thuc. 1, 84; εἴ τις τῶν σατραπῶν ὑπὸ πλούτου καὶ πλήθους ἀνθρώπων ἐξυβρίσειεν Xen. Cyr. 8, 6, 1; οὐκ ἂν ἐς τόδε ἐξύβρισαν, sie würden nichr so übermütig geworden sein, Thuc. 3, 39; Plat. Legg. III, 691 c, τάδ' ἐξυβρίζει, diese Schmähungen stößt sie aus, Soph. El. 285; πλείω περὶ τοὺς θεούς, sich an den Göttern vergehen, Lys. 2, 9; εἴς τινα, seinen Muthwillen an Einem auslassen, ihn schmähen u. mißhandeln, Luc. fugit. 18 u. a. Sp.; auch τινά, Anton. Lib. 12. Pass. τὰ ἐξυβρισμένα, das Verachtete, Longin. 43, 5. – Von Pflanzen, üppig, geil wachsen, Theophr., Plut., wie σώματα ἐξυβρίζοντα Plat. Legg. III, 691 c.
French (Bailly abrégé)
éclater d'orgueil, d'insolence : ἐξ. εἰς τόδε THC en venir à cet excès d'arrogance ; ἐξ. εἴς τινα LUC être arrogant envers qqn.
Étymologie: ἐξ, ὑβρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξυβρίζω:
1 преисполняться гордыней, зазнаваться, быть высокомерным (εὐπραγίαις Thuc.; ὑπὸ πλούτου Xen.): οὐκ ἂν ἐς τόδε ἐξύβρισαν Thuc. (митиленцы) не зазнались бы до такой степени;
2 дерзко говорить или поступать, оскорблять, нагло вести себя (περί τινα Lys. и εἴς τινα Luc., Plut.): τάδ᾽ ἐξυβρίζει Soph. вот какими оскорблениями осыпает (меня Клитемнестра);
3 совершать преступления (εἰς τὸν νόμον Plut.): ἄλλα τε ἐξύβρισε παντοῖα Her. (Орэт) совершил и всякие другие злодеяния;
4 выходить из рамок дозволенного (δι᾽ ἀκολασίαν καὶ πλημμέλειαν Plut.): σώματα ἐξυβρίζοντα Plat. непомерно тучные тела;
5 буйно разрастаться (ἄμπελοι ἐξυβρίζουσιν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξυβρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, θρασύνομαι, γίνομαι θρασύς, αὐθάδης, αὐθαδιάζω, χρόνου δὲ οὐ πολλοῦ διεξελθόντος, αὐτίκα οἱ Μινύαι ἐξύβρισαν Ἡρόδ. 4. 146., 7. 5˙ εὐπραγίαις Θουκ. 1. 84˙ ὑπὸ πλούτου Ξεν. Κύρ. 8. 6, 1˙ ἐξ. ἐς τόδε, ἐξικνεῖσθαι εἰς τοιοῦτον βαθμὸν αὐθαδείας, Θουκ. 3. 39˙ μετ’ οὐδ’ ἐπιθ., παντοῖα ἐξυβρίζειν, ἐκτρέπεσθαι εἰς παντοίας βιαιοπραγίας, Ἡρόδ. 3. 126˙ τάδ’ ἐξ. Σοφ. Ἠλ. 293˙ ἐξ. πλείω περὶ τοὺς θεοὺς Λυς. 191. 19˙ μηδὲν ἐς ἡμᾶς ἄλλο ἐξύβριζον Λουκ. Δραπέτ. 18. 2) μετ’ αἰτ. προσ., μεταχειρίζομαί τινα ὑβριστικῶς καὶ τυραννικῶς, Ἀντών. Λιβεράλ. 12, Κόνων 24˙ ἐντεῦθεν ἐν τῷ Παθ., τὰ ἐξυβρισμένα, καταπεφρονημένα πράγματα, Λογγῖνος 43. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ σώματος ἐκ τῆς πολλῆς τροφῆς, «ξεσπῶ», ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῖ, τὰ δὲ εἰς ἔκγονον ὕβρεως ἀδικίαν Πλάτ. Νόμοι 691C˙ ἐπὶ φυτῶν, σφριγῶ, εἶμαι πλήρης ὀργανισμοῦ, Ἀριστ. π. Ζ. γεν. 1. 18, 58, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 8.
Greek Monolingual
και ξεβρίζω (AM ἐξυβρίζω)
χρησιμοποιώ προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες εναντίον κάποιου
μσν.- νεοελλ.
ατιμάζω, ντροπιάζω
αρχ.
1. γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί Μινύαι εξύβρισαν», Ηρόδ.)
2. (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά
3. (για τα σώματα, λόγω τρυφηλής ζωής) εκτρέπομαι, ξεσπώ («ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῖ...»).
Greek Monotonic
ἐξυβρίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, αποθρασύνομαι, αποχαλινώνομαι, οργιάζω, αυθαδιάζω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐξ. ἐς τόδε, να φτάσει κάποιος σε τέτοιο σημείο αυθάδειας, θράσους, στον ίδ.· με επίθ. ουδ., παντοῖα ἐξ., διαπράττω όλα τα είδη βίας, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
to break out into insolence, to run riot, wax wanton, Hdt., Thuc., etc.; ἐξ. ἐς τόδε to come to this pitch of insolence, Thuc.: with an adj. neut., παντοῖα ἐξ. to commit all kinds of violence, Hdt.
Lexicon Thucydideum
insolescere, to become insolent, 1.84.2.
insolescere, to become insolent, 3.39.5.