Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔμπλεος: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=empleos
|Transliteration C=empleos
|Beta Code=e)/mpleos
|Beta Code=e)/mpleos
|Definition=α, ον, Att. ἐμπλέως, ων, Ep. ἔμπλειος, ἐνίπλειος, η, ον, Od. (v. infr.); later ἐνίπλεος <span class="bibl">A.R.3.119</span>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>192</span>: heterocl. acc. <b class="b3">ἔμπλεα</b> (fem.) <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>164</span>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[quite full of]] a thing, γαστέρα . . ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος <span class="bibl">Od.18.118</span>; Φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην <span class="bibl">22.3</span>; σκύφος. . οἴνου ἐνίπλειον <span class="bibl">14.113</span>; δῶμα . . ἐνίπλειον βιότοιο <span class="bibl">19.580</span>; κύων . . ἐνίπλειος κυνοραιστέων <span class="bibl">17.300</span>; λέβητες κρεῶν . . ἔμπλεοι <span class="bibl">Hdt.1.59</span>, cf. <span class="bibl">2.62</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>6.4.8</span>; γῆς ἢ κόπρου ἔμπλεων <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>194e</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of persons, <b class="b3">δυσκολίας ἔ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>411c</span>; πάσης πονηρίας <span class="bibl">Plb.27.15.6</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[in full measure]], [[complete]], ἔμπλεα καὶ ὁλόκληρα καὶ τέλεα προσάγοντες <span class="bibl">Ph.1.185</span>; f.l. for [[ἔμπεδος]] in <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>261</span>.</span>
|Definition=ἐμπλέα, ἔμπλεον, Att. [[ἔμπλεως]], ων, Ep. [[ἔμπλειος]], [[ἐνίπλειος]], η, ον, Od. (v. infr.); later [[ἐνίπλεος]] A.R.3.119, Orph.''L.''192: heterocl. acc. [[ἔμπλεα]] (fem.) Nic.''Al.''164:—<br><span class="bld">A</span> [[quite full of]] a thing, γαστέρα . . ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος Od.18.118; Φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην 22.3; σκύφος. . οἴνου ἐνίπλειον 14.113; δῶμα . . ἐνίπλειον βιότοιο 19.580; κύων . . ἐνίπλειος κυνοραιστέων 17.300; λέβητες κρεῶν . . ἔμπλεοι [[Herodotus|Hdt.]]1.59, cf. 2.62, Hp.''Epid.''6.4.8; γῆς ἢ κόπρου ἔμπλεων [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''194e.<br><span class="bld">2</span> of persons, <b class="b3">δυσκολίας ἔ.</b> Id.''R.''411c; πάσης πονηρίας Plb.27.15.6, etc.<br><span class="bld">3</span> [[in full measure]], [[complete]], ἔμπλεα καὶ ὁλόκληρα καὶ τέλεα προσάγοντες Ph.1.185; [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἔμπεδος]] in Orph.''Fr.''261.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[ἔμπλεως]], -ων<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἔμπλεος]], ἔμπλεον Hdt.1.59; ép. [[ἔμπλειος]], -η, -ον <i>Od</i>.18.118; [[ἐνίπλειος]] <i>Od</i>.14.113, Leon.2456P.; tard. [[ἐνίπλεος]] A.R.3.119, Orph.<i>L</i>.192<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. sg. ac. ἔμπλεα Nic.<i>Al</i>.164]<br />[[lleno]] gener. c. gen.:<br /><b class="num">a)</b> en el [[interior]] [[lleno]], [[repleto]] φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην <i>Od</i>.22.3, [[γαστήρ]] ... ἐμπλείη κνίσης τε καὶ αἵματος tripa rellena de grasa y sangre</i> como manjar <i>Od</i>.18.118, cf. Theoc.25.207, σκῦφος ... οἴνου ἐνίπλειον <i>Od</i>.14.113, λέβητες ... κρεῶν ... ἔμπλεοι Hdt.l.c., λύχνα ... ἐμβάφια ἔμπλεα ἁλὸς καὶ ἐλαίου Hdt.2.62, cf. Hp.<i>Epid</i>.6.4.8, ἔμπλεον ὄλπιν un pomo lleno hasta arriba</i> Call.<i>Fr</i>.534, ἁλὸς ἔμπλεα κύμβην Nic.<i>Al</i>.164, cf. 162, ὄξεος ἔμπλεον [[ἄγγος]] Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.19.29;<br /><b class="num">b)</b> externamente [[lleno]], [[cubierto]] κύων ... ἐνίπλειος κυνοραιστέων perro lleno de garrapatas</i>, <i>Od</i>.17.300;<br /><b class="num">c)</b> c. límites borrosos o abstr. [[δῶμα]] ... ἐνίπλειον βιότοιο casa llena de riquezas</i>, <i>Od</i>.19.580, cf. <i>h.Merc</i>.248, ἀχαΐνην στέατος ἔμπλεων τράγον cómete la hogaza llena de grasa</i>, <i>Carm.Pop</i>.1, (οἶκος) ἔ. ... φόνοιο Mosch.4.16<br /><b class="num">•</b>[[lleno]], [[compuesto totalmente o en gran parte por]] πᾶν δ' ἔμπλεόν ἐστιν ἐόντος Parm.B 8.24, γῆς ἢ κόπρου ... ἔμπλεων (τὸ κέαρ) Pl.<i>Tht</i>.194e, cf. 156e, <i>Phd</i>.110c;<br /><b class="num">d)</b> fig. ἥνπερ (στήλην) ἔτευξαν παῖδες ἐμοὶ πάσης ἔνπλεον εὐσ[ε] βίης (estela) que construyeron mis hijos rebosante de piedad</i>, <i>IHadrianopolis</i> 48.8 (imper.), de pers. ὀργίλοι ... γεγένηνται, δυσκολίας ἔμπλεῳ Pl.<i>R</i>.411c, τὸ δὲ μειράκιον ... πάσης πονηρίας ἔμπλεων Plb.27.15.6, οἱ φρονήματος ἀνδρειοτέρου πεφυκότες ἔμπλεοι Plu.2.113a, cf. I.<i>AI</i> 15.44, αὐτὸν ... ἀγῶνος ἔμπλεων ἀποτελέσεις Longin.26.3, τὸ σ[ιδ] ηροῦν γένος ξυμφορῶν ἔμπλεων Fauorin.<i>de Ex</i>.24.17, ἐ. πλάνης Leon.l.c., ἁσυχίας <i>AP</i> 7.424 (Antip.Sid.), cf. 574 (Agath.), Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.7.49, de anim. (κόρακες) φωνῆς ἔμπλειοι Arat.1006.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0814.png Seite 814]] α, ον, att. [[ἔμπλεως]], ων, ep. [[ἔμπλειος]] u. [[ἐνίπλειος]], angefüllt; τινός, womit; λέβητες κρεῶν καὶ ὕδατος Her. 1, 59; Plat. Phaed. 110 c u. A.; ὁ ὀφθαλμὸς ὄψεως [[ἔμπλεως]] ἐγένετο Plat. Theaet. 156 e; [[πεδίον]] δένδρων Xen. An. 1, 2, 22. – Im prägnanten Sinne Soph. Tr. 1016; σοί τε γὰρ [[ὄμμα]] ἔμπλεον ἢ δι' ἐμοῦ σώζειν, wo der Schol. erkl. ὀξύτερόν σοι τὸ [[ὄμμα]] πρὸς τὸ σώζειν τὸν πατέρα [[μᾶλλον]] ἢ δι' ἐμοῦ, frisch u. voll.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0814.png Seite 814]] α, ον, att. [[ἔμπλεως]], ων, ep. [[ἔμπλειος]] u. [[ἐνίπλειος]], angefüllt; τινός, womit; λέβητες κρεῶν καὶ ὕδατος Her. 1, 59; Plat. Phaed. 110 c u. A.; ὁ ὀφθαλμὸς ὄψεως [[ἔμπλεως]] ἐγένετο Plat. Theaet. 156 e; [[πεδίον]] δένδρων Xen. An. 1, 2, 22. – Im prägnanten Sinne Soph. Tr. 1016; σοί τε γὰρ [[ὄμμα]] ἔμπλεον ἢ δι' ἐμοῦ σώζειν, wo der Schol. erkl. ὀξύτερόν σοι τὸ [[ὄμμα]] πρὸς τὸ σώζειν τὸν πατέρα [[μᾶλλον]] ἢ δι' ἐμοῦ, frisch u. voll.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />plein de, rempli de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πλέος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμπλεος:''' эп. [[ἔμπλειος]] и [[ἐνίπλειος]] 3, атт. [[ἔμπλεως]] 2, gen. ωνος<br /><b class="num">1</b> [[полный]], [[наполненный]], [[переполненный]] (κνίσης καὶ αἵματος Hom.; [[κρεῶν]] καὶ [[ὕδατος]] Her.; ἀέρος Plat.; κηρῶν Plut.): [[πεδίον]] δένδρων παντοδαπῶν ἔ. Xen. равнина, сплошь поросшая всевозможными деревьями;<br /><b class="num">2</b> [[преисполненный]] (δυσκολίας Plat.; πονηρίας Polyb.);<br /><b class="num">3</b> предполож. [[могущий]], [[способный]]: [[σοί]] τε γὰρ [[ὄμμα]] ἔμπλεον ἢ δι᾽ [[ἐμοῦ]] σῴζειν Soph. ведь твой глаз скорее сыщет средство спасения, чем мой.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμπλεος''': α, ον: Ἀττ. -πλεως, ων: Ἐπ. [[ἔμπλειος]], [[ἐνίπλειος]], -η, -ον, Ὀδ.: μεταγ. ἐνίπλεος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 119, Ὀρφ. Λιθ. 190· ἑτερόκλ. αἰτ. ἔμπλεα Νικ. Ἀλεξιφ. 164· ἐντελῶς [[πλήρης]] πράγματός τινος, γαστέρα... ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος Ὀδ. Σ. 118· φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην Χ. 3· [[σκύφος]]... οἴνου ἐνίπλειον Ξ. 113· [[δῶμα]]... ἐνίπλειον βιότοιο Τ. 580· [[κύων]]... [[ἐνίπλειος]] κυνοραιστέων Ρ. 300· οὕτω παρὰ τοῖς πεζογράφοις, λέβητες... [[κρεῶν]] ἔμπλεοι Ἡρόδ. 1. 59, πρβλ. 2. 62· γῆς ἢ κόπρου ἔμπλεων Πλάτ. Θεαίτ. 194Ε. 2) ἐπὶ προσώπων, ἔμπλ. δυσκολίας ὁ αὐτ. Πολ. 411C· πονηρίας Πολύβ. 27. 13, 6, κτλ.: - τὸ ἐν Σοφ. Τρ. 1019 [[χωρίον]], σοί τε γὰρ [[ὄμμα]] ἔμπλεον ἢ δι’ ἐμοῦ σῴζειν, φαίνεται ἐφθαρμένον, ὁ Jebb ἔχει: σοὶ γὰρ *ἑτοῖμα *ἐς πλέον ἢ δι’ ἐμοῦ σῴζειν· ὁ Campbell ὑποστηρίζει τὴν γραφὴν τῶν χειρογράφων.
|lstext='''ἔμπλεος''': α, ον: Ἀττ. -πλεως, ων: Ἐπ. [[ἔμπλειος]], [[ἐνίπλειος]], -η, -ον, Ὀδ.: μεταγ. ἐνίπλεος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 119, Ὀρφ. Λιθ. 190· ἑτερόκλ. αἰτ. ἔμπλεα Νικ. Ἀλεξιφ. 164· ἐντελῶς [[πλήρης]] πράγματός τινος, γαστέρα... ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος Ὀδ. Σ. 118· φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην Χ. 3· [[σκύφος]]... οἴνου ἐνίπλειον Ξ. 113· [[δῶμα]]... ἐνίπλειον βιότοιο Τ. 580· [[κύων]]... [[ἐνίπλειος]] κυνοραιστέων Ρ. 300· οὕτω παρὰ τοῖς πεζογράφοις, λέβητες... [[κρεῶν]] ἔμπλεοι Ἡρόδ. 1. 59, πρβλ. 2. 62· γῆς ἢ κόπρου ἔμπλεων Πλάτ. Θεαίτ. 194Ε. 2) ἐπὶ προσώπων, ἔμπλ. δυσκολίας ὁ αὐτ. Πολ. 411C· πονηρίας Πολύβ. 27. 13, 6, κτλ.: - τὸ ἐν Σοφ. Τρ. 1019 [[χωρίον]], σοί τε γὰρ [[ὄμμα]] ἔμπλεον ἢ δι’ ἐμοῦ σῴζειν, φαίνεται ἐφθαρμένον, ὁ Jebb ἔχει: σοὶ γὰρ *ἑτοῖμα *ἐς πλέον ἢ δι’ ἐμοῦ σῴζειν· ὁ Campbell ὑποστηρίζει τὴν γραφὴν τῶν χειρογράφων.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />plein de, rempli de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πλέος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 31:
|lsmtext='''ἔμπλεος:''' -α, -ον· Αττ. -πλεως, -ων, Επικ. [[ἔμπλειος]], [[ἐνίπλειος]], -η, -ον, εντελώς [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[ξέχειλος]], [[υπερπλήρης]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἔμπλεος:''' -α, -ον· Αττ. -πλεως, -ων, Επικ. [[ἔμπλειος]], [[ἐνίπλειος]], -η, -ον, εντελώς [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[ξέχειλος]], [[υπερπλήρης]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{trml
|elrutext='''ἔμπλεος:''' эп. [[ἔμπλειος]] и [[ἐνίπλειος]] 3, атт. [[ἔμπλεως]] 2, gen. ωνος<br /><b class="num">1)</b> полный, наполненный, переполненный (κνίσης καὶ αἵματος Hom.; [[κρεῶν]] καὶ [[ὕδατος]] Her.; ἀέρος Plat.; κηρῶν Plut.): [[πεδίον]] δένδρων παντοδαπῶν ἔ. Xen. равнина, сплошь поросшая всевозможными деревьями;<br /><b class="num">2)</b> преисполненный (δυσκολίας Plat.; πονηρίας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> предполож. могущий, способный: [[σοί]] τε γὰρ [[ὄμμα]] ἔμπλεον ἢ δι᾽ [[ἐμοῦ]] σῴζειν Soph. ведь твой глаз скорее сыщет средство спасения, чем мой.
|trtx====[[full]]===
}}
Afrikaans: vol; Albanian: plot, ship; Andi: бицӏиб; Arabic: مُمْتَلِئ‎, مَلِيء‎; Egyptian Arabic: مليان‎; Gulf Arabic: فُل‎, ممتلئ‎; Moroccan Arabic: عامر‎, عامرة‎; Aragonese: plen; Armenian: լիքը, լի; Aromanian: mplin, ãmplin, plin; Asturian: enllenu, llenu; Avar: цӏураб; Azerbaijani: tam, dolu; Balinese: bek; Bashkir: тулы; Basque: bete, osoa; Belarusian: поўны; Bengali: ভরতি, ভর্তি; Bikol Central: pano; Breton: leun; Bulgarian: пъ́лен; Burmese: ပြည့်; Catalan: ple; Chamicuro: siila; Chinese Cantonese: 滿, 满; Mandarin: 充滿, 充满, 滿, 满; Chuvash: тулли; Czech: plný; Dalmatian: plain; Danish: fuld, fyldt; Dutch: [[vol]]; Esperanto: plena; Estonian: täis; Evenki: дялум; Faroese: fullur; Finnish: täysi; French: [[plein]]; Friulian: plen; Galician: cheo; Georgian: სავსე; German: [[voll]]; Alemannic German: vole; Gothic: 𐍆𐌿𐌻𐌻𐍃; Greek: [[πλήρης]], [[γεμάτος]]; Ancient Greek: [[ἔμπλεος]], [[πλήρης]], [[μεστός]]; Haitian Creole: plen; Hawaiian: piha; Hebrew: מָלֵא‎; Higaonon: punu; Hindi: पूर्ण, पूरा; Hungarian: tele; Icelandic: fullur; Ido: plena; Indonesian: penuh; Ingush: диза; Irish: lán; Italian: [[pieno]], [[colmo]]; Iu Mien: buangv; Japanese: 一杯, 満々; Javanese: kebak; Kabuverdianu: bupu; Kashubian: pôłny; Khmer: ពេញ; Komi-Permyak: тыр; Komi-Zyrian: тыр; Korean: 채우다; Kurdish Northern Kurdish: tijî, tije; Kyrgyz: лык; Ladin: pien; Lao: ເຕັມ; Latgalian: pylns; Latin: [[plenus]]; Latvian: pilns; Lithuanian: pilnas; Low German: vull; Luxembourgish: voll; Macedonian: полн; Malay: penuh; Maltese: mimli, sħiħ; Manchu: ᠵᠠᠯᡠ; Manx: lane; Maori: poha, pangoro, kī, turuki; Middle Persian: purr; Mongolian Cyrillic: дүүрэн, элбэг; Navajo: hadéébįįd; Neapolitan: chieno; Norman: pliein; North Frisian: fol, ful; Norwegian Bokmål: full; Nynorsk: full; Occitan: plen; Old Church Slavonic Cyrillic: пльнъ; Old Frisian: ful; Old Norse: fullr; Old Persian Pashto: ډک‎; Persian: پر‎; Polish: pełny; Portuguese: [[cheio]]; Quechua: hunt'a; Romanian: plin; Romansch: plain, plein, plagn; Russian: [[полный]], [[наполненный]], [[заполненный]], [[переполненный]]; Sanskrit: पूर्ण; Sardinian: prenu, pienu, plenu; Scottish Gaelic: làn, lìonta; Serbo-Croatian Cyrillic: пу̏н; Roman: pȕn; Sicilian: chinu; Slovak: plný; Slovene: poln; Somali: buux; Sorbian Lower Sorbian: połny; Upper Sorbian: połny; Spanish: [[lleno]]; Sundanese: pinuh; Swedish: full; Tagalog: puno; Tamil: முழு; Tajik: пур; Telugu: నిండు; Thai: เต็ม; Tocharian B: īte; Turkish: dolu; Turkmen: doly; Udi: буй; Udmurt: тыр; Ukrainian: повний; Urdu: پورن‎‎, پورا‎; Uyghur: تولۇق‎, لىق‎, توق‎; Uzbek: toʻla, toʻliq; Venetian: pien; Vietnamese: đầy; Walloon: plin; Welsh: llawn; West Frisian: fol; Yagnobi: пун; Yakut: толору; Yiddish: פֿול‎; Yámana: Caluku; Zazaki: pırr; Zealandic: volle, vulle
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i> <i>adj</i> <i>adj</i><br />[[quite]] [[full]] of a [[thing]], Od., Hdt., etc.
}}
}}

Latest revision as of 05:30, 26 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπλεος Medium diacritics: ἔμπλεος Low diacritics: έμπλεος Capitals: ΕΜΠΛΕΟΣ
Transliteration A: émpleos Transliteration B: empleos Transliteration C: empleos Beta Code: e)/mpleos

English (LSJ)

ἐμπλέα, ἔμπλεον, Att. ἔμπλεως, ων, Ep. ἔμπλειος, ἐνίπλειος, η, ον, Od. (v. infr.); later ἐνίπλεος A.R.3.119, Orph.L.192: heterocl. acc. ἔμπλεα (fem.) Nic.Al.164:—
A quite full of a thing, γαστέρα . . ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος Od.18.118; Φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην 22.3; σκύφος. . οἴνου ἐνίπλειον 14.113; δῶμα . . ἐνίπλειον βιότοιο 19.580; κύων . . ἐνίπλειος κυνοραιστέων 17.300; λέβητες κρεῶν . . ἔμπλεοι Hdt.1.59, cf. 2.62, Hp.Epid.6.4.8; γῆς ἢ κόπρου ἔμπλεων Pl.Tht.194e.
2 of persons, δυσκολίας ἔ. Id.R.411c; πάσης πονηρίας Plb.27.15.6, etc.
3 in full measure, complete, ἔμπλεα καὶ ὁλόκληρα καὶ τέλεα προσάγοντες Ph.1.185; f.l. for ἔμπεδος in Orph.Fr.261.

Spanish (DGE)

ἔμπλεως, -ων
• Alolema(s): ἔμπλεος, ἔμπλεον Hdt.1.59; ép. ἔμπλειος, -η, -ον Od.18.118; ἐνίπλειος Od.14.113, Leon.2456P.; tard. ἐνίπλεος A.R.3.119, Orph.L.192
• Morfología: [fem. sg. ac. ἔμπλεα Nic.Al.164]
lleno gener. c. gen.:
a) en el interior lleno, repleto φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην Od.22.3, γαστήρ ... ἐμπλείη κνίσης τε καὶ αἵματος tripa rellena de grasa y sangre como manjar Od.18.118, cf. Theoc.25.207, σκῦφος ... οἴνου ἐνίπλειον Od.14.113, λέβητες ... κρεῶν ... ἔμπλεοι Hdt.l.c., λύχνα ... ἐμβάφια ἔμπλεα ἁλὸς καὶ ἐλαίου Hdt.2.62, cf. Hp.Epid.6.4.8, ἔμπλεον ὄλπιν un pomo lleno hasta arriba Call.Fr.534, ἁλὸς ἔμπλεα κύμβην Nic.Al.164, cf. 162, ὄξεος ἔμπλεον ἄγγος Nonn.Par.Eu.Io.19.29;
b) externamente lleno, cubierto κύων ... ἐνίπλειος κυνοραιστέων perro lleno de garrapatas, Od.17.300;
c) c. límites borrosos o abstr. δῶμα ... ἐνίπλειον βιότοιο casa llena de riquezas, Od.19.580, cf. h.Merc.248, ἀχαΐνην στέατος ἔμπλεων τράγον cómete la hogaza llena de grasa, Carm.Pop.1, (οἶκος) ἔ. ... φόνοιο Mosch.4.16
lleno, compuesto totalmente o en gran parte por πᾶν δ' ἔμπλεόν ἐστιν ἐόντος Parm.B 8.24, γῆς ἢ κόπρου ... ἔμπλεων (τὸ κέαρ) Pl.Tht.194e, cf. 156e, Phd.110c;
d) fig. ἥνπερ (στήλην) ἔτευξαν παῖδες ἐμοὶ πάσης ἔνπλεον εὐσ[ε] βίης (estela) que construyeron mis hijos rebosante de piedad, IHadrianopolis 48.8 (imper.), de pers. ὀργίλοι ... γεγένηνται, δυσκολίας ἔμπλεῳ Pl.R.411c, τὸ δὲ μειράκιον ... πάσης πονηρίας ἔμπλεων Plb.27.15.6, οἱ φρονήματος ἀνδρειοτέρου πεφυκότες ἔμπλεοι Plu.2.113a, cf. I.AI 15.44, αὐτὸν ... ἀγῶνος ἔμπλεων ἀποτελέσεις Longin.26.3, τὸ σ[ιδ] ηροῦν γένος ξυμφορῶν ἔμπλεων Fauorin.de Ex.24.17, ἐ. πλάνης Leon.l.c., ἁσυχίας AP 7.424 (Antip.Sid.), cf. 574 (Agath.), Nonn.Par.Eu.Io.7.49, de anim. (κόρακες) φωνῆς ἔμπλειοι Arat.1006.

German (Pape)

[Seite 814] α, ον, att. ἔμπλεως, ων, ep. ἔμπλειος u. ἐνίπλειος, angefüllt; τινός, womit; λέβητες κρεῶν καὶ ὕδατος Her. 1, 59; Plat. Phaed. 110 c u. A.; ὁ ὀφθαλμὸς ὄψεως ἔμπλεως ἐγένετο Plat. Theaet. 156 e; πεδίον δένδρων Xen. An. 1, 2, 22. – Im prägnanten Sinne Soph. Tr. 1016; σοί τε γὰρ ὄμμα ἔμπλεον ἢ δι' ἐμοῦ σώζειν, wo der Schol. erkl. ὀξύτερόν σοι τὸ ὄμμα πρὸς τὸ σώζειν τὸν πατέρα μᾶλλον ἢ δι' ἐμοῦ, frisch u. voll.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
plein de, rempli de, gén..
Étymologie: ἐν, πλέος.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπλεος: эп. ἔμπλειος и ἐνίπλειος 3, атт. ἔμπλεως 2, gen. ωνος
1 полный, наполненный, переполненный (κνίσης καὶ αἵματος Hom.; κρεῶν καὶ ὕδατος Her.; ἀέρος Plat.; κηρῶν Plut.): πεδίον δένδρων παντοδαπῶν ἔ. Xen. равнина, сплошь поросшая всевозможными деревьями;
2 преисполненный (δυσκολίας Plat.; πονηρίας Polyb.);
3 предполож. могущий, способный: σοί τε γὰρ ὄμμα ἔμπλεον ἢ δι᾽ ἐμοῦ σῴζειν Soph. ведь твой глаз скорее сыщет средство спасения, чем мой.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπλεος: α, ον: Ἀττ. -πλεως, ων: Ἐπ. ἔμπλειος, ἐνίπλειος, -η, -ον, Ὀδ.: μεταγ. ἐνίπλεος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 119, Ὀρφ. Λιθ. 190· ἑτερόκλ. αἰτ. ἔμπλεα Νικ. Ἀλεξιφ. 164· ἐντελῶς πλήρης πράγματός τινος, γαστέρα... ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος Ὀδ. Σ. 118· φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην Χ. 3· σκύφος... οἴνου ἐνίπλειον Ξ. 113· δῶμα... ἐνίπλειον βιότοιο Τ. 580· κύων... ἐνίπλειος κυνοραιστέων Ρ. 300· οὕτω παρὰ τοῖς πεζογράφοις, λέβητες... κρεῶν ἔμπλεοι Ἡρόδ. 1. 59, πρβλ. 2. 62· γῆς ἢ κόπρου ἔμπλεων Πλάτ. Θεαίτ. 194Ε. 2) ἐπὶ προσώπων, ἔμπλ. δυσκολίας ὁ αὐτ. Πολ. 411C· πονηρίας Πολύβ. 27. 13, 6, κτλ.: - τὸ ἐν Σοφ. Τρ. 1019 χωρίον, σοί τε γὰρ ὄμμα ἔμπλεον ἢ δι’ ἐμοῦ σῴζειν, φαίνεται ἐφθαρμένον, ὁ Jebb ἔχει: σοὶ γὰρ *ἑτοῖμα *ἐς πλέον ἢ δι’ ἐμοῦ σῴζειν· ὁ Campbell ὑποστηρίζει τὴν γραφὴν τῶν χειρογράφων.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἔμπλεος, -α, -ον
Α και ἔμπλεως, -ω και ἐνίπλειος, ἔμπλειος και ἐνίπλειος, -η, -ον
1. υπερπλήρης, εντελώς γεμάτος
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσόν ή συναίσθημα σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητα
αρχ.
φρ. «ἔμπλεος ἀσκός» — παραφουσκωμένος από εγωισμό.

Greek Monotonic

ἔμπλεος: -α, -ον· Αττ. -πλεως, -ων, Επικ. ἔμπλειος, ἐνίπλειος, -η, -ον, εντελώς γεμάτος από κάτι, ξέχειλος, υπερπλήρης, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.

Translations

full

Afrikaans: vol; Albanian: plot, ship; Andi: бицӏиб; Arabic: مُمْتَلِئ‎, مَلِيء‎; Egyptian Arabic: مليان‎; Gulf Arabic: فُل‎, ممتلئ‎; Moroccan Arabic: عامر‎, عامرة‎; Aragonese: plen; Armenian: լիքը, լի; Aromanian: mplin, ãmplin, plin; Asturian: enllenu, llenu; Avar: цӏураб; Azerbaijani: tam, dolu; Balinese: bek; Bashkir: тулы; Basque: bete, osoa; Belarusian: поўны; Bengali: ভরতি, ভর্তি; Bikol Central: pano; Breton: leun; Bulgarian: пъ́лен; Burmese: ပြည့်; Catalan: ple; Chamicuro: siila; Chinese Cantonese: 滿, 满; Mandarin: 充滿, 充满, 滿, 满; Chuvash: тулли; Czech: plný; Dalmatian: plain; Danish: fuld, fyldt; Dutch: vol; Esperanto: plena; Estonian: täis; Evenki: дялум; Faroese: fullur; Finnish: täysi; French: plein; Friulian: plen; Galician: cheo; Georgian: სავსე; German: voll; Alemannic German: vole; Gothic: 𐍆𐌿𐌻𐌻𐍃; Greek: πλήρης, γεμάτος; Ancient Greek: ἔμπλεος, πλήρης, μεστός; Haitian Creole: plen; Hawaiian: piha; Hebrew: מָלֵא‎; Higaonon: punu; Hindi: पूर्ण, पूरा; Hungarian: tele; Icelandic: fullur; Ido: plena; Indonesian: penuh; Ingush: диза; Irish: lán; Italian: pieno, colmo; Iu Mien: buangv; Japanese: 一杯, 満々; Javanese: kebak; Kabuverdianu: bupu; Kashubian: pôłny; Khmer: ពេញ; Komi-Permyak: тыр; Komi-Zyrian: тыр; Korean: 채우다; Kurdish Northern Kurdish: tijî, tije; Kyrgyz: лык; Ladin: pien; Lao: ເຕັມ; Latgalian: pylns; Latin: plenus; Latvian: pilns; Lithuanian: pilnas; Low German: vull; Luxembourgish: voll; Macedonian: полн; Malay: penuh; Maltese: mimli, sħiħ; Manchu: ᠵᠠᠯᡠ; Manx: lane; Maori: poha, pangoro, kī, turuki; Middle Persian: purr; Mongolian Cyrillic: дүүрэн, элбэг; Navajo: hadéébįįd; Neapolitan: chieno; Norman: pliein; North Frisian: fol, ful; Norwegian Bokmål: full; Nynorsk: full; Occitan: plen; Old Church Slavonic Cyrillic: пльнъ; Old Frisian: ful; Old Norse: fullr; Old Persian Pashto: ډک‎; Persian: پر‎; Polish: pełny; Portuguese: cheio; Quechua: hunt'a; Romanian: plin; Romansch: plain, plein, plagn; Russian: полный, наполненный, заполненный, переполненный; Sanskrit: पूर्ण; Sardinian: prenu, pienu, plenu; Scottish Gaelic: làn, lìonta; Serbo-Croatian Cyrillic: пу̏н; Roman: pȕn; Sicilian: chinu; Slovak: plný; Slovene: poln; Somali: buux; Sorbian Lower Sorbian: połny; Upper Sorbian: połny; Spanish: lleno; Sundanese: pinuh; Swedish: full; Tagalog: puno; Tamil: முழு; Tajik: пур; Telugu: నిండు; Thai: เต็ม; Tocharian B: īte; Turkish: dolu; Turkmen: doly; Udi: буй; Udmurt: тыр; Ukrainian: повний; Urdu: پورن‎‎, پورا‎; Uyghur: تولۇق‎, لىق‎, توق‎; Uzbek: toʻla, toʻliq; Venetian: pien; Vietnamese: đầy; Walloon: plin; Welsh: llawn; West Frisian: fol; Yagnobi: пун; Yakut: толору; Yiddish: פֿול‎; Yámana: Caluku; Zazaki: pırr; Zealandic: volle, vulle