συγκαταψηφίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
m (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")
m (Text replacement - "theilen" to "teilen")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkatapsifizomai
|Transliteration C=sygkatapsifizomai
|Beta Code=sugkatayhfi/zomai
|Beta Code=sugkatayhfi/zomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[condemn with]] or [[together]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Them.</span>21</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., to [[be reckoned along with]], μετά τινων <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>1.26</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[condemn with]] or [[condemn together]], Plu.''Them.''21.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be reckoned along with]], μετά τινων ''Act.Ap.''1.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0966.png Seite 966]] mit oder zugleich durch seine Stimme verurtheilen, Plut. Them. 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0966.png Seite 966]] mit oder zugleich durch seine Stimme verurteilen, Plut. Them. 21.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συγκαταψηφίζομαι''': ἀποθετ., καταψηφίζω [[ὁμοῦ]], [[συγκαταδικάζω]], Πλουτ. Θεμιστ. 21. ΙΙ. Παθ., συγκαταλέγομαι, συγκαταριθμοῦμαι, συγκατεψηφίσθη [[μετὰ]] τῶν [[ἕνδεκα]] ἀποστόλων Πράξ. Ἀποστ. α΄, 26.
|btext=[[condamner en même temps]];<br />[[NT]]: s'associer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], καταψηφίζομαι.
}}
{{elnl
|elnltext=συγκαταψηφίζομαι mede stemmen tegen, mede veroordelen. verkiezen (tot lid van een groep): pass.. συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων hij werd met instemming van allen aan de elf apostelen toegevoegd NT Act. Ap. 1.26.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=condamner en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], καταψηφίζομαι.
|elrutext='''συγκαταψηφίζομαι:'''<br /><b class="num">1</b> med. [[подавать]] (и) свой голос против, участвовать в осуждении: συγκαταψηφισαμένου τοῦ Θεμιστοκλέους Plut. причем за осуждение высказался и Фемистокл;<br /><b class="num">2</b> pass. [[быть]] (дополнительно) избираемым по жребию (συγκαταψηφισθῆναι μετὰ τῶν [[ἕνδεκα]] ἀποστόλων NT).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταδικάζω]] και εγώ κάποιον με την ψήφο μου («λέγεται δ' ὁ Τιμοκρέων ἐπὶ μηδισμῷ φυγεῑν συγκαταψηφισαμένου τοῡ Θεμιστοκλέους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> συγκαταλέγομαι, συμπεριλαμβάνομαι με [[εκλογή]] («συγκατεψηφίσθη [[μετὰ]] τῶν [[ἕνδεκα]] ἀποστόλων», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταψηφίζομαι]] «[[δίνω]] αρνητική ψήφο, [[καταδικάζω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταδικάζω]] και εγώ κάποιον με την ψήφο μου («λέγεται δ' ὁ Τιμοκρέων ἐπὶ μηδισμῷ φυγεῖν συγκαταψηφισαμένου τοῦ Θεμιστοκλέους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> συγκαταλέγομαι, συμπεριλαμβάνομαι με [[εκλογή]] («συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν [[ἕνδεκα]] ἀποστόλων», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταψηφίζομαι]] «[[δίνω]] αρνητική ψήφο, [[καταδικάζω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκαταψηφίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[καταδικάζω]], [[καταψηφίζω]] από κοινού ή [[εξίσου]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., συγκαταλέγομαι, [[συναπαριθμούμαι]] μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συγκαταψηφίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[καταδικάζω]], [[καταψηφίζω]] από κοινού ή [[εξίσου]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., συγκαταλέγομαι, [[συναπαριθμούμαι]] μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκαταψηφίζομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> med. подавать (и) свой голос против, участвовать в осуждении: συγκαταψηφισαμένου τοῦ Θεμιστοκλέους Plut. причем за осуждение высказался и Фемистокл;<br /><b class="num">2)</b> pass. быть (дополнительно) избираемым по жребию (συγκαταψηφισθῆναι [[μετὰ]] τῶν [[ἕνδεκα]] ἀποστόλων NT).
|lstext='''συγκαταψηφίζομαι''': ἀποθετ., καταψηφίζω [[ὁμοῦ]], [[συγκαταδικάζω]], Πλουτ. Θεμιστ. 21. ΙΙ. Παθ., συγκαταλέγομαι, συγκαταριθμοῦμαι, συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν [[ἕνδεκα]] ἀποστόλων Πράξ. Ἀποστ. α΄, 26.
}}
{{elnl
|elnltext=συγκαταψηφίζομαι mede stemmen tegen, mede veroordelen. verkiezen (tot lid van een groep): pass.. συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων hij werd met instemming van allen aan de elf apostelen toegevoegd NT Act. Ap. 1.26.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] -ιοῦμαι<br />Dep.<br /><b class="num">I.</b> to [[condemn]] with or [[together]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to be reckoned [[along]] with others, NTest.
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] -ιοῦμαι<br />Dep.<br /><b class="num">I.</b> to [[condemn]] with or [[together]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to be reckoned [[along]] with others, NTest.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':sugkatayhf⋯zw 尋格-卡他-普些非索<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':共同-下-小圓石(計數)<br />'''字義溯源''':共同數算,數算,處理,列,同列;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=一同)與([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)及([[ψηφίζω]])=用小圓石計算數目)組成,其中 ([[ψηφίζω]])出自([[ψῆφος]])=小圓石), ([[ψῆφος]])出自([[ψηλαφάω]])=操作),而 ([[ψηφίζω]])出自([[ψάλλω]])*=彈琴,歌唱)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 他⋯列(1) 徒1:26
|sngr='''原文音譯''':sugkatayhf⋯zw 尋格-卡他-普些非索<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':共同-下-小圓石(計數)<br />'''字義溯源''':共同數算,數算,處理,列,同列;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=一同)與([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)及([[ψηφίζω]])=用小圓石計算數目)組成,其中 ([[ψηφίζω]])出自([[ψῆφος]])=小圓石), ([[ψῆφος]])出自([[ψηλαφάω]])=操作),而 ([[ψηφίζω]])出自([[ψάλλω]])*=彈琴,歌唱)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 他⋯列(1) 徒1:26
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταψηφίζομαι Medium diacritics: συγκαταψηφίζομαι Low diacritics: συγκαταψηφίζομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΨΗΦΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synkatapsēphízomai Transliteration B: synkatapsēphizomai Transliteration C: sygkatapsifizomai Beta Code: sugkatayhfi/zomai

English (LSJ)

A condemn with or condemn together, Plu.Them.21.
II Pass., to be reckoned along with, μετά τινων Act.Ap.1.26.

German (Pape)

[Seite 966] mit oder zugleich durch seine Stimme verurteilen, Plut. Them. 21.

French (Bailly abrégé)

condamner en même temps;
NT: s'associer.
Étymologie: σύν, καταψηφίζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκαταψηφίζομαι mede stemmen tegen, mede veroordelen. verkiezen (tot lid van een groep): pass.. συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων hij werd met instemming van allen aan de elf apostelen toegevoegd NT Act. Ap. 1.26.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταψηφίζομαι:
1 med. подавать (и) свой голос против, участвовать в осуждении: συγκαταψηφισαμένου τοῦ Θεμιστοκλέους Plut. причем за осуждение высказался и Фемистокл;
2 pass. быть (дополнительно) избираемым по жребию (συγκαταψηφισθῆναι μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων NT).

Greek Monolingual

Α
1. καταδικάζω και εγώ κάποιον με την ψήφο μου («λέγεται δ' ὁ Τιμοκρέων ἐπὶ μηδισμῷ φυγεῖν συγκαταψηφισαμένου τοῦ Θεμιστοκλέους», Πλούτ.)
2. συγκαταλέγομαι, συμπεριλαμβάνομαι με εκλογή («συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταψηφίζομαι «δίνω αρνητική ψήφο, καταδικάζω»].

Greek Monotonic

συγκαταψηφίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι,
I. αποθ., καταδικάζω, καταψηφίζω από κοινού ή εξίσου, σε Πλούτ.
II. Παθ., συγκαταλέγομαι, συναπαριθμούμαι μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταψηφίζομαι: ἀποθετ., καταψηφίζω ὁμοῦ, συγκαταδικάζω, Πλουτ. Θεμιστ. 21. ΙΙ. Παθ., συγκαταλέγομαι, συγκαταριθμοῦμαι, συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων Πράξ. Ἀποστ. α΄, 26.

Middle Liddell

fut. Attic -ιοῦμαι
Dep.
I. to condemn with or together, Plut.
II. Pass. to be reckoned along with others, NTest.

Chinese

原文音譯:sugkatayhf⋯zw 尋格-卡他-普些非索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-下-小圓石(計數)
字義溯源:共同數算,數算,處理,列,同列;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=一同)與(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)及(ψηφίζω)=用小圓石計算數目)組成,其中 (ψηφίζω)出自(ψῆφος)=小圓石), (ψῆφος)出自(ψηλαφάω)=操作),而 (ψηφίζω)出自(ψάλλω)*=彈琴,歌唱)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 他⋯列(1) 徒1:26