λοχεία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=locheia
|Transliteration C=locheia
|Beta Code=loxei/a
|Beta Code=loxei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[child-birth]], [[childbed]], <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>382</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>251</span>; <b class="b3">τὴν λ. εἴληχε</b> she presides over [[child-birth]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>149b</span>: in pl., <span class="bibl">Id.<span class="title">Plt.</span>268b</span>; of flowers, ἐπ' εὐκάρποισι λοχείαις <span class="title">AP</span>10.16 (Theaet.); f.l. in <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>206</span> (lyr.) for [[λόχιαι]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[λόχευμα]] <span class="bibl">1</span>, <span class="title">APl.</span>4.132 (Theodorid.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[ἀρτεμισία]], Ps.-Dsc.3.113.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[child-birth]], [[childbed]], E.''IT''382, Call.''Del.''251; <b class="b3">τὴν λ. εἴληχε</b> she presides over [[child-birth]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''149b: in plural, Id.''Plt.''268b; of flowers, ἐπ' εὐκάρποισι λοχείαις ''AP''10.16 (Theaet.); [[falsa lectio|f.l.]] in E.''IT''206 (lyr.) for [[λόχιαι]].<br><span class="bld">II</span> = [[λόχευμα]] ''1'', ''APl.''4.132 (Theodorid.).<br><span class="bld">III</span> = [[ἀρτεμισία]], Ps.-Dsc.3.113.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />accouchement, enfantement ; <i>en parl. d'oiseaux</i> ponte.<br />'''Étymologie:''' [[λοχεύω]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das [[Gebären]], die [[Geburt]]</i>; Eur. <i>I.T</i>. 206, 382; περὶ τοὺς τῶν γιγνομένων τόκους καὶ λοχείας Plat. <i>Polit</i>. 268a; von der [[Artemis]], τὴν λοχείαν εἴληχε, ihr ist die [[Sorge]] für das [[Gebären]], die Gebärenden [[zugefallen]], <i>Theaet</i>. 149b; [[öfter]] Plut. und andere Spätere, ἡ περὶ τὴν λοχείαν [[ἐπιμέλεια]] D. gie. 5.14; von [[Vögeln]], Arist. <i>H.A</i>. 9.7. – Auch <i>das [[Geborene]]</i>, wie δυωδεκάπαιδα λοχείην die [[zwölf]] [[Kinder]] [[bedeutet]], Theodorid. 7 (<i>Plan</i>. 132), wie man auch [[erklärt]] εὐκάρποισι λοχείαις Theaet.Schol. 2 (X.16).
}}
{{elru
|elrutext='''λοχεία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[разрешение от бремени]], [[роды]] Eur. etc.: [[Ἄρτεμις]] τὴν λοχείαν εἴληχε Plat. Артемиде выпало на долю быть покровительницей родов;<br /><b class="num">2</b> зоол. [[кладка яиц]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">3</b> [[принесение плодов]], [[плодоношение]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λοχεία''': ἡ, ([[λοχεύω]]) [[τοκετός]], [[γέννα]], [[κλίνη]] τοκετοῦ, Εὐρ. Ι. Τ. 382, Καλλ. εἰς Δῆλ. 251· Ἄρτεμις [[ἄλοχος]] οὖσα τὴν λοχείαν εἴληχεν, τῇ ἐδόθη νὰ ἐπιστατῇ εἰς τὸν τοκετόν, Πλάτ. Θεαίτ. 149Β· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 268Α· - ἐπὶ καρπῶν, ἐπ’ εὐκάρποισι λοχείαις Ἀνθ. Π. 10. 16· ― ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 206, [[ἴσως]] λοχίαν ἢ λόχιαι, ὡς ἐπίθ., [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή, ἴδε ἐν λ. [[παιδεία]]. ΙΙ. = [[λόχευμα]] Ι, Ἀνθ. Πλαν. 132.
|lstext='''λοχεία''': ἡ, ([[λοχεύω]]) [[τοκετός]], [[γέννα]], [[κλίνη]] τοκετοῦ, Εὐρ. Ι. Τ. 382, Καλλ. εἰς Δῆλ. 251· Ἄρτεμις [[ἄλοχος]] οὖσα τὴν λοχείαν εἴληχεν, τῇ ἐδόθη νὰ ἐπιστατῇ εἰς τὸν τοκετόν, Πλάτ. Θεαίτ. 149Β· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 268Α· - ἐπὶ καρπῶν, ἐπ’ εὐκάρποισι λοχείαις Ἀνθ. Π. 10. 16· ― ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 206, [[ἴσως]] λοχίαν ἢ λόχιαι, ὡς ἐπίθ., [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή, ἴδε ἐν λ. [[παιδεία]]. ΙΙ. = [[λόχευμα]] Ι, Ἀνθ. Πλαν. 132.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />accouchement, enfantement ; <i>en parl. d’oiseaux</i> ponte.<br />'''Étymologie:''' [[λοχεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοχεία:''' ἡ ([[λοχεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τοκετός]], [[γέννα]], [[κρεβάτι]] τοκετού, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> = [[λόχευμα]] I, σε Ανθ.
|lsmtext='''λοχεία:''' ἡ ([[λοχεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τοκετός]], [[γέννα]], [[κρεβάτι]] τοκετού, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> = [[λόχευμα]] I, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λοχεία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> разрешение от бремени, роды Eur. etc.: [[Ἄρτεμις]] τὴν λοχείαν εἴληχε Plat. Артемиде выпало на долю быть покровительницей родов;<br /><b class="num">2)</b> зоол. кладка яиц Arst., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> принесение плодов, плодоношение Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 05:35, 26 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχεία Medium diacritics: λοχεία Low diacritics: λοχεία Capitals: ΛΟΧΕΙΑ
Transliteration A: locheía Transliteration B: locheia Transliteration C: locheia Beta Code: loxei/a

English (LSJ)

ἡ,
A child-birth, childbed, E.IT382, Call.Del.251; τὴν λ. εἴληχε she presides over child-birth, Pl.Tht.149b: in plural, Id.Plt.268b; of flowers, ἐπ' εὐκάρποισι λοχείαις AP10.16 (Theaet.); f.l. in E.IT206 (lyr.) for λόχιαι.
II = λόχευμα 1, APl.4.132 (Theodorid.).
III = ἀρτεμισία, Ps.-Dsc.3.113.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
accouchement, enfantement ; en parl. d'oiseaux ponte.
Étymologie: λοχεύω.

German (Pape)

ἡ, das Gebären, die Geburt; Eur. I.T. 206, 382; περὶ τοὺς τῶν γιγνομένων τόκους καὶ λοχείας Plat. Polit. 268a; von der Artemis, τὴν λοχείαν εἴληχε, ihr ist die Sorge für das Gebären, die Gebärenden zugefallen, Theaet. 149b; öfter Plut. und andere Spätere, ἡ περὶ τὴν λοχείαν ἐπιμέλεια D. gie. 5.14; von Vögeln, Arist. H.A. 9.7. – Auch das Geborene, wie δυωδεκάπαιδα λοχείην die zwölf Kinder bedeutet, Theodorid. 7 (Plan. 132), wie man auch erklärt εὐκάρποισι λοχείαις Theaet.Schol. 2 (X.16).

Russian (Dvoretsky)

λοχεία:
1 разрешение от бремени, роды Eur. etc.: Ἄρτεμις τὴν λοχείαν εἴληχε Plat. Артемиде выпало на долю быть покровительницей родов;
2 зоол. кладка яиц Arst., Plut.;
3 принесение плодов, плодоношение Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λοχεία: ἡ, (λοχεύω) τοκετός, γέννα, κλίνη τοκετοῦ, Εὐρ. Ι. Τ. 382, Καλλ. εἰς Δῆλ. 251· Ἄρτεμις ἄλοχος οὖσα τὴν λοχείαν εἴληχεν, τῇ ἐδόθη νὰ ἐπιστατῇ εἰς τὸν τοκετόν, Πλάτ. Θεαίτ. 149Β· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 268Α· - ἐπὶ καρπῶν, ἐπ’ εὐκάρποισι λοχείαις Ἀνθ. Π. 10. 16· ― ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 206, ἴσως λοχίαν ἢ λόχιαι, ὡς ἐπίθ., εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή, ἴδε ἐν λ. παιδεία. ΙΙ. = λόχευμα Ι, Ἀνθ. Πλαν. 132.

Greek Monolingual

η (AM λοχεία, Α επικ. τ. λοχία) λοχεύω
η κατάσταση της λεχώνας, το διάστημα που διανύει η μητέρα από τον τοκετό έως σαράντα μέρες μετά τον τοκετό
νεοελλ.
φυσιολ. το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ τοκετού και επανόδου της μήτρας στο φυσιολογικό της μέγεθος και το οποίο κυμαίνεται από 6 έως 8 εβδομάδες
μσν.-αρχ.
τοκετός, γέννα («φρικτὸς ὁ τρόπος ὁ τῆς λοχείας σου!», Μηναί.)
αρχ.
1. (για φυτά) η άνθηση
2. τέκνο
3. το φυτό αρτεμισία.

Greek Monotonic

λοχεία: ἡ (λοχεύω
I. τοκετός, γέννα, κρεβάτι τοκετού, σε Ευρ., Πλάτ.
II. = λόχευμα I, σε Ανθ.

Middle Liddell

λοχεία, ἡ, λοχεύω
I. childbirth, childbed, Eur., Plat.
II. = λόχευμα I, Anth.

English (Woodhouse)

childbirth, labor, labour, child-birth, of children

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)