κατῆλιψ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
mNo edit summary
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katilips
|Transliteration C=katilips
|Beta Code=kath=liy
|Beta Code=kath=liy
|Definition=ῐφος, ἡ, variously expld. as <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ladder, roof-beam, upper story</b>, etc. in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>566</span>, cf. Sch.ad loc., <span class="bibl">Poll.7.123</span>, Hsch.; also used by <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>8</span>.</span>
|Definition=ῐφος, ἡ, variously expld. as [[ladder]], [[crossbeam]], [[roof-beam]], [[upper story]], etc. in Ar.''Ra.''566, cf. Sch.ad loc., Poll.7.123, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; also used by Luc.''Lex.''8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1400.png Seite 1400]] ιφος, ἡ, das obere Geschoß des Hauses, Ar. Ran. 566, Schol. ἡ μέσοδμος, VLL. erkl. τὴν μέσην στέγην, Andere erkl. τὴν κλίμακα, vgl. Luc. Lex. 8. Die Ableitung ist dunkel, gew. führt man es auf [[ἦλιψ]], Schuh, Sockel, zurück, vgl. Choerob. in B. A. 1200 u. Lob. Paralipp. 290.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1400.png Seite 1400]] ιφος, ἡ, das obere Geschoß des Hauses, Ar. Ran. 566, Schol. ἡ μέσοδμος, VLL. erkl. τὴν μέσην στέγην, Andere erkl. τὴν κλίμακα, vgl. Luc. Lex. 8. Die Ableitung ist dunkel, gew. führt man es auf [[ἦλιψ]], Schuh, Sockel, zurück, vgl. Choerob. in B. A. 1200 u. Lob. Paralipp. 290.
}}
{{bailly
|btext=ιφος (ἡ) :<br />grenier <i>ou</i> combles d'une maison.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἦλιψ]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατῆλιψ -ιφος, ἡ [[vliering]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατῆλιψ:''' ῐφος ἡ [[верхний этаж или чердак]] Arph., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατῆλιψ''': ῐφος, ἡ, Δωρικ. [[κατᾶλιψ]], τὸ ἄνω πάτωμα οἰκίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 566· ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν κλίμακα (ὡς φαίνεται ὅτι [[δέον]] νὰ ἐκληφθῇ ἐν Λουκ. Λεξιφ. 8)· ἕτεροι δὲ ὡς σημαίνουσαν τὴν στέγην. (Δύσκολος εἶνε ἡ συσχέτισις τῆς λέξεως πρὸς τὸ [[ἦλιψ]], [[πέδιλον]], ἴδε Λοβ. Παραλ. 290, ὁ Ἡσύχ. ἔχει «[[ἄλιψ]] ἢ ἆλιψ· [[πέτρα]]»).
|lstext='''κατῆλιψ''': ῐφος, ἡ, Δωρικ. [[κατᾶλιψ]], τὸ ἄνω πάτωμα οἰκίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 566· ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν κλίμακα (ὡς φαίνεται ὅτι [[δέον]] νὰ ἐκληφθῇ ἐν Λουκ. Λεξιφ. 8)· ἕτεροι δὲ ὡς σημαίνουσαν τὴν στέγην. (Δύσκολος εἶνε ἡ συσχέτισις τῆς λέξεως πρὸς τὸ [[ἦλιψ]], [[πέδιλον]], ἴδε Λοβ. Παραλ. 290, ὁ Ἡσύχ. ἔχει «[[ἄλιψ]] ἢ ἆλιψ· [[πέτρα]]»).
}}
{{bailly
|btext=ιφος (ἡ) :<br />grenier <i>ou</i> combles d’une maison.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἦλιψ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατῆλιψ]], -ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α)<br />1.[[σκάλα]], [[κλίμακα]] («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> το άνω [[πάτωμα]] οικίας<br /><b>3.</b> η [[σκάλα]] ή το [[δοκάρι]] που υποβαστάζει την [[οροφή]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μεσόδμη]], [[μεσότοιχον]], δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν ὄροφον<br />οἱ δὲ [[ἰκρίωμα]] τὸ ἐν τῷ οἴκῳ ὅ καὶ βέλτιον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται μορφολογικά με τους τ. [[ἄλιψ]], [[αἰγίλιψ]].
|mltxt=[[κατῆλιψ]], -ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α)<br />1. [[σκάλα]], [[κλίμακα]] («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> το άνω [[πάτωμα]] οικίας<br /><b>3.</b> η [[σκάλα]] ή το [[δοκάρι]] που υποβαστάζει την [[οροφή]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μεσόδμη]], [[μεσότοιχον]], δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν ὄροφον<br />οἱ δὲ [[ἰκρίωμα]] τὸ ἐν τῷ οἴκῳ ὅ καὶ βέλτιον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται μορφολογικά με τους τ. [[ἄλιψ]], [[αἰγίλιψ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατῆλιψ:''' -ιφος, ἡ, το άνω [[πάτωμα]] του σπιτιού, [[στέγη]] ή [[σκάλα]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προελ.).
|lsmtext='''κατῆλιψ:''' -ιφος, ἡ, το άνω [[πάτωμα]] του σπιτιού, [[στέγη]] ή [[σκάλα]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προελ.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατῆλιψ -ιφος, ἡ vliering.
}}
{{elru
|elrutext='''κατῆλιψ:''' ῐφος ἡ верхний этаж или чердак Arph., Luc.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=-ιφος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: meaning unknown, perh. <b class="b2">ladder, roof-beam, upper story</b> (Ar. Ra. 566). = [[ἰκρίωμα]] H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: For the formation one compares [[αἰγίλιψ]], [[ἄλιψ]]; further unexplained.
|etymtx=-ιφος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: meaning unknown, perhaps [[ladder]], [[roof-beam]], [[upper story]] (Ar. Ra. 566). = [[ἰκρίωμα]] H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: For the formation one compares [[αἰγίλιψ]], [[ἄλιψ]]; further unexplained.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''κατῆλιψ''': -ιφος<br />{katē̃lips}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': Bed. unbekannt, etwa [[Gebälk]], [[Dachsparren]], [[oberes Stockwerk]] (Ar. ''Ra''. 566).<br />'''Etymology''' : Zur Bildung vgl. [[αἰγίλιψ]], [[ἄλιψ]]; sonst unerklärt.<br />'''Page''' 1,801
|ftr='''κατῆλιψ''': -ιφος<br />{katē̃lips}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': Bed. unbekannt, etwa [[Gebälk]], [[Dachsparren]], [[oberes Stockwerk]] (Ar. ''Ra''. 566).<br />'''Etymology''': Zur Bildung vgl. [[αἰγίλιψ]], [[ἄλιψ]]; sonst unerklärt.<br />'''Page''' 1,801
}}
}}

Latest revision as of 06:05, 24 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατῆλιψ Medium diacritics: κατῆλιψ Low diacritics: κατήλιψ Capitals: ΚΑΤΗΛΙΨ
Transliteration A: katē̂lips Transliteration B: katēlips Transliteration C: katilips Beta Code: kath=liy

English (LSJ)

ῐφος, ἡ, variously expld. as ladder, crossbeam, roof-beam, upper story, etc. in Ar.Ra.566, cf. Sch.ad loc., Poll.7.123, Hsch.; also used by Luc.Lex.8.

German (Pape)

[Seite 1400] ιφος, ἡ, das obere Geschoß des Hauses, Ar. Ran. 566, Schol. ἡ μέσοδμος, VLL. erkl. τὴν μέσην στέγην, Andere erkl. τὴν κλίμακα, vgl. Luc. Lex. 8. Die Ableitung ist dunkel, gew. führt man es auf ἦλιψ, Schuh, Sockel, zurück, vgl. Choerob. in B. A. 1200 u. Lob. Paralipp. 290.

French (Bailly abrégé)

ιφος (ἡ) :
grenier ou combles d'une maison.
Étymologie: κατά, ἦλιψ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατῆλιψ -ιφος, ἡ vliering.

Russian (Dvoretsky)

κατῆλιψ: ῐφος ἡ верхний этаж или чердак Arph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

κατῆλιψ: ῐφος, ἡ, Δωρικ. κατᾶλιψ, τὸ ἄνω πάτωμα οἰκίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 566· ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν κλίμακα (ὡς φαίνεται ὅτι δέον νὰ ἐκληφθῇ ἐν Λουκ. Λεξιφ. 8)· ἕτεροι δὲ ὡς σημαίνουσαν τὴν στέγην. (Δύσκολος εἶνε ἡ συσχέτισις τῆς λέξεως πρὸς τὸ ἦλιψ, πέδιλον, ἴδε Λοβ. Παραλ. 290, ὁ Ἡσύχ. ἔχει «ἄλιψ ἢ ἆλιψ· πέτρα»).

Greek Monolingual

κατῆλιψ, -ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α)
1. σκάλα, κλίμακα («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», Λουκιαν.)
2. το άνω πάτωμα οικίας
3. η σκάλα ή το δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή
4. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμη, μεσότοιχον, δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν ὄροφον
οἱ δὲ ἰκρίωμα τὸ ἐν τῷ οἴκῳ ὅ καὶ βέλτιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται μορφολογικά με τους τ. ἄλιψ, αἰγίλιψ.

Greek Monotonic

κατῆλιψ: -ιφος, ἡ, το άνω πάτωμα του σπιτιού, στέγη ή σκάλα, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προελ.).

Frisk Etymological English

-ιφος
Grammatical information: f.
Meaning: meaning unknown, perhaps ladder, roof-beam, upper story (Ar. Ra. 566). = ἰκρίωμα H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For the formation one compares αἰγίλιψ, ἄλιψ; further unexplained.

Middle Liddell

κατ-ῆλιψ, ῐφος, ἡ,
the upper story of a house, or a stair-case or ladder, Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

κατῆλιψ: -ιφος
{katē̃lips}
Grammar: f.
Meaning: Bed. unbekannt, etwa Gebälk, Dachsparren, oberes Stockwerk (Ar. Ra. 566).
Etymology: Zur Bildung vgl. αἰγίλιψ, ἄλιψ; sonst unerklärt.
Page 1,801