προσποιητός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
mNo edit summary
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prospoiitos
|Transliteration C=prospoiitos
|Beta Code=prospoihto/s
|Beta Code=prospoihto/s
|Definition=όν, or ή, όν Demarat. ap. Plu.2.309d, or προσποίητος:—<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">taken to oneself, assumed, affected, pretended</b>, ἐραστής <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>222a</span>; ἔχθραι <span class="bibl">D.58.39</span>; ἡ π. καλοκἀγαθία <span class="bibl">Din.3.18</span>; φιλανθρωπία <span class="bibl">Arist.<span class="title">VV</span>1251b3</span>; [[φυγή]] Demarat. l.c. Adv. <b class="b3">-ητῶς</b> or <b class="b3">-ήτως</b>, opp. <b class="b3">τῷ ὄντι</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>174d</span>, cf. <span class="bibl">D.C.44.47</span>, etc.: neut. pl. [[προσποιητά]] as Adv., <span class="bibl">Babr.103.5</span>, <span class="bibl">106.17</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> to [[be adopted]], Stoic.1.57.</span>
|Definition=προσποιητόν, or προσποιητή, προσποιητόν Demarat. ap. Plu.2.309d, or [[προσποίητος]]:—<br><span class="bld">A</span> [[taken to oneself]], [[assumed]], [[affected]], [[pretended]], [[ἐραστής]] Pl.''Ly.''222a; ἔχθραι D.58.39; ἡ π. [[καλοκἀγαθία]] Din.3.18; [[φιλανθρωπία]] Arist.''VV''1251b3; [[φυγή]] Demarat. [[l.c.]] Adv. [[προσποιητῶς]] or [[προσποιήτως]], opp. [[τῷ ὄντι]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''174d, cf. D.C.44.47, etc.: neut. pl. [[προσποιητά]] as adverb, Babr.103.5, 106.17.<br><span class="bld">2</span> [[to be adopted]], Stoic.1.57.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0778.png Seite 778]] od. προσποίητος, angenommen, erheuchelt, nachgeahmt; Ggstz [[γνήσιος]], Plat. Lys. 222 a; οὐ προσποιήτως, ἀλλὰ τῷ ὄντι γελῶν, Theaet. 1744; Dem. u. Sp., wie D. Hal. 6, 70; – [[υἱός]], ein angenommener, adoptirter Sohn.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0778.png Seite 778]] od. προσποίητος, [[angenommen]], [[erheuchelt]], [[nachgeahmt]]; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[γνήσιος]], Plat. Lys. 222 a; οὐ προσποιήτως, ἀλλὰ τῷ ὄντι γελῶν, Theaet. 1744; Dem. u. Sp., wie D. Hal. 6, 70; – [[υἱός]], ein [[angenommener]], adoptirter Sohn.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[simulé]] ; <i>adv.</i> • προσποιητά, par feinte.<br />'''Étymologie:''' [[προσποιέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσποιητός:''' и [[προσποίητος]] 2 [[притворный]], [[деланный]], [[напускной]] ([[ἐραστής]] Plat.; [[ὀργή]] Arst.; ἔχθραι Dem.; [[φυγή]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσποιητός''': -όν, ἢ ή, όν, ἢ προσποίητος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493· - ὁ κατὰ προσποίησιν, οὐχὶ [[ἀληθής]], ψευδής, [[ὑποκριτικός]], ἐραστὴς Πλάτ. Λῦσ. 222Α· ἔχθραι Δημ. 1334 ἐν τέλ.· ἡ πρ. [[καλοκαγαθία]] Δείναρχ. 110. 34· [[φιλανθρωπία]] Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 2· φυγὴ Στοβ. τ. 39. 52. - Ἐπίρρ. -τῶς ἢ -τως, ἀντίθετον τῷ τῷ ὄντι, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Δίων Κ. 44. 47, κτλ.· [[ὡσαύτως]] προσποιητὰ ὡς ἐπίρρ., Βάβρ. 103. 5., 106. 17.
|lstext='''προσποιητός''': -όν, ἢ ή, όν, ἢ προσποίητος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493· - ὁ κατὰ προσποίησιν, οὐχὶ [[ἀληθής]], ψευδής, [[ὑποκριτικός]], ἐραστὴς Πλάτ. Λῦσ. 222Α· ἔχθραι Δημ. 1334 ἐν τέλ.· ἡ πρ. [[καλοκαγαθία]] Δείναρχ. 110. 34· [[φιλανθρωπία]] Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 2· φυγὴ Στοβ. τ. 39. 52. - Ἐπίρρ. -τῶς ἢ -τως, ἀντίθετον τῷ τῷ ὄντι, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Δίων Κ. 44. 47, κτλ.· [[ὡσαύτως]] προσποιητὰ ὡς ἐπίρρ., Βάβρ. 103. 5., 106. 17.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />simulé ; <i>adv.</i> • προσποιητά, par feinte.<br />'''Étymologie:''' [[προσποιέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προσποιητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, και προσποίητος, -ον, Α [[προσποιοῡμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[προσποίηση]], [[ψεύτικος]], [[πλαστός]], [[επίπλαστος]], [[επιτηδευμένος]], [[υποκριτικός]] (α. «προσποιητό [[χαμόγελο]]» β. «προσποίητος [[φιλανθρωπία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(το αρσ. εν. ως ουσ.) ὁ [[προσποιητός]]<br />[[διεκδικητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] τον οποίο [[πρέπει]] να υιοθετήσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προσποιητός]]<br />ο [[υποκριτής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσποιητώς</i> / <i>προσποιητῶς</i> ΝΜΑ, και <i>προσποιητά</i> Ν<br />με υποκριτικό τρόπο, με [[προσποίηση]], επιτηδευμένα.
|mltxt=-ή, -ό / [[προσποιητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, και προσποίητος, -ον, Α [[προσποιοῦμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[προσποίηση]], [[ψεύτικος]], [[πλαστός]], [[επίπλαστος]], [[επιτηδευμένος]], [[υποκριτικός]] (α. «προσποιητό [[χαμόγελο]]» β. «προσποίητος [[φιλανθρωπία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(το αρσ. εν. ως ουσ.) ὁ [[προσποιητός]]<br />[[διεκδικητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] τον οποίο [[πρέπει]] να υιοθετήσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προσποιητός]]<br />ο [[υποκριτής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσποιητώς</i> / <i>προσποιητῶς</i> ΝΜΑ, και <i>προσποιητά</i> Ν<br />με υποκριτικό τρόπο, με [[προσποίηση]], επιτηδευμένα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσποιητός:''' -όν και -ή, -όν, [[ψεύτικος]], [[προσποιητός]], [[υποκριτικός]], σε Δημ.· επίρρ. <i>-τῶς</i> ή <i>-τως</i>, αντίθ. προς <i>τῷ ὄντι</i>, σε Πλάτ.· επίσης <i>προσποιητά</i>, ως επίρρ., σε Βάβρ.
|lsmtext='''προσποιητός:''' -όν και -ή, -όν, [[ψεύτικος]], [[προσποιητός]], [[υποκριτικός]], σε Δημ.· επίρρ. <i>-τῶς</i> ή <i>-τως</i>, αντίθ. προς <i>τῷ ὄντι</i>, σε Πλάτ.· επίσης <i>προσποιητά</i>, ως επίρρ., σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσποιητός:''' и [[προσποίητος]] 2 притворный, деланный, напускной ([[ἐραστής]] Plat.; [[ὀργή]] Arst.; ἔχθραι Dem.; [[φυγή]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προσποιητός]], όν<br />taken to [[oneself]], [[assumed]], [[affected]], [[pretended]], Dem.:—adv. -τῶς or -τως, opp. to τῷ ὄντι, Plat.; also προσποιητά as adv., Babr.
|mdlsjtxt=[[προσποιητός]], όν<br />taken to [[oneself]], [[assumed]], [[affected]], [[pretended]], Dem.:—adv. -τῶς or -τως, opp. to τῷ ὄντι, Plat.; also προσποιητά as adv., Babr.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ψεύτικος]]). Ἀπό τό προσποιῶ (=[[ὑποκρίνομαι]]) → πρός + [[ποιέω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 14 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσποιητός Medium diacritics: προσποιητός Low diacritics: προσποιητός Capitals: ΠΡΟΣΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: prospoiētós Transliteration B: prospoiētos Transliteration C: prospoiitos Beta Code: prospoihto/s

English (LSJ)

προσποιητόν, or προσποιητή, προσποιητόν Demarat. ap. Plu.2.309d, or προσποίητος:—
A taken to oneself, assumed, affected, pretended, ἐραστής Pl.Ly.222a; ἔχθραι D.58.39; ἡ π. καλοκἀγαθία Din.3.18; φιλανθρωπία Arist.VV1251b3; φυγή Demarat. l.c. Adv. προσποιητῶς or προσποιήτως, opp. τῷ ὄντι, Pl.Tht.174d, cf. D.C.44.47, etc.: neut. pl. προσποιητά as adverb, Babr.103.5, 106.17.
2 to be adopted, Stoic.1.57.

German (Pape)

[Seite 778] od. προσποίητος, angenommen, erheuchelt, nachgeahmt; Gegensatz γνήσιος, Plat. Lys. 222 a; οὐ προσποιήτως, ἀλλὰ τῷ ὄντι γελῶν, Theaet. 1744; Dem. u. Sp., wie D. Hal. 6, 70; – υἱός, ein angenommener, adoptirter Sohn.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
simulé ; adv. • προσποιητά, par feinte.
Étymologie: προσποιέω.

Russian (Dvoretsky)

προσποιητός: и προσποίητος 2 притворный, деланный, напускной (ἐραστής Plat.; ὀργή Arst.; ἔχθραι Dem.; φυγή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσποιητός: -όν, ἢ ή, όν, ἢ προσποίητος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493· - ὁ κατὰ προσποίησιν, οὐχὶ ἀληθής, ψευδής, ὑποκριτικός, ἐραστὴς Πλάτ. Λῦσ. 222Α· ἔχθραι Δημ. 1334 ἐν τέλ.· ἡ πρ. καλοκαγαθία Δείναρχ. 110. 34· φιλανθρωπία Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 2· φυγὴ Στοβ. τ. 39. 52. - Ἐπίρρ. -τῶς ἢ -τως, ἀντίθετον τῷ τῷ ὄντι, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Δίων Κ. 44. 47, κτλ.· ὡσαύτως προσποιητὰ ὡς ἐπίρρ., Βάβρ. 103. 5., 106. 17.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσποιητός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, και προσποίητος, -ον, Α προσποιοῦμαι
1. αυτός που γίνεται κατά προσποίηση, ψεύτικος, πλαστός, επίπλαστος, επιτηδευμένος, υποκριτικός (α. «προσποιητό χαμόγελο» β. «προσποίητος φιλανθρωπία», Αριστοτ.)
μσν.
(το αρσ. εν. ως ουσ.) ὁ προσποιητός
διεκδικητής
αρχ.
1. εκείνος τον οποίο πρέπει να υιοθετήσει κανείς
2. το αρσ. ως ουσ.προσποιητός
ο υποκριτής.
επίρρ...
προσποιητώς / προσποιητῶς ΝΜΑ, και προσποιητά Ν
με υποκριτικό τρόπο, με προσποίηση, επιτηδευμένα.

Greek Monotonic

προσποιητός: -όν και -ή, -όν, ψεύτικος, προσποιητός, υποκριτικός, σε Δημ.· επίρρ. -τῶς ή -τως, αντίθ. προς τῷ ὄντι, σε Πλάτ.· επίσης προσποιητά, ως επίρρ., σε Βάβρ.

Middle Liddell

προσποιητός, όν
taken to oneself, assumed, affected, pretended, Dem.:—adv. -τῶς or -τως, opp. to τῷ ὄντι, Plat.; also προσποιητά as adv., Babr.

Mantoulidis Etymological

(=ψεύτικος). Ἀπό τό προσποιῶ (=ὑποκρίνομαι) → πρός + ποιέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.