τραγομάσχαλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tragomaschalos
|Transliteration C=tragomaschalos
|Beta Code=tragoma/sxalos
|Beta Code=tragoma/sxalos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with arm-pits smelling like a he-goat</b>, Γοργόνες <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>811</span>.</span>
|Definition=τραγομάσχαλον, [[with arm-pits smelling like a he-goat]], Γοργόνες Ar.''Pax''811.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1133.png Seite 1133]] unter den Achseln wie ein Bock riechend, Ar. Pax 782.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1133.png Seite 1133]] unter den Achseln wie ein Bock riechend, Ar. Pax 782.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[dont les aisselles sentent le bouc]].<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]], [[μασχάλη]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰγομάσχᾰλος:''' [[с козлиным запахом под мышками]] (Γοργών Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰγομάσχᾰλος''': -ον, οὗ αἱ μασχάλαι ὄζουσιν ὡς αἱ τοῦ τράγου, Γοργόνες ὀψοφάγοι, ..., τραγομάσχαλοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 811.
|lstext='''τρᾰγομάσχᾰλος''': -ον, οὗ αἱ μασχάλαι ὄζουσιν ὡς αἱ τοῦ τράγου, Γοργόνες ὀψοφάγοι, ..., τραγομάσχαλοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 811.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont les aisselles sentent le bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]], [[μασχάλη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός του οποίου οι μασχάλες αναδίδουν την [[ίδια]] δυσάρεστη [[οσμή]] που αναδίδει και [[ένας]] [[τράγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάσχαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μασχάλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>μάσχαλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός του οποίου οι μασχάλες αναδίδουν την [[ίδια]] δυσάρεστη [[οσμή]] που αναδίδει και [[ένας]] [[τράγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάσχαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μασχάλη]]), [[πρβλ]]. [[πολυμάσχαλος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰγομάσχᾰλος:''' -ον ([[μασχάλη]]), αυτός του οποίου οι μασχάλες μυρίζουν όπως του τράγου, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τρᾰγομάσχᾰλος:''' -ον ([[μασχάλη]]), αυτός του οποίου οι μασχάλες μυρίζουν όπως του τράγου, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰγομάσχᾰλος:''' с козлиным запахом под мышками (Γοργών Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρᾰγο-μάσχᾰλος, ον, [[μασχάλη]]<br />with armpits [[smelling]] like a he-[[goat]], Ar.
|mdlsjtxt=τρᾰγο-μάσχᾰλος, ον, [[μασχάλη]]<br />with armpits [[smelling]] like a he-[[goat]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγομάσχᾰλος Medium diacritics: τραγομάσχαλος Low diacritics: τραγομάσχαλος Capitals: ΤΡΑΓΟΜΑΣΧΑΛΟΣ
Transliteration A: tragomáschalos Transliteration B: tragomaschalos Transliteration C: tragomaschalos Beta Code: tragoma/sxalos

English (LSJ)

τραγομάσχαλον, with arm-pits smelling like a he-goat, Γοργόνες Ar.Pax811.

German (Pape)

[Seite 1133] unter den Achseln wie ein Bock riechend, Ar. Pax 782.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les aisselles sentent le bouc.
Étymologie: τράγος, μασχάλη.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγομάσχᾰλος: с козлиным запахом под мышками (Γοργών Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγομάσχᾰλος: -ον, οὗ αἱ μασχάλαι ὄζουσιν ὡς αἱ τοῦ τράγου, Γοργόνες ὀψοφάγοι, ..., τραγομάσχαλοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 811.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου οι μασχάλες αναδίδουν την ίδια δυσάρεστη οσμή που αναδίδει και ένας τράγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -μάσχαλος (< μασχάλη), πρβλ. πολυμάσχαλος].

Greek Monotonic

τρᾰγομάσχᾰλος: -ον (μασχάλη), αυτός του οποίου οι μασχάλες μυρίζουν όπως του τράγου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τρᾰγο-μάσχᾰλος, ον, μασχάλη
with armpits smelling like a he-goat, Ar.