υπέρχομαι: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]], τίθεμαι υπό την [[εξουσία]] κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> [[υιοθετώ]] («ὑπελθὼν τὴν πρὸς | |mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]], τίθεμαι υπό την [[εξουσία]] κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> [[υιοθετώ]] («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾶς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.)<br /><b>3.</b> [[δοκιμάζω]] [[εμπειρία]], [[αποκτώ]] [[εμπειρία]] («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.)<br /><b>4.</b> [[αναλαμβάνω]], [[επιτελώ]] (α. «ὑπελθεῖν [[τοὔνομα]] καὶ τὸ [[ἔργον]]» — να αναλάβει τον τίτλο και το [[καθήκον]], Λιβάν.<br />β. «ὑπελθὼν ἑτέρου διαδοχήν», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] ή [[πηγαίνω]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («δοιοὺς σ' ἄρ' ὑπήλυθε θάμνους», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για συναισθήματα) [[καταλαμβάνω]] αιφνιδιαστικά και απροσδόκητα (α. «Τρῶας δὲ [[τρόμος]] αἰνὸς ὑπήλυθε γυῖα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὥσθ' ἵμερός μ' ὑπῆλθε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κολακεύω]], [[προσπαθώ]] να υποκλέψω την [[εύνοια]] κάποιου (α. «εἶδες οἷ' ὑπέρχεται», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ὑπερχόμενος δὴ βιώσει πάντας ἀνθρώπους καὶ δουλεύων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παγιδεύω]], [[εξαπατώ]] (α. «[[λάθρα]] μ' ὑπελθών», <b>Σοφ.</b><br />«δόλῳ μ' ὑπῆλθες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επιδιώκω]] [[κάτι]], [[προσπαθώ]] δόλια και [[κρυφά]] να επιτύχω [[κάτι]] («ὡς ὑπερχόμενον διὰ τῆς θαλάττης [[τυραννίδα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για στρατ. [[τμήμα]]) [[προχωρώ]] [[αργά]] [[μπροστά]] από άλλον<br /><b>7.</b> [[αποχωρώ]], [[αδειάζω]] τον χώρο («ὑπελθόντος τοῦ ἀέρος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>8.</b> (για εκκρίματα) [[εξέρχομαι]], [[βγαίνω]]<br /><b>9.</b> [[φοβάμαι]] («ὁ [[δῆμος]]... ἀδεῶς ζῇ καὶ οὐχ ὑπερχόμενος αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑπέρχομαι]] ὑπὸ τὴν φορὰν [ή τὴν πληγὴν ή εἰς τὴν ὁδὸν] τοῦ ἀκοντίου» — [[μπαίνω]] στο [[βεληνεκές]] του ακοντίου <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἔρχομαι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:52, 6 February 2024
Greek Monolingual
ΜΑ
1. περιέρχομαι, τίθεμαι υπό την εξουσία κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.)
2. υιοθετώ («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾶς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.)
3. δοκιμάζω εμπειρία, αποκτώ εμπειρία («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.)
4. αναλαμβάνω, επιτελώ (α. «ὑπελθεῖν τοὔνομα καὶ τὸ ἔργον» — να αναλάβει τον τίτλο και το καθήκον, Λιβάν.
β. «ὑπελθὼν ἑτέρου διαδοχήν», Συνέσ.)
αρχ.
1. έρχομαι ή πηγαίνω κάτω από κάτι («δοιοὺς σ' ἄρ' ὑπήλυθε θάμνους», Ομ. Οδ.)
2. (για συναισθήματα) καταλαμβάνω αιφνιδιαστικά και απροσδόκητα (α. «Τρῶας δὲ τρόμος αἰνὸς ὑπήλυθε γυῖα», Ομ. Ιλ.
β. «ὥσθ' ἵμερός μ' ὑπῆλθε», Ευρ.)
3. (για πρόσ.) κολακεύω, προσπαθώ να υποκλέψω την εύνοια κάποιου (α. «εἶδες οἷ' ὑπέρχεται», Αριστοφ.
β. «ὑπερχόμενος δὴ βιώσει πάντας ἀνθρώπους καὶ δουλεύων», Πλάτ.)
4. παγιδεύω, εξαπατώ (α. «λάθρα μ' ὑπελθών», Σοφ.
«δόλῳ μ' ὑπῆλθες», Ευρ.)
5. επιδιώκω κάτι, προσπαθώ δόλια και κρυφά να επιτύχω κάτι («ὡς ὑπερχόμενον διὰ τῆς θαλάττης τυραννίδα», Πλούτ.)
6. (για στρατ. τμήμα) προχωρώ αργά μπροστά από άλλον
7. αποχωρώ, αδειάζω τον χώρο («ὑπελθόντος τοῦ ἀέρος», Αριστοτ.)
8. (για εκκρίματα) εξέρχομαι, βγαίνω
9. φοβάμαι («ὁ δῆμος... ἀδεῶς ζῇ καὶ οὐχ ὑπερχόμενος αὐτούς», Ξεν.)
10. φρ. α) «ὑπέρχομαι ὑπὸ τὴν φορὰν [ή τὴν πληγὴν ή εἰς τὴν ὁδὸν] τοῦ ἀκοντίου» — μπαίνω στο βεληνεκές του ακοντίου (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἔρχομαι.