μεσεγγύημα: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meseggyima | |Transliteration C=meseggyima | ||
|Beta Code=meseggu/hma | |Beta Code=meseggu/hma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[money]] or [[pledge]] [[deposit]]ed with a [[third]] [[party]], X.ap.Poll.8.28, Aeschin.3.125, Hyp.''Fr.''254, App.''BC''2.19, ''BGU''592ii9 (ii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] τό, das bei einem Dritten niedergelegte Geld, die Bürgschaft, Aesch. 3, 125; Hyperid. bei Poll. 8, 28; App. B. C. 2, 19; s. Harpocr.; Isocr. 12, 13 hat Bekk. [[μεσεγγύωμα]] aufgenommen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] τό, das bei einem Dritten niedergelegte Geld, die Bürgschaft, Aesch. 3, 125; Hyperid. bei Poll. 8, 28; App. B. C. 2, 19; s. Harpocr.; Isocr. 12, 13 hat Bekk. [[μεσεγγύωμα]] aufgenommen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[gage déposé entre les mains d'un tiers]].<br />'''Étymologie:''' [[μεσεγγυάω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεσεγγύημα:''' ατος τό внесенное в депозит, залог (внесенный третьему лицу) Aeschin. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσεγγύημα''': τό, χρήματα ἢ [[ἐνέχυρον]] κατατεθειμένα ἐν χερσὶ τρίτου, Αἰσχίν. 71. 18, Ὑπερείδ. καὶ Ξεν. παρὰ Πολυδ. Η΄, 28. | |lstext='''μεσεγγύημα''': τό, χρήματα ἢ [[ἐνέχυρον]] κατατεθειμένα ἐν χερσὶ τρίτου, Αἰσχίν. 71. 18, Ὑπερείδ. καὶ Ξεν. παρὰ Πολυδ. Η΄, 28. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεσεγγύημα:''' -ατος, τό, χρήματα ή [[ενέχυρο]] κατατεθειμένο στα χέρια τρίτου, σε Αισχίν. | |lsmtext='''μεσεγγύημα:''' -ατος, τό, χρήματα ή [[ενέχυρο]] κατατεθειμένο στα χέρια τρίτου, σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μεσεγγύημα]], ατος, τό, [from μεσεγγῠάω]<br />[[money]] or a [[pledge]] deposited with a [[third]] [[party]], Aeschin. | |mdlsjtxt=[[μεσεγγύημα]], ατος, τό, [from μεσεγγῠάω]<br />[[money]] or a [[pledge]] deposited with a [[third]] [[party]], Aeschin. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, money or pledge deposited with a third party, X.ap.Poll.8.28, Aeschin.3.125, Hyp.Fr.254, App.BC2.19, BGU592ii9 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 137] τό, das bei einem Dritten niedergelegte Geld, die Bürgschaft, Aesch. 3, 125; Hyperid. bei Poll. 8, 28; App. B. C. 2, 19; s. Harpocr.; Isocr. 12, 13 hat Bekk. μεσεγγύωμα aufgenommen.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
gage déposé entre les mains d'un tiers.
Étymologie: μεσεγγυάω.
Russian (Dvoretsky)
μεσεγγύημα: ατος τό внесенное в депозит, залог (внесенный третьему лицу) Aeschin.
Greek (Liddell-Scott)
μεσεγγύημα: τό, χρήματα ἢ ἐνέχυρον κατατεθειμένα ἐν χερσὶ τρίτου, Αἰσχίν. 71. 18, Ὑπερείδ. καὶ Ξεν. παρὰ Πολυδ. Η΄, 28.
Greek Monolingual
το (Α μεσεγγύημα και μεσεγγύωμα) μεσεγγυώ
το διεκδικούμενο κινητό ή ακίνητο στοιχείο ή και το ποσό χρημάτων που παραδίδεται σε τρίτο άτομο μέχρι την επίλυση της διαφοράς ανάμεσα σε αυτούς που το διεκδικούν.
Greek Monotonic
μεσεγγύημα: -ατος, τό, χρήματα ή ενέχυρο κατατεθειμένο στα χέρια τρίτου, σε Αισχίν.
Middle Liddell
μεσεγγύημα, ατος, τό, [from μεσεγγῠάω]
money or a pledge deposited with a third party, Aeschin.