είμι: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἶμι]] (Α)<br />Ι. 1. [[έρχομαι]] («[[εἶμι]] δεῡρο», [[εἶμι]] [[εἴσω]]»)<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]] (α. «[[εἶμι]] [[οἴκαδε]]» β. «[[πάλιν]] [[εἶμι]]» — [[επιστρέφω]], [[ξαναγυρίζω]])<br /><b>3.</b> [[πορεύομαι]] («ὁδὸν [[εἶμι]]» — [[ακολουθώ]] [[πορεία]])<br /><b>4.</b> [[διέρχομαι]], [[περνώ]] [[ανάμεσα]] («[[εἶμι]] τὸ [[μέσον]] τοῦ | |mltxt=[[εἶμι]] (Α)<br />Ι. 1. [[έρχομαι]] («[[εἶμι]] δεῡρο», [[εἶμι]] [[εἴσω]]»)<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]] (α. «[[εἶμι]] [[οἴκαδε]]» β. «[[πάλιν]] [[εἶμι]]» — [[επιστρέφω]], [[ξαναγυρίζω]])<br /><b>3.</b> [[πορεύομαι]] («ὁδὸν [[εἶμι]]» — [[ακολουθώ]] [[πορεία]])<br /><b>4.</b> [[διέρχομαι]], [[περνώ]] [[ανάμεσα]] («[[εἶμι]] τὸ [[μέσον]] τοῦ οὐρανοῦ»)<br /><b>5.</b> κινούμαι, [[ταξιδεύω]], μετακινούμαι κ.λπ. (α. «ἐπὶ νηὸς [[εἶμι]]» — [[ταξιδεύω]] με [[πλοίο]]<br />β. «ἔθνεα μελισσάων [[εἶσι]]» — όπως πετούν τα [[σμήνη]] τών [[μελισσών]]<br />γ. «[[οἷος]] δ' ἀστὴρ [[εἶσι]] μετ' ἀστράσι... [[ἕσπερος]]» — όπως διαγράφει την [[τροχιά]] του [[ανάμεσα]] στ' άστρα ο [[έσπερος]])<br /><b>6.</b> ετοιμάζομαι να... («[[εἶμι]] θύσων»)<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[εἶμι]] εἰς χεῖρας» — [[έρχομαι]] στα χέρια, συμπλέκομαι<br /><b>2.</b> «[[εἶμι]] εἰς πόλεμον, εἰς συμμαχίαν» — [[λαμβάνω]] [[μέρος]] στον πόλεμο, στη [[συμμαχία]]<br /><b>3.</b> «ὁδὸν ἄδικον [[εἶμι]]» — [[ακολουθώ]] άδικο δρόμο, [[συμπεριφέρομαι]] άδικα<br /><b>4.</b> «[[εἶμι]] ἐς τὰ παραγγελλόμενα» — [[υπακούω]] στις διαταγές<br /><b>5.</b> (οι τύποι της προστακτικής <i>ἴθι</i>, <i>ἴτω</i>, <i>ἴτε</i>)<br />α) (ως μόρια παρακελευσματικά) [[εμπρός]], [[εμπρός]] [[λοιπόν]] (ἴτε, παῖδες Ἑλλήνων ἐλευθεροῦτε [[πατρίδα]]») β) <i>ἴτω</i><br />ας [[είναι]], [[πάει]] καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[είμι]] έχει σημ. ενεστώτα [[κυρίως]] στον Όμηρο, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται ως [[μέλλοντας]], ο δε ενεστ. εκφράζεται με τον τ. [[έρχομαι]] (αόρ. <i>ήλθον</i>, παρακμ. <i>ελήλυθα</i>). Τα [[είμι]], <i>ει</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εί</i>-<i>si</i>), <i>εί</i>-<i>σι</i> ταυτίζονται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με τα αρχ. ινδ. <i>e</i>-<i>mi</i>, <i>e</i>-<i>si</i>, <i>e</i>-<i>ti</i> ([[πρβλ]]. [[επίσης]] λιθ. <i>ei</i>-<i>mi</i>, <i>ei</i>-<i>si</i>, <i>eĩ</i>-<i>ti</i> και χεττ. <i>p</i><i>ā</i><i>i</i>-<i>mi</i>, <i>p</i><i>ā</i><i>i</i>-<i>ši</i>, <i>p</i><i>ā</i><i>i</i>-<i>zi</i>, με προθηματ. <i>pe</i>-, <i>pa</i>-). To α' πληθ. πρόσ. <i>ίμεν</i> αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>i</i>-<i>mas</i>, η προστ. <i>ί</i>-<i>θι</i> στο αρχ. ινδ. <i>i</i>-<i>hi</i> και ο ομηρ. πρτ. <i>ήϊα</i> με το αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>yam</i>. Με το [[είμι]] εξάλλου συνδέονται και ορισμένοι ονοματικοί τ. όπως <i>ί</i>-<i>θματα</i>, [[ισθμός]], [[ιτός]], [[ιταμός]] [[καθώς]] και τα <i>εξ</i>-[[ίτηλος]], <i>εισ</i>-<i>ιτήριο</i>(-<i>ν</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[άνειμι]], [[άπειμι]], [[δίειμι]], [[είσειμι]], [[έξειμι]], [[έπειμι]], [[κάτειμι]], [[μέτειμι]], [[πάρειμι]], [[περίειμι]], [[πρόειμι]], [[πρόσειμι]], [[σύνειμι]], <i>ύπειμι</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:50, 13 June 2022
Greek Monolingual
εἶμι (Α)
Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω»)
2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» — επιστρέφω, ξαναγυρίζω)
3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» — ακολουθώ πορεία)
4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ»)
5. κινούμαι, ταξιδεύω, μετακινούμαι κ.λπ. (α. «ἐπὶ νηὸς εἶμι» — ταξιδεύω με πλοίο
β. «ἔθνεα μελισσάων εἶσι» — όπως πετούν τα σμήνη τών μελισσών
γ. «οἷος δ' ἀστὴρ εἶσι μετ' ἀστράσι... ἕσπερος» — όπως διαγράφει την τροχιά του ανάμεσα στ' άστρα ο έσπερος)
6. ετοιμάζομαι να... («εἶμι θύσων»)
II. φρ.
1. «εἶμι εἰς χεῖρας» — έρχομαι στα χέρια, συμπλέκομαι
2. «εἶμι εἰς πόλεμον, εἰς συμμαχίαν» — λαμβάνω μέρος στον πόλεμο, στη συμμαχία
3. «ὁδὸν ἄδικον εἶμι» — ακολουθώ άδικο δρόμο, συμπεριφέρομαι άδικα
4. «εἶμι ἐς τὰ παραγγελλόμενα» — υπακούω στις διαταγές
5. (οι τύποι της προστακτικής ἴθι, ἴτω, ἴτε)
α) (ως μόρια παρακελευσματικά) εμπρός, εμπρός λοιπόν (ἴτε, παῖδες Ἑλλήνων ἐλευθεροῦτε πατρίδα») β) ἴτω
ας είναι, πάει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. είμι έχει σημ. ενεστώτα κυρίως στον Όμηρο, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται ως μέλλοντας, ο δε ενεστ. εκφράζεται με τον τ. έρχομαι (αόρ. ήλθον, παρακμ. ελήλυθα). Τα είμι, ει (< εί-si), εί-σι ταυτίζονται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με τα αρχ. ινδ. e-mi, e-si, e-ti (πρβλ. επίσης λιθ. ei-mi, ei-si, eĩ-ti και χεττ. pāi-mi, pāi-ši, pāi-zi, με προθηματ. pe-, pa-). To α' πληθ. πρόσ. ίμεν αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. i-mas, η προστ. ί-θι στο αρχ. ινδ. i-hi και ο ομηρ. πρτ. ήϊα με το αρχ. ινδ. āyam. Με το είμι εξάλλου συνδέονται και ορισμένοι ονοματικοί τ. όπως ί-θματα, ισθμός, ιτός, ιταμός καθώς και τα εξ-ίτηλος, εισ-ιτήριο(-ν).
ΣΥΝΘ. αρχ. άνειμι, άπειμι, δίειμι, είσειμι, έξειμι, έπειμι, κάτειμι, μέτειμι, πάρειμι, περίειμι, πρόειμι, πρόσειμι, σύνειμι, ύπειμι].