κύδος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kydos
|Transliteration C=kydos
|Beta Code=ku/dos
|Beta Code=ku/dos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[reproach]], [[abuse]], Sch.<span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>722</span>, Sch.<span class="bibl">A.R.1.1337</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[reproach]], [[abuse]], Sch.S.Aj.722, Sch.A.R.1.1337.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κύδος]], ὁ (Α)<br />[[ονειδισμός]], [[βρισιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το <i>κυδάζομαι</i>].<br /> <b>(II)</b><br />κῡδος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[δόξα]], [[φήμη]], [[ιδίως]] αυτή που αποκτά [[κάποιος]] στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ως τιμητική [[προσφώνηση]] σε ήρωες («ὦ πολύαιν' Ὀδυσεῡ, μέγα κῡδος 'Αχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>qud</i>- της ΙΕ ρίζας <i>qeu</i>-<i>d</i>-, παρεκτεταμένης (με οδοντικό -<i>d</i>-) μορφής της αρχικής ρίζας <i>qeu</i>- «[[προσέχω]], [[παρατηρώ]]» και συνδέεται με αρχ. σλαβ. <i>čudo</i> «[[θαύμα]]», <i>čuditise</i> «[[θαυμάζω]]», πιθ. με αρχ. σλαβ. <i>čuti</i> «[[ακούω]], [[αντιλαμβάνομαι]]» και λατ. <i>caveo</i> «προφυλάσσομαι». Τη λ. εμφανίζουν στο [[θέμα]] τους τα ανθρωπωνύμια [[Θουκυδίδης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Θεοκυδίδης</i>), <i>Κυδεύς</i>, <i>Κυδίας</i>, <i>Κυδείδης</i>, ενώ το ίδιο θ. μαρτυρείται στο α' συνθετικό ορισμένων ον. ([[πρβλ]]. <i>Κυδικλής</i>, <i>Κυδίστρατος</i>, <i>Κυδοκράτης</i>, <i>Κυδόνικος</i>) και στο β' συνθετικό ορισμένων άλλων ([[πρβλ]]. <i>Αγλαοκύδης</i>, <i>Διοκύδης</i>, <i>Επικύδης</i>, <i>Φερεκύδης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κυδάεις]], [[κυδάλιμος]], [[κυδήεις]], [[κύδιμος]], [[κυδιώ]], [[κυδνός]], [[κυδρός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυδαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κυδιάνειρα]], [[κυδόσκοπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυδοφόρος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>έγκυδος</i>, [[επικυδής]], [[ερικυδής]], [[θεοκυδής]], [[μεγακυδής]], [[περικυδής]], [[υποκυδής]], [[φερεκυδής]], [[φιλοκυδής]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κύδος]], ὁ (Α)<br />[[ονειδισμός]], [[βρισιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το <i>κυδάζομαι</i>].<br /> <b>(II)</b><br />κῡδος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[δόξα]], [[φήμη]], [[ιδίως]] αυτή που αποκτά [[κάποιος]] στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ως τιμητική [[προσφώνηση]] σε ήρωες («ὦ πολύαιν' Ὀδυσεῡ, μέγα κῡδος 'Αχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>qud</i>- της ΙΕ ρίζας <i>qeu</i>-<i>d</i>-, παρεκτεταμένης (με οδοντικό -<i>d</i>-) μορφής της αρχικής ρίζας <i>qeu</i>- «[[προσέχω]], [[παρατηρώ]]» και συνδέεται με αρχ. σλαβ. <i>čudo</i> «[[θαύμα]]», <i>čuditise</i> «[[θαυμάζω]]», πιθ. με αρχ. σλαβ. <i>čuti</i> «[[ακούω]], [[αντιλαμβάνομαι]]» και λατ. <i>caveo</i> «προφυλάσσομαι». Τη λ. εμφανίζουν στο [[θέμα]] τους τα ανθρωπωνύμια [[Θουκυδίδης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Θεοκυδίδης</i>), <i>Κυδεύς</i>, <i>Κυδίας</i>, <i>Κυδείδης</i>, ενώ το ίδιο θ. μαρτυρείται στο α' συνθετικό ορισμένων ον. ([[πρβλ]]. <i>Κυδικλής</i>, <i>Κυδίστρατος</i>, <i>Κυδοκράτης</i>, <i>Κυδόνικος</i>) και στο β' συνθετικό ορισμένων άλλων ([[πρβλ]]. <i>Αγλαοκύδης</i>, <i>Διοκύδης</i>, <i>Επικύδης</i>, <i>Φερεκύδης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κυδάεις]], [[κυδάλιμος]], [[κυδήεις]], [[κύδιμος]], [[κυδιώ]], [[κυδνός]], [[κυδρός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυδαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κυδιάνειρα]], [[κυδόσκοπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυδοφόρος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>έγκυδος</i>, [[επικυδής]], [[ερικυδής]], [[θεοκυδής]], [[μεγακυδής]], [[περικυδής]], [[υποκυδής]], [[φερεκυδής]], [[φιλοκυδής]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[λοιδορία]] παρὰ Συρακοσίοις, s. [[κῦδος]] a.E.
}}
}}

Latest revision as of 16:33, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύδος Medium diacritics: κύδος Low diacritics: κύδος Capitals: ΚΥΔΟΣ
Transliteration A: kýdos Transliteration B: kydos Transliteration C: kydos Beta Code: ku/dos

English (LSJ)

ὁ, reproach, abuse, Sch.S.Aj.722, Sch.A.R.1.1337.

Greek Monolingual

(I)
κύδος, ὁ (Α)
ονειδισμός, βρισιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι].
(II)
κῡδος, τὸ (Α)
1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.)
2. ως τιμητική προσφώνηση σε ήρωες («ὦ πολύαιν' Ὀδυσεῡ, μέγα κῡδος 'Αχαιῶν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα qud- της ΙΕ ρίζας qeu-d-, παρεκτεταμένης (με οδοντικό -d-) μορφής της αρχικής ρίζας qeu- «προσέχω, παρατηρώ» και συνδέεται με αρχ. σλαβ. čudo «θαύμα», čuditise «θαυμάζω», πιθ. με αρχ. σλαβ. čuti «ακούω, αντιλαμβάνομαι» και λατ. caveo «προφυλάσσομαι». Τη λ. εμφανίζουν στο θέμα τους τα ανθρωπωνύμια Θουκυδίδης (< Θεοκυδίδης), Κυδεύς, Κυδίας, Κυδείδης, ενώ το ίδιο θ. μαρτυρείται στο α' συνθετικό ορισμένων ον. (πρβλ. Κυδικλής, Κυδίστρατος, Κυδοκράτης, Κυδόνικος) και στο β' συνθετικό ορισμένων άλλων (πρβλ. Αγλαοκύδης, Διοκύδης, Επικύδης, Φερεκύδης).
ΠΑΡ. αρχ. κυδάεις, κυδάλιμος, κυδήεις, κύδιμος, κυδιώ, κυδνός, κυδρός
αρχ.-μσν.
κυδαίνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κυδιάνειρα, κυδόσκοπος
μσν.
κυδοφόρος. (Β' συνθετικό) αρχ. έγκυδος, επικυδής, ερικυδής, θεοκυδής, μεγακυδής, περικυδής, υποκυδής, φερεκυδής, φιλοκυδής.

German (Pape)

ὁ, = λοιδορία παρὰ Συρακοσίοις, s. κῦδος a.E.