ἰσότιμος: Difference between revisions
mNo edit summary |
|||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isotimos | |Transliteration C=isotimos | ||
|Beta Code=i)so/timos | |Beta Code=i)so/timos | ||
|Definition= | |Definition=ἰσότιμον,<br><span class="bld">A</span> [[equal in honour]] or [[equal in privilege]], [[Ἀπόλλων]] (i.e. sharing the honours paid to [[Zeus]]) ''OGI''234.25 (Delph., iii B.C.), CR Acad.Inscr.1906.419 (Alabanda); ὁ θεὸς.. ἰσότιμον παρέχι τράπεζαν τοῖς ὁποθενοῦν ἀφικνουμένοις ''BCH''51.73 (Panamara); [[πίστις]] ''2 Ep.Pet.''1.1; <b class="b3">οἱ πρῶτοι καὶ ἰσότιμοι</b> Plu.''Lys.''19, cf. Wilcken ''Chr.''13.10 (i A.D.), Luc.D Mort.24.3, etc.; πόλεις τισί D.Chr.41.2: Comp. ἰσοτιμότεροι, τοῖς κρατοῦσιν Id.39.4; [[τὸ ἰσότιμον]] = [[ἰσοτιμία]], [[parity]] of [[condition]] Ph.2.246; of a person, [[maintaining equality of privilege]], Hdn.2.4.9. Adv. [[ἰσοτίμως]] = [[in equivalent manner]], [[honoured in like manner]], τινάς τισιν ἄγειν Ath.5.177c; ζῶντα [[δικαίως]] καὶ [[ἰσοτίμως]] ''OGI''544.34 (Ancyra, ii A.D.), cf. ''CIG''4032.5 (ibid.), ''IGRom.''3.195 (ibid.); ἰ. ἔχουσι πρὸς ἀλλήλους οἱ ὅροι Phlp.''in APr.''167.14, cf. Alex.Aphr.''in Metaph.''241.11.<br><span class="bld">2</span> generally, [[equal in value]]: hence, [[equal]], ἁμάρτημα ἀκούσιον ἰ. ἑκουσίῳ Ph.2.248; τὸ ἰσότιμον [[δυσέφικτος|δυσέφικτον]] ἐν ταῖς ἀμοιβαῖς Hdn.2.3.6; <b class="b3">ἰσότιμος μάχη</b> [[evenly balanced]], Ael.''NA''10.1.<br><span class="bld">3</span> as title of [[rank]] at the [[Ptolemaic]] [[court]], τῶν ἰσοτίμων τοῖς πρώτοις φίλοις ''PRyl.''66 intr., 253 (ii B.C.), ''Arch.Pap.'' 6.372. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1267.png Seite 1267]] gleich geehrt, geschätzt, bes. im Staate, von gleichem Range, gleiches Anrecht u. Anspruch auf Aemter u. Ehrenstellen habend; Plut. Lys. 29 Sull. 6 u. öfter; Luc. D. Mort. 24, 3; [[μέτριος]] καὶ [[ἰσότιμος]], sich seines Ranges nicht überhebend, Hdn. 2, 4, 18 u. öfter. – Adv., Ath. V, 177 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1267.png Seite 1267]] gleich geehrt, geschätzt, bes. im Staate, von gleichem Range, gleiches Anrecht u. Anspruch auf Aemter u. Ehrenstellen habend; Plut. Lys. 29 Sull. 6 u. öfter; Luc. D. Mort. 24, 3; [[μέτριος]] καὶ [[ἰσότιμος]], sich seines Ranges nicht überhebend, Hdn. 2, 4, 18 u. öfter. – Adv., Ath. V, 177 c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui jouit d'honneurs égaux, d'une égale condition ; <i>p. ext.</i> à succès égal;<br />[[NT]]: de même valeur ; du même genre.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[τιμή]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσότῑμος:'''<br /><b class="num">1</b> [[занимающий равное общественное положение]], [[обладающий теми же правами и преимуществами]] Plut., Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[равный по ценности]], [[одинаково драгоценный]] ([[πίστις]] NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσότῑμος''': -ον, ἀπολαύων ἴσης [[τιμῆς]], ἔχων τὰ αὐτὰ προνόμια· [[ὅμοιος]], [[ἰσότιμος]] ἔσται [[Μαύσωλος]] καὶ Διογένης; Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 3, Πλουτ. Λύσ. 19, κτλ.· [[μέτριος]] καὶ ἰσ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· ἰσ. [[μάχη]], ἴση, [[ἰσόρροπος]], Αἰλ. π. Ζ. 10. 1· ἰσ. [[πίστις]] Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 1: ― τὸ ἰσότιμον = [[ἰσοτιμία]], Ἡρῳδιαν. 2. 3. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀθήν. 177C, Συλλ. Ἐπιγρ. 4031-2. | |lstext='''ἰσότῑμος''': -ον, ἀπολαύων ἴσης [[τιμῆς]], ἔχων τὰ αὐτὰ προνόμια· [[ὅμοιος]], [[ἰσότιμος]] ἔσται [[Μαύσωλος]] καὶ Διογένης; Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 3, Πλουτ. Λύσ. 19, κτλ.· [[μέτριος]] καὶ ἰσ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· ἰσ. [[μάχη]], ἴση, [[ἰσόρροπος]], Αἰλ. π. Ζ. 10. 1· ἰσ. [[πίστις]] Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 1: ― τὸ ἰσότιμον = [[ἰσοτιμία]], Ἡρῳδιαν. 2. 3. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀθήν. 177C, Συλλ. Ἐπιγρ. 4031-2. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσότιμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα [[ίδια]] προνόμια, αυτός που έχει τα [[ίδια]] δικαιώματα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ισότιμο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ισοτιμία]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει ίση [[αξία]] με άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ίσος]], [[ισόρροπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοτίμως</i> και <i>ισότιμα</i> (Α ἰσοτίμως)<br />με ισότιμο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), [[πρβλ]]. [[ | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσότιμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα [[ίδια]] προνόμια, αυτός που έχει τα [[ίδια]] δικαιώματα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ισότιμο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ισοτιμία]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει ίση [[αξία]] με άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ίσος]], [[ισόρροπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοτίμως</i> και <i>ισότιμα</i> (Α ἰσοτίμως)<br />με ισότιμο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλότιμος]], [[σεμνότιμος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰσότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που απολαμβάνει ίσες τιμές, [[ίδια]] προνόμια, σε Πλούτ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἰσότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που απολαμβάνει ίσες τιμές, [[ίδια]] προνόμια, σε Πλούτ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 07:45, 15 November 2023
English (LSJ)
ἰσότιμον,
A equal in honour or equal in privilege, Ἀπόλλων (i.e. sharing the honours paid to Zeus) OGI234.25 (Delph., iii B.C.), CR Acad.Inscr.1906.419 (Alabanda); ὁ θεὸς.. ἰσότιμον παρέχι τράπεζαν τοῖς ὁποθενοῦν ἀφικνουμένοις BCH51.73 (Panamara); πίστις 2 Ep.Pet.1.1; οἱ πρῶτοι καὶ ἰσότιμοι Plu.Lys.19, cf. Wilcken Chr.13.10 (i A.D.), Luc.D Mort.24.3, etc.; πόλεις τισί D.Chr.41.2: Comp. ἰσοτιμότεροι, τοῖς κρατοῦσιν Id.39.4; τὸ ἰσότιμον = ἰσοτιμία, parity of condition Ph.2.246; of a person, maintaining equality of privilege, Hdn.2.4.9. Adv. ἰσοτίμως = in equivalent manner, honoured in like manner, τινάς τισιν ἄγειν Ath.5.177c; ζῶντα δικαίως καὶ ἰσοτίμως OGI544.34 (Ancyra, ii A.D.), cf. CIG4032.5 (ibid.), IGRom.3.195 (ibid.); ἰ. ἔχουσι πρὸς ἀλλήλους οἱ ὅροι Phlp.in APr.167.14, cf. Alex.Aphr.in Metaph.241.11.
2 generally, equal in value: hence, equal, ἁμάρτημα ἀκούσιον ἰ. ἑκουσίῳ Ph.2.248; τὸ ἰσότιμον δυσέφικτον ἐν ταῖς ἀμοιβαῖς Hdn.2.3.6; ἰσότιμος μάχη evenly balanced, Ael.NA10.1.
3 as title of rank at the Ptolemaic court, τῶν ἰσοτίμων τοῖς πρώτοις φίλοις PRyl.66 intr., 253 (ii B.C.), Arch.Pap. 6.372.
German (Pape)
[Seite 1267] gleich geehrt, geschätzt, bes. im Staate, von gleichem Range, gleiches Anrecht u. Anspruch auf Aemter u. Ehrenstellen habend; Plut. Lys. 29 Sull. 6 u. öfter; Luc. D. Mort. 24, 3; μέτριος καὶ ἰσότιμος, sich seines Ranges nicht überhebend, Hdn. 2, 4, 18 u. öfter. – Adv., Ath. V, 177 c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui jouit d'honneurs égaux, d'une égale condition ; p. ext. à succès égal;
NT: de même valeur ; du même genre.
Étymologie: ἴσος, τιμή.
Russian (Dvoretsky)
ἰσότῑμος:
1 занимающий равное общественное положение, обладающий теми же правами и преимуществами Plut., Luc.;
2 равный по ценности, одинаково драгоценный (πίστις NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσότῑμος: -ον, ἀπολαύων ἴσης τιμῆς, ἔχων τὰ αὐτὰ προνόμια· ὅμοιος, ἰσότιμος ἔσται Μαύσωλος καὶ Διογένης; Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 3, Πλουτ. Λύσ. 19, κτλ.· μέτριος καὶ ἰσ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· ἰσ. μάχη, ἴση, ἰσόρροπος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 1· ἰσ. πίστις Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 1: ― τὸ ἰσότιμον = ἰσοτιμία, Ἡρῳδιαν. 2. 3. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀθήν. 177C, Συλλ. Ἐπιγρ. 4031-2.
English (Strong)
from ἴσος and τιμή; of equal value or honor: like precious.
English (Thayer)
ἰσότιμον (ἴσος and τιμή), equally precious; equally honored: τίνι, to be esteemed equal to, ἰσότιμον ἡμῖν πίστιν (a like-precious faith with us), concisely for πίστιν τῇ ἡμῶν πίστει ἰσότιμον (Winer's Grammar, § 66,2f.; Buttmann, § 133,10): Philo, Josephus, Plutarch, Lucian, Aelian, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσότιμος, -ον)
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα ίδια προνόμια, αυτός που έχει τα ίδια δικαιώματα με κάποιον άλλο
2. το ουδ. ως ουσ. το ισότιμο(ν)
η ισοτιμία
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που έχει ίση αξία με άλλους
αρχ.
1. ίσος, ισόρροπος.
επίρρ...
ισοτίμως και ισότιμα (Α ἰσοτίμως)
με ισότιμο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγαλότιμος, σεμνότιμος].
Greek Monotonic
ἰσότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που απολαμβάνει ίσες τιμές, ίδια προνόμια, σε Πλούτ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἰσό-τῑμος, ον τιμή
held in equal honour, having the same privileges, Plut., etc.
Chinese
原文音譯:„sÒtimoj 衣所-提摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:相等-價值的
字義溯源:相等價值的,相等信用的,一樣寶貴;由(ἴσος)*=相似)與(τιμή)=價值)組成;而 (τιμή)出自(τίνω)*=付款)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 一樣寶貴(1) 彼後1:1