κρυφός: Difference between revisions
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />nuage LSJ.<br />'''Étymologie:''' [[κρύπτω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[nuage LSJ]].<br />'''Étymologie:''' [[κρύπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>κρῠφός</b> ? | |sltr=<b>κρῠφός</b> ?[[hidden]] [[κόρος]] τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε [[θέμεν]] ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις ([[Aristarchus]] cf. Georgacas, Glotta 36, 164. κρύφιόν codd., κρύψιν Σ paraphr. [[fort]]. recte) (O. 2.97) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 13:40, 8 January 2023
English (LSJ)
ὁ,
A = κρυφιότης, Emp.27.3 (dub.); τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις = wishing to speak much and wrap in oblivion (throw a cloud over) the fine deeds of noble men Pi.O.2.97 (κρύφιον codd.).
II lurking-place, LXX 1 Ma.2.36, 1.53. (On the accent v. Hdn.Gr.1.225.)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
nuage LSJ.
Étymologie: κρύπτω.
English (Slater)
κρῠφός ?hidden κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus cf. Georgacas, Glotta 36, 164. κρύφιόν codd., κρύψιν Σ paraphr. fort. recte) (O. 2.97)
Greek Monolingual
και κουρφός, -ή, -ό (Μ κρυφός, -ή, -όν)
1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος»)
2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη»)
3. το ουδ. ως ουσ. το κρυφό(ν)
το μυστικό, το απόρρητο («μάς κρατάει κάτι κρυφό»)
4. φρ. «στα κρυφά» — μυστικά
μσν.
1. δυσδιάκριτος
2. φρ. «ἐν κρυφῇ» ή «εἰς τὸ κρυφόν» — μυστικά
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που δεν ανακοινώνει τα μυστικά του, κρυψίνους
2. εχέμυθος
3. παροιμ. «ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι» — λέγεται για ένα παγκοίνως γνωστό πράγμα που προσπαθεί κάποιος να αποκρύψει.
επίρρ...
κρυφά και κουρφά και κρουφά (Μ κρυφῶς)
μυστικά, λαθραία («βγαίνει κρυφά μαζί του»)
νεοελλ.
φρ. «ζούμε κρυφά από τον θεό» — ζούμε σε πλήρη αφάνεια, μακριά από τον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. κρυφός σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από αρχ. σύνθ. όπως είναι λ.χ. το κρυφο-γαμία (πρβλ. κοντό-)].
Greek Monotonic
κρῠφός: ὁ (κρύπτω), κρυφὸν θέμεν, ρίχνω ένα σύννεφο από πάνω, σε Πίνδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυφός -οῦ, ὁ [κρύπτω] verborgenheid, heimelijkheid; pred.: κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις de fraaie daden van nobele mensen verhullen Pind. O. 2.97.