καματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, , .<br")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1316.png Seite 1316]] ες, ermattend, erschöpfend; θέρεος καματώδεος ὥρη Hes. O. 582; καματωδέων πλαγᾶν [[ἄκος]] Pind. N. 3, 17; μέριμναι frg. 239. Auch im compar., bei Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1316.png Seite 1316]] ες, ermattend, erschöpfend; θέρεος καματώδεος ὥρη Hes. O. 582; καματωδέων πλαγᾶν [[ἄκος]] Pind. N. 3, 17; μέριμναι frg. 239. Auch im compar., bei Theophr.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κᾰμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[κοπώδης]], [[ὀχληρός]], θέρεος καματώδεος ὥρῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πλαγαί, μέριμναι Πινδ. Ν. 3. 28, Ἀποσπ. 239· καματωδέστερος Θεοφρ. Ἀποσπ. 7 § 13.
|btext=ης, ες:<br />[[qui fatigue]], [[qui épuise]], [[pénible]].<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]], -ωδης.
}}
{{elnl
|elnltext=καματώδης -ες [κάματος] [[afmattend]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ης, ες :<br />qui fatigue, qui épuise, pénible.<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]], -ωδης.
|elrutext='''κᾰμᾰτώδης:''' [[томительный]], [[изнурительный]], [[мучительный]] ([[θέρος]] Hes.; πλαγαί Pind.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[καματώδης]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fatiguing]] καματωδέων δὲ πλαγᾶν [[ἄκος]] ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.17) ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι fr. 124. 5.
|sltr=[[καματώδης]] [[fatiguing]] καματωδέων δὲ πλαγᾶν [[ἄκος]] ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.17) ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι fr. 124. 5.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κᾰματώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[κουραστικός]], [[κοπιώδης]], σε Ησίοδ., Πίνδ.
|lsmtext='''κᾰματώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[κουραστικός]], [[κοπιώδης]], σε Ησίοδ., Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰμᾰτώδης:''' [[томительный]], [[изнурительный]], [[мучительный]] ([[θέρος]] Hes.; πλαγαί Pind.).
|lstext='''κᾰμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[κοπώδης]], [[ὀχληρός]], θέρεος καματώδεος ὥρῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πλαγαί, μέριμναι Πινδ. Ν. 3. 28, Ἀποσπ. 239· καματωδέστερος Θεοφρ. Ἀποσπ. 7 § 13.
}}
{{elnl
|elnltext=καματώδης -ες [κάματος] afmattend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰμᾰτ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[toilsome]], [[wearisome]], Hes., Pind.
|mdlsjtxt=κᾰμᾰτ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[toilsome]], [[wearisome]], Hes., Pind.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κοπιαστικός]], [[κουραστικός]]). Ἀπό τό [[κάματος]] + [[εἶδος]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[κάμνω]].
}}
}}

Latest revision as of 19:30, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καματώδης Medium diacritics: καματώδης Low diacritics: καματώδης Capitals: ΚΑΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: kamatṓdēs Transliteration B: kamatōdēs Transliteration C: kamatodis Beta Code: kamatw/dhs

English (LSJ)

ες, toilsome, wearisome, θέρεος καματώδεος ὥρῃ Hes. Op. 584; πλαγαί, μέριμναι, Pi. N. 3.17, Fr. 218.1; καματωδέστερος Thphr. Lass. 13.

German (Pape)

[Seite 1316] ες, ermattend, erschöpfend; θέρεος καματώδεος ὥρη Hes. O. 582; καματωδέων πλαγᾶν ἄκος Pind. N. 3, 17; μέριμναι frg. 239. Auch im compar., bei Theophr.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui fatigue, qui épuise, pénible.
Étymologie: κάματος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καματώδης -ες [κάματος] afmattend.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμᾰτώδης: томительный, изнурительный, мучительный (θέρος Hes.; πλαγαί Pind.).

English (Slater)

καματώδης fatiguing καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.17) ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι fr. 124. 5.

Greek Monolingual

(I)
καματώδης, -ῶδες (Μ)
υπερβολικά ζεστός, καυτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυματώδης (< καῦμα < καίω) με απλοποίηση του συμφων. συμπλέγμ. -vm- σε -m-].
(II)
καματώδης, -ες (Α)
επίπονος, κοπιαστικός, οχληρός (α. «θέρεος καματώδεος», Ησίοδ.
β. «καματώδεις μέριμναι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -ώδης].

Greek Monotonic

κᾰματώδης: -ες (εἶδος), κουραστικός, κοπιώδης, σε Ησίοδ., Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) κοπώδης, ὀχληρός, θέρεος καματώδεος ὥρῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πλαγαί, μέριμναι Πινδ. Ν. 3. 28, Ἀποσπ. 239· καματωδέστερος Θεοφρ. Ἀποσπ. 7 § 13.

Middle Liddell

κᾰμᾰτ-ώδης, ες εἶδος
toilsome, wearisome, Hes., Pind.

Mantoulidis Etymological

(=κοπιαστικός, κουραστικός). Ἀπό τό κάματος + εἶδος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κάμνω.