ὁπλομαχία: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oplomachia | |Transliteration C=oplomachia | ||
|Beta Code=o(plomaxi/a | |Beta Code=o(plomaxi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[fighting with heavy arms]], the [[art of using heavy arms]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''813e,833e, X.''An.''2.1.7, Ephor.54J.; as a form of athletic exercise, ''SIG''1061.11 (ii B. C.), ''OGI''339.81 (Sestos, ii B. C.), Antyll. ap. Orib.6.36. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0360.png Seite 360]] ἡ, das Kämpfen mit schweren Waffen, die Kunst, mit solchen Waffen zu kämpfen; Plat. Legg. VII, 813 e VIII, 833 e; [[ἐπιστήμων]] εἶναι τῶν περὶ τὰς τάξεις τε καὶ ὁπλομαχίαν, Xen. An. 2, 1, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0360.png Seite 360]] ἡ, das Kämpfen mit schweren Waffen, die Kunst, mit solchen Waffen zu kämpfen; Plat. Legg. VII, 813 e VIII, 833 e; [[ἐπιστήμων]] εἶναι τῶν περὶ τὰς τάξεις τε καὶ ὁπλομαχίαν, Xen. An. 2, 1, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[art de combattre avec des armes pesantes]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁπλομάχος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁπλομᾰχία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[бой в тяжелых доспехах]] Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[искусство боя в тяжелом вооружении]]: [[ἐπιστήμων]] τῶν ἀμφὶ τάξεις τε καὶ ὁπλομαχίαν Xen. знаток тактики и боевого искусства. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁπλομᾰχία''': ἡ, τὸ μάχεσθαι διὰ βαρέων ὅπλων, ἡ [[τέχνη]] τοῦ χειρίζεσθαι αὐτά, Πλάτ. Νόμ. 813Ε, 833Ε, Ἐφόρου Ἀποσπ. 97· ― [[καθόλου]], ἡ [[τέχνη]] τοῦ πολέμου, ἡ τακτικὴ, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 7. Πρβλ. [[ὁπλομάχος]]. | |lstext='''ὁπλομᾰχία''': ἡ, τὸ μάχεσθαι διὰ βαρέων ὅπλων, ἡ [[τέχνη]] τοῦ χειρίζεσθαι αὐτά, Πλάτ. Νόμ. 813Ε, 833Ε, Ἐφόρου Ἀποσπ. 97· ― [[καθόλου]], ἡ [[τέχνη]] τοῦ πολέμου, ἡ τακτικὴ, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 7. Πρβλ. [[ὁπλομάχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁπλομᾰχία:''' ἡ, το να μάχεται [[κάποιος]] φέροντας [[βαρύ]] οπλισμό, η [[τέχνη]] να τον χειρίζεται, σε Πλάτ.· γενικά, η [[τέχνη]] του πολέμου, πολεμική [[τακτική]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ὁπλομᾰχία:''' ἡ, το να μάχεται [[κάποιος]] φέροντας [[βαρύ]] οπλισμό, η [[τέχνη]] να τον χειρίζεται, σε Πλάτ.· γενικά, η [[τέχνη]] του πολέμου, πολεμική [[τακτική]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 13:40, 23 March 2024
English (LSJ)
ἡ, fighting with heavy arms, the art of using heavy arms, Pl.Lg.813e,833e, X.An.2.1.7, Ephor.54J.; as a form of athletic exercise, SIG1061.11 (ii B. C.), OGI339.81 (Sestos, ii B. C.), Antyll. ap. Orib.6.36.
German (Pape)
[Seite 360] ἡ, das Kämpfen mit schweren Waffen, die Kunst, mit solchen Waffen zu kämpfen; Plat. Legg. VII, 813 e VIII, 833 e; ἐπιστήμων εἶναι τῶν περὶ τὰς τάξεις τε καὶ ὁπλομαχίαν, Xen. An. 2, 1, 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
art de combattre avec des armes pesantes.
Étymologie: ὁπλομάχος.
Russian (Dvoretsky)
ὁπλομᾰχία: ἡ
1 бой в тяжелых доспехах Plat.;
2 искусство боя в тяжелом вооружении: ἐπιστήμων τῶν ἀμφὶ τάξεις τε καὶ ὁπλομαχίαν Xen. знаток тактики и боевого искусства.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλομᾰχία: ἡ, τὸ μάχεσθαι διὰ βαρέων ὅπλων, ἡ τέχνη τοῦ χειρίζεσθαι αὐτά, Πλάτ. Νόμ. 813Ε, 833Ε, Ἐφόρου Ἀποσπ. 97· ― καθόλου, ἡ τέχνη τοῦ πολέμου, ἡ τακτικὴ, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 7. Πρβλ. ὁπλομάχος.
Greek Monolingual
η (Α ὁπλομαχία) οπλομάχος
νεοελλ.
1. στρ. η χρήση τών όπλων σε συμπλοκή εκ του συστάδην, δηλ. κατά τη μάχη σώμα προς σώμα
2. η εξάσκηση στην επιδέξια χρήση τών αγχέμαχων όπλων
αρχ.
1. η διεξαγωγή μάχης με τη χρήση βαρέων όπλων
2. η τέχνη της χρήσης βαρέων όπλων
3. η τέχνη του πολέμου γενικά
4. είδος αθλητικής άσκησης.
Greek Monotonic
ὁπλομᾰχία: ἡ, το να μάχεται κάποιος φέροντας βαρύ οπλισμό, η τέχνη να τον χειρίζεται, σε Πλάτ.· γενικά, η τέχνη του πολέμου, πολεμική τακτική, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὁπλομᾰχία, ἡ,
a fighting with heavy arms, the art of using them, Plat.:—generally, the art of war, tactics, Xen. [from ὁπλομᾰ́χος]