ἀπεριλάλητος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aperilalitos
|Transliteration C=aperilalitos
|Beta Code=a)perila/lhtos
|Beta Code=a)perila/lhtos
|Definition=[λᾰ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not to be out-talked]] or [[without skill in circumlocution]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>839</span>:—cf. Hsch. [[ἀπεριλάλητον]] ([[ἀπεριάλλητον]] cod.): [[ἀνεξαπάτητον]], [[ἀφελῆ]].</span>
|Definition=[λᾰ], ον, [[not to be out-talked]] or [[without skill in circumlocution]], Ar.''Ra.''839:—cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[ἀπεριλάλητον]] ([[ἀπεριάλλητον]] cod.): [[ἀνεξαπάτητον]], [[ἀφελῆ]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> ref. a Esquilo [[poco hábil en circunloquios]] Ar.<i>Ra</i>.839.<br /><b class="num">2</b> ἀ. ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] nicht zu überschwatzen, an Schwatzhaftigkeit nicht zu besiegen, sagt Eur. von Aesch. bei Ar. Ran. 838.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] nicht zu überschwatzen, an Schwatzhaftigkeit nicht zu besiegen, sagt Eur. von Aesch. bei Ar. Ran. 838.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[loquace]], [[bavard]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], περιλαλέω.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεριλάλητος:''' [[которого не переговоришь]], [[тараторящий без умолку]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπεριλάλητος''': -ον, ὁ ὑπ’ οὐδενὸς ὑπερβαλλόμενος ἐν τῇ πολυλογίᾳ, αὐθαδόστομον, ἔχοντ’ ἀχάλινον, ἀκρατές, ἀπύλωτον [[στόμα]], ἀπεριλάλητον, κτλ.· [[οὕτως]] ὀνομάζει ὁ Εὐριπ. τὸν Αἰσχύλ. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 839· πρβλ. Ἡσύχ.: ἀπεριλάλητον ([[οὕτως]] ὁ Kuster ἀντὶ ἀπεριάλλητος), «ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ». ― Ἐπίρρ. -τως Εὐστ. Πονημάτ. 191. 79.
|lstext='''ἀπεριλάλητος''': -ον, ὁ ὑπ’ οὐδενὸς ὑπερβαλλόμενος ἐν τῇ πολυλογίᾳ, αὐθαδόστομον, ἔχοντ’ ἀχάλινον, ἀκρατές, ἀπύλωτον [[στόμα]], ἀπεριλάλητον, κτλ.· [[οὕτως]] ὀνομάζει ὁ Εὐριπ. τὸν Αἰσχύλ. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 839· πρβλ. Ἡσύχ.: ἀπεριλάλητον ([[οὕτως]] ὁ Kuster ἀντὶ ἀπεριάλλητος), «ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ». ― Ἐπίρρ. -τως Εὐστ. Πονημάτ. 191. 79.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />loquace, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], περιλαλέω.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> ref. a Esquilo [[poco hábil en circunloquios]] Ar.<i>Ra</i>.839.<br /><b class="num">2</b> ἀ. ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπεριλάλητος:''' -ον ([[περιλαλέω]]), αυτός που δεν υπερβάλλει στο λόγο του με φλυαρίες, αυτός που είναι [[μετρημένος]] στα [[λόγια]] του, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀπεριλάλητος:''' -ον ([[περιλαλέω]]), αυτός που δεν υπερβάλλει στο λόγο του με φλυαρίες, αυτός που είναι [[μετρημένος]] στα [[λόγια]] του, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεριλάλητος:''' [[которого не переговоришь]], [[тараторящий без умолку]] Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περιλαλέω]]<br />not to be out-talked, Ar.
|mdlsjtxt=[[περιλαλέω]]<br />not to be out-talked, Ar.
}}
{{trml
|trtx====[[chatterbox]]===
Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: [[話匣子]], [[话匣子]], [[喋喋不休者]], [[話癆]], [[话痨]]; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: [[kletskous]]; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: [[moulin à paroles]], [[bavard comme une pie]]; Galician: charlatán; German: [[Dampfplauderer]], [[Plaudertasche]], [[Quasselstrippe]], [[Schwätzer]], [[Schwätzerin]]; Alemannic German: Chlepfe; Greek: [[πολυλογάς]], [[φαφλατάς]]; Ancient Greek: [[ἀδέλεσχος]], [[ἀδολέσχης]], [[ἀδόλεσχος]], [[ἀείλαλος]], [[ἀθυρόγλωσσος]], [[ἀθυρόγλωττος]], [[ἀθυρόστομος]], [[ἀπεριλάλητος]], [[βάβαξ]], [[γλώσσαλγος]], [[γλώσσαργος]], [[γλωσσώδης]], [[Δωδωναῖον χαλκεῖον]], [[ἑτοιμολόγος]], [[κωτίλος]], [[λακερός]], [[λάληθρος]], [[λάλημα]], [[λαλητρίς]], [[λάλος]], [[λεσχήν]], [[λεσχηνευτής]], [[λογολέσχης]], [[μακρολόγος]], [[πανθρύλιος]], [[πάνθρυλος]], [[περίλαλος]], [[περισσολόγος]], [[πολύλαλος]], [[πολυλόγος]], [[πολύλογος]], [[πολύφωνος]], [[πρόγλωσσος]], [[ῥαχίας λαλίστερος]], [[ῥεολόγος]], [[ῥειολόγος]], [[ῥωποπερπερήθρας]], [[σπερμολόγος]], [[στωμυλήθρας]], [[στωμύληθρος]], [[στώμυλμα]], [[στωμύλος]], [[φάτης]], [[φιλόλογος]], [[φλέδων]], [[φλήναφος]], [[φλῆφος]], [[φλύαρος]]; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: [[chiacchierone]], [[ciancione]], [[linguacciuto]]; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: [[lingulaca]]; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: [[tagarela]], [[falador]], [[gralha]], [[grafonola]]; Russian: [[болтун]], [[болтунья]], [[болтушка]], [[лопотун]], [[лопотуха]], [[лопотунья]]; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: [[loro]], [[lora]], [[charlatán]], [[cotorra]], [[parlanchín]]; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame
}}
}}

Latest revision as of 17:48, 11 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεριλάλητος Medium diacritics: ἀπεριλάλητος Low diacritics: απεριλάλητος Capitals: ΑΠΕΡΙΛΑΛΗΤΟΣ
Transliteration A: aperilálētos Transliteration B: aperilalētos Transliteration C: aperilalitos Beta Code: a)perila/lhtos

English (LSJ)

[λᾰ], ον, not to be out-talked or without skill in circumlocution, Ar.Ra.839:—cf. Hsch. ἀπεριλάλητον (ἀπεριάλλητον cod.): ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 ref. a Esquilo poco hábil en circunloquios Ar.Ra.839.
2 ἀ. ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ Hsch.

German (Pape)

[Seite 288] nicht zu überschwatzen, an Schwatzhaftigkeit nicht zu besiegen, sagt Eur. von Aesch. bei Ar. Ran. 838.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
loquace, bavard.
Étymologie: , περιλαλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεριλάλητος: которого не переговоришь, тараторящий без умолку Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεριλάλητος: -ον, ὁ ὑπ’ οὐδενὸς ὑπερβαλλόμενος ἐν τῇ πολυλογίᾳ, αὐθαδόστομον, ἔχοντ’ ἀχάλινον, ἀκρατές, ἀπύλωτον στόμα, ἀπεριλάλητον, κτλ.· οὕτως ὀνομάζει ὁ Εὐριπ. τὸν Αἰσχύλ. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 839· πρβλ. Ἡσύχ.: ἀπεριλάλητον (οὕτως ὁ Kuster ἀντὶ ἀπεριάλλητος), «ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ». ― Ἐπίρρ. -τως Εὐστ. Πονημάτ. 191. 79.

Greek Monolingual

ἀπεριλάλητος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει τον όμοιο του στην πολυλογία.

Greek Monotonic

ἀπεριλάλητος: -ον (περιλαλέω), αυτός που δεν υπερβάλλει στο λόγο του με φλυαρίες, αυτός που είναι μετρημένος στα λόγια του, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

περιλαλέω
not to be out-talked, Ar.

Translations

chatterbox

Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: 話匣子, 话匣子, 喋喋不休者, 話癆, 话痨; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: kletskous; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: moulin à paroles, bavard comme une pie; Galician: charlatán; German: Dampfplauderer, Plaudertasche, Quasselstrippe, Schwätzer, Schwätzerin; Alemannic German: Chlepfe; Greek: πολυλογάς, φαφλατάς; Ancient Greek: ἀδέλεσχος, ἀδολέσχης, ἀδόλεσχος, ἀείλαλος, ἀθυρόγλωσσος, ἀθυρόγλωττος, ἀθυρόστομος, ἀπεριλάλητος, βάβαξ, γλώσσαλγος, γλώσσαργος, γλωσσώδης, Δωδωναῖον χαλκεῖον, ἑτοιμολόγος, κωτίλος, λακερός, λάληθρος, λάλημα, λαλητρίς, λάλος, λεσχήν, λεσχηνευτής, λογολέσχης, μακρολόγος, πανθρύλιος, πάνθρυλος, περίλαλος, περισσολόγος, πολύλαλος, πολυλόγος, πολύλογος, πολύφωνος, πρόγλωσσος, ῥαχίας λαλίστερος, ῥεολόγος, ῥειολόγος, ῥωποπερπερήθρας, σπερμολόγος, στωμυλήθρας, στωμύληθρος, στώμυλμα, στωμύλος, φάτης, φιλόλογος, φλέδων, φλήναφος, φλῆφος, φλύαρος; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: chiacchierone, ciancione, linguacciuto; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: lingulaca; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: tagarela, falador, gralha, grafonola; Russian: болтун, болтунья, болтушка, лопотун, лопотуха, лопотунья; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: loro, lora, charlatán, cotorra, parlanchín; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame