οἰστροπλήξ: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oistropliks | |Transliteration C=oistropliks | ||
|Beta Code=oi)stroplh/c | |Beta Code=oi)stroplh/c | ||
|Definition=<b class="b3">πλῆγος, ὁ, ἡ,</b | |Definition=<b class="b3">πλῆγος, ὁ, ἡ,</b> [[stung by a gadfly]], [[driven wild]], of Io, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''681, S.''El.''5; of Bacchantes, E.''Ba.''1229. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=πλῆγος (ὁ, ἡ)<br />atteint de la piqûre d'un taon ; transporté de fureur <i>ou</i> de désir.<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], [[πλήσσω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ῆγος, ὁ, <i>von der [[Bremse]] [[gestochen]], [[wütend]]</i>; von der Io, Aesch. <i>Prom</i>. 684, wie Soph. <i>El</i>. 5; vgl. Eur. <i>Bacch</i>. 1227; Plut. frg. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰστροπλήξ:''' πλῆγος adj.<br /><b class="num">1</b> [[преследуемый слепнем]] (Ἰώ Aesch., Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[доведенный до исступления]], [[исступленный]] (''[[sc.]]'' Βάκχαι Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰστροπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ οἴστρου πληγείς, [[ἐμμανής]], [[ἄγριος]], ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Σοφ. Ἠλ. 5· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 1229. | |lstext='''οἰστροπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ οἴστρου πληγείς, [[ἐμμανής]], [[ἄγριος]], ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Σοφ. Ἠλ. 5· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 1229. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰστροπλήξ]], -πλῆγος, ὁ, η (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, [[μανιώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλήξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), | |mltxt=[[οἰστροπλήξ]], -πλῆγος, ὁ, η (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, [[μανιώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλήξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. [[ονειροπλήξ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰστροπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ ([[πλήσσω]]), αυτός που δέχτηκε [[δήγμα]] εντόμου, εξαγριωμένος, [[μανιακός]], στους Τραγ. | |lsmtext='''οἰστροπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ ([[πλήσσω]]), αυτός που δέχτηκε [[δήγμα]] εντόμου, εξαγριωμένος, [[μανιακός]], στους Τραγ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[driven by the gadfly]] | |woodrun=[[driven by the gadfly]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[μανιακός]], [[ἄγριος]]). Ἀπό τό [[οἶστρος]] + [[πλήττω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[οἶστρος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 7 February 2024
English (LSJ)
πλῆγος, ὁ, ἡ, stung by a gadfly, driven wild, of Io, A.Pr.681, S.El.5; of Bacchantes, E.Ba.1229.
French (Bailly abrégé)
πλῆγος (ὁ, ἡ)
atteint de la piqûre d'un taon ; transporté de fureur ou de désir.
Étymologie: οἶστρος, πλήσσω.
German (Pape)
ῆγος, ὁ, von der Bremse gestochen, wütend; von der Io, Aesch. Prom. 684, wie Soph. El. 5; vgl. Eur. Bacch. 1227; Plut. frg.
Russian (Dvoretsky)
οἰστροπλήξ: πλῆγος adj.
1 преследуемый слепнем (Ἰώ Aesch., Soph.);
2 доведенный до исступления, исступленный (sc. Βάκχαι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰστροπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ οἴστρου πληγείς, ἐμμανής, ἄγριος, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Σοφ. Ἠλ. 5· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 1229.
Greek Monolingual
οἰστροπλήξ, -πλῆγος, ὁ, η (Α)
(ποιητ. τ.) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ονειροπλήξ].
Greek Monotonic
οἰστροπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ (πλήσσω), αυτός που δέχτηκε δήγμα εντόμου, εξαγριωμένος, μανιακός, στους Τραγ.
Middle Liddell
οἰστρο-πλήξ, ῆγος, πλήσσω
stung by a gadfly, driven wild, Trag.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=μανιακός, ἄγριος). Ἀπό τό οἶστρος + πλήττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη οἶστρος.