βαύκαλις: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vaykalis | |Transliteration C=vaykalis | ||
|Beta Code=bau/kalis | |Beta Code=bau/kalis | ||
|Definition=ιδος, ἡ, [[vessel for cooling wine]] or [[water in]], elsewhere [[ψυκτήρ]], | |Definition=ιδος, ἡ, [[vessel for cooling wine]] or [[water in]], elsewhere [[ψυκτήρ]], ''AP''11.244; β. ἡ τετράκυκλος Sopat.24.—Alexandr. word acc. to Ath.11.784b; on the accent cf. Hdn.Gr.1.90. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] ἡ, ein irdenes Gefäß zum Abkühlen des Wassers od. Weins, Nicarch. 34 (XI, 244); vgl. Ath. XI, 784 b u. καύκαλις. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] ἡ, ein irdenes Gefäß zum Abkühlen des Wassers od. Weins, Nicarch. 34 (XI, 244); vgl. Ath. XI, 784 b u. καύκαλις. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος (ἡ) :<br />vase à col long et étroit où l'on faisait rafraîchir l'eau <i>ou</i> le vin.<br />'''Étymologie:''' DELG [[βαυκαλάω]], par plaisanterie.<br /><i><b>Par.</b></i> [[ψυκτήρ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαύκᾰλις:''' ιδος ἡ Anth. = [[ψυκτήρ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαύκᾰλις''': ἡ, [[ἀγγεῖον]] πρὸς ψύχρανσιν ὕδατος ἢ οἴνου, ἀλλαχοῦ καλούμενον [[ψυκτήρ]], Ἀνθ. Π. 11. 244· [[ὡσαύτως]] καύκαλις, Κοραῆ Ἰσοκρ. σ. 446. - Ἀλεξανδρ. [[λέξις]], ἴδε Ἀθήν. 784Β· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 31. 10. | |lstext='''βαύκᾰλις''': ἡ, [[ἀγγεῖον]] πρὸς ψύχρανσιν ὕδατος ἢ οἴνου, ἀλλαχοῦ καλούμενον [[ψυκτήρ]], Ἀνθ. Π. 11. 244· [[ὡσαύτως]] καύκαλις, Κοραῆ Ἰσοκρ. σ. 446. - Ἀλεξανδρ. [[λέξις]], ἴδε Ἀθήν. 784Β· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 31. 10. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαύκαλις]] (-ιδος), η (Α)<br />πήλινη ή χάλκινη [[στάμνα]] με στενό λαιμό, ειδική για να κρυώνει [[νερό]] ή [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βαυκάλιον]] | |mltxt=[[βαύκαλις]] (-ιδος), η (Α)<br />πήλινη ή χάλκινη [[στάμνα]] με στενό λαιμό, ειδική για να κρυώνει [[νερό]] ή [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βαυκάλιον]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βαύκᾰλις:''' ἡ, [[αγγείο]] που ψύχει ή διατηρεί δροσερό το [[κρασί]] ή το [[νερό]], σε Ανθ. | |lsmtext='''βαύκᾰλις:''' ἡ, [[αγγείο]] που ψύχει ή διατηρεί δροσερό το [[κρασί]] ή το [[νερό]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=a [[wine]]-cooler, Anth. | |mdlsjtxt=a [[wine]]-cooler, Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
ιδος, ἡ, vessel for cooling wine or water in, elsewhere ψυκτήρ, AP11.244; β. ἡ τετράκυκλος Sopat.24.—Alexandr. word acc. to Ath.11.784b; on the accent cf. Hdn.Gr.1.90.
Spanish (DGE)
(βαύκᾰλις) -ιδος, ἡ
• Alolema(s): βαυκαλίς Sopat.24
• Morfología: [ac. -ιν AP 11.244]
1 vasija de cuello estrecho y largo en que se ponía a refrescar vino o agua β. ἡ τετράκυκλος Sopat.l.c., εἰς τὸ θέρος χαλκῆν βαύκαλιν ἠγόρασας AP l.c., cf. Hdn.Gr.1.90.
2 apodo de Alejandro, presbítero alejandrino, Philost.HE 1.4.
• Etimología: v. βαυκάλιον.
German (Pape)
[Seite 439] ἡ, ein irdenes Gefäß zum Abkühlen des Wassers od. Weins, Nicarch. 34 (XI, 244); vgl. Ath. XI, 784 b u. καύκαλις.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
vase à col long et étroit où l'on faisait rafraîchir l'eau ou le vin.
Étymologie: DELG βαυκαλάω, par plaisanterie.
Par. ψυκτήρ.
Russian (Dvoretsky)
βαύκᾰλις: ιδος ἡ Anth. = ψυκτήρ.
Greek (Liddell-Scott)
βαύκᾰλις: ἡ, ἀγγεῖον πρὸς ψύχρανσιν ὕδατος ἢ οἴνου, ἀλλαχοῦ καλούμενον ψυκτήρ, Ἀνθ. Π. 11. 244· ὡσαύτως καύκαλις, Κοραῆ Ἰσοκρ. σ. 446. - Ἀλεξανδρ. λέξις, ἴδε Ἀθήν. 784Β· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 31. 10.
Greek Monolingual
βαύκαλις (-ιδος), η (Α)
πήλινη ή χάλκινη στάμνα με στενό λαιμό, ειδική για να κρυώνει νερό ή κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βαυκάλιον].
Greek Monotonic
βαύκᾰλις: ἡ, αγγείο που ψύχει ή διατηρεί δροσερό το κρασί ή το νερό, σε Ανθ.
Middle Liddell
a wine-cooler, Anth.